Λεξιστορείν: Λαβώθηκα!

Λεξιστορείν: Λαβώθηκα!

Λεξιστορείν: Λαβώθηκα!

Αλέξανδρος Ν. Κατσαράς

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 346 ΦΟΡΕΣ

Το ρήμα λαβώνομαι σημαίνει τραυματίζομαι κυρίως από κάποιο όπλο.

Δημιουργήθηκε από τη λέξη λαβή κι αρχικά δήλωνε τραυματισμό που προερχόταν από τις λαβές που γίνονταν από τους παλαιστές κατά τη διάρκεια ενός αγώνα πάλης. Αργότερα η έννοιά της έγινε γενικότερη και σημαίνει τραυματίζω, χτυπώ κάποιον γενικά κι όχι μόνο παλεύοντας.

Διαβάστε ακόμη

Μαν. Κολεζάκης: Ιστορική αναδρομή στην oνοματολογία της Δωδεκανήσου

Στέφανος Χρύσαλλος: Έπεα Πτερόεντα (περί ορατότητας)

Χρήστος Γιαννούτσος: Μάτι... ένα έγκλημα δίχως τιμωρία

Αργύρης Αργυριάδης: Είναι η Ευρώπη θνητή;

Ηλίας Καραβόλιας: Οι οιωνοί από τον «μεγάλο ληξίαρχο»

Γιάννης Σαμαρτζής: Η χώρα μας υστερεί στον τομέα των παραγωγικών επενδύσεων

Θεόδωρος Παπανδρέου: Τάξεις μαθημάτων, αντί των ηλικιακών τάξεων

Θανάσης Καραναστάσης: Ας μην προτρέχουμε