Λεξιστορείν: Τον στραγγάλισε
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 151 ΦΟΡΕΣ
Το ρήμα στραγγαλίζω έχει σήμερα τις σημασίες «πνίγω, θανατώνω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα χέρια, με σχοινί ή με ύφασμα» αλλά και μεταφορικά «καταπνίγω, καταπατώ» (π. χ στραγγαλίζονται τα δικαιώματά μου).
Η λέξη ετυμολογείται από το ουσιαστικό « στραγγάλη » που σημαίνει το σχοινί της αγχόνης, τον βρόχο, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το ουσιαστικό στραγξ – στραγγός = η σταγόνα , η σταλαγματιά που είναι προϊόν συμπίεσης και πέφτει αργά.