Λεξιστορείν: Λαβώθηκα!
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 346 ΦΟΡΕΣ
Το ρήμα λαβώνομαι σημαίνει τραυματίζομαι κυρίως από κάποιο όπλο.
Δημιουργήθηκε από τη λέξη λαβή κι αρχικά δήλωνε τραυματισμό που προερχόταν από τις λαβές που γίνονταν από τους παλαιστές κατά τη διάρκεια ενός αγώνα πάλης. Αργότερα η έννοιά της έγινε γενικότερη και σημαίνει τραυματίζω, χτυπώ κάποιον γενικά κι όχι μόνο παλεύοντας.