Λεξιστορείν: Ο μουρόχαυλος!
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1697 ΦΟΡΕΣ
Η λέξη αποτελεί χαρακτηρισμό του ιδιαίτερα νωθρού ή αποβλακωμένου ανθρώπου.
Η αρχική μορφή της λέξης ήταν μωρόχαυνος, σύνθετη από τις λέξεις μωρός (ο ανόητος) + χαύνος (ο μαλακός, ο πνευματικά άτονος, ο αποκοιμισμένος).
Σιγά- σιγά το πρώτο συνθετικό εξελίχθηκε από μωρό - σε μουρό- και το β’ από χαύνος σε χαύλος.
Στην ίδια ετυμολογική οικογένεια και η μετοχή αποχαυνωμένος = αυτός που βρίσκεται σε πνευματική αδράνεια.