Λεξιστορείν: Δεν τον χωνεύω!
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 202 ΦΟΡΕΣ
Το ρήμα χωνεύω σημαίνει «ολοκληρώνω στο στομάχι την πέψη» αλλά και «ανέχομαι την συμπεριφορά κάποιου» (π.χ. δεν με χωνεύεις καθόλου) ή «αντιλαμβάνομαι, κατανοώ» (π.χ δεν μπορώ να χωνέψω καλά αυτό το μάθημα).
Ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη χοάνη, ένα είδος δοχείου για την τήξη των μετάλλων και το ρήμα χοανεύω= λιώνω μέταλλα σε υψηλή θερμοκρασία, λόγω της ομοιότητας που παρουσιάζει η χώνεψη-πέψη με τη διαδικασία της τήξης ενός μετάλλου.