Δίκαιο της Θάλασσας και Οριοθετήσεις Θαλασσίων Ζωνών

Δίκαιο της Θάλασσας και Οριοθετήσεις Θαλασσίων Ζωνών

Δίκαιο της Θάλασσας και Οριοθετήσεις Θαλασσίων Ζωνών

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 3688 ΦΟΡΕΣ

Γράφει

ο Γιάννης Βογιατζής, MSc, PhD

Ηλεκτρολόγος Μηχανικός & Μηχανικός Υπολογιστών

Κατά καιρούς διαβάζουμε δημοσιεύματα περί υφαλοκρηπίδας, ΑΟΖ, χωρικών υδάτων και γενικά εννοιών που σχετίζονται με το Δίκαιο της Θάλασσας. Οι πληροφορίες τις περισσότερες φορές, αν όχι όλες,παρατίθενται αποσπασματικά με τον συγγραφέα προφανώς να θεωρεί ότι οι αναγνώστες είναι εξοικειωμένοι με τις έννοιες αυτές. Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Όλοι μας σίγουρα έχουμε ακούσει τις λέξεις ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα κ.ο.κ.αλλά πόσο καλά έχουμε ξεκαθαρίσει αυτές τις έννοιες;Kαι το σημαντικότερο:Oι πληροφορίες που υιοθετούμε και αναπαράγουμε αβίαστα προέρχονται από αξιόπιστες πηγές;

Το παρόν άρθρο λοιπόν, έρχεται να πάρει τα πράγματα από την αρχή και να τα παρουσιάσει με μια λογική αλληλουχία και συνεκτικότητα (θέλω να πιστεύω) χρησιμοποιώντας ως κύρια βιβλιογραφική πηγή το βιβλίο«Δίκαιο της Θάλασσας» των ακαδημαϊκών Ιωάννου Κρατερού και Στρατή Αναστασίας, το οποίο διδάσκεται στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ως εκ τούτου, το άρθρο είναι σχετικά εκτενές, γι’ αυτό οπλιστείτε με υπομονή και καφέ. Αν από την άλλη πάλι, δεν καταφέρετε να το διαβάσετε μονοκοπανιά μην αγχωθείτε. Τώρα με το εγκλεισμόπάρτε τον χρόνο σας, υπάρχει μπόλικος.

(Στη φωτογραφία του άρθρου απεικονίζεται ο «Βράχος του Επισκόπου» («BishopRock»), δυτικά της Μεγάλης Βρετανίας, τον οποίο το βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες καταγράφει ως το μικρότερο νησί του κόσμου με κτίριο πάνω του.)

Συντομογραφίες/Επεξηγήσεις

1 ναυτικό μίλι (ν.μ.) = 1852 μέτρα

ΔΔ: Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης

ΗΕ: Ηνωμένα Έθνη

ΔΔΔΘ: Διεθνές Δικαστήριο Δικαίου της Θάλασσας

Πρώτη Συνδιάσκεψη: Πρώτη Συνδιάσκεψη των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας

(Φεβρουάριος – Απρίλιος 1958)

Δεύτερη Συνδιάσκεψη: Δεύτερη Συνδιάσκεψη των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας

(Μάρτιος – Απρίλιος 1960)

Τρίτη Συνδιάσκεψη: Τρίτη Συνδιάσκεψη των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας

(Δεκέμβριος 1973 – Απρίλιος 1982)

Σύμβαση ΔΘ: Σύμβαση των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας.

Αποτελεί μια διεθνή συμφωνία η οποία προέκυψε από την 3η Συνδιάσκεψη των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας και υπεγράφη στις 10 Δεκεμβρίου 1982 στο Montego Bay της Τζαμάικα. Τέθηκε σε ισχύ τον Νοέμβριοτου 1994, ένα χρόνο αφότου η Γουιάνα έγινε το 60ο κράτος που επικύρωσε τη συνθήκη.

Εθιμικό Δίκαιο: Το εθιμικό δίκαιο αποτελείται από κανόνες που αφ' ενός μεν ισχύουν, χωρίς να έχουν τεθεί υποχρεωτικά από την Πολιτεία, αλλά έχουν διαμορφωθεί και επιβληθεί μετά από μακροχρόνια, αδιάκοπη και ομοιόμορφη εφαρμογή από τον ίδιο τον λαό ενός γεωγραφικού τόπου ή χώρας με την προϋπόθεση της απόδοσης σ΄ αυτούς ενσυνείδητης δεσμευτικής ισχύος. Θα πρέπει δηλαδή οι κανόνες αυτοί να εφαρμόζονται επί μακρό χρόνο με "συνείδηση δικαίου", υπό την αντίληψη ότι είναι δεσμευτικοί.

Συνυποσχετικό: Ειδική συμφωνία υπαγωγής μιας διαφοράς μεταξύ παράκτιων κρατών σε Διαιτητικό Όργανο.

Παρακείμενες ακτές:Γεωγραφικά όμορες ακτές.

Αντικείμενες ακτές:Γεωγραφικά αντικριστές ακτές.

Γραμμές Βάσεις

Ο προσδιορισμός της έκτασης των χωρικών υδάτων (αιγιαλίτιδας ζώνης), αλλά και των θαλασσίων ζωνών δικαιοδοσίας εν γένει, προϋποθέτει τον καθορισμό σημείων κατά μήκος της ακτογραμμής από τα οποία θα μετρηθούν τα εξωτερικά όρια των ζωνών αυτών. Η δε γραμμή, νοητή ή φυσική, η οποία ενώνει αυτά τα σημεία, από την οποία μετράται το εύρος των χωρικών υδάτων ονομάζεται γραμμή βάσης (maritimebaseline).

Ο τρόπος χάραξης της γραμμής βάσης για τον υπολογισμό του εύρους των χωρικών υδάτων αποτελεί το βασικό στοιχείο αφετηρίας για τον υπολογισμό και των υπόλοιπων θαλασσίων ζωνών.

Ο κανόνας που θεσπίζει το άρθρο 5 της Σύμβασης ΔΘ είναι ότι κατ’ αρχήν η γραμμή βάσης είναι η φυσική ακτογραμμή. Ως φυσική ακτογραμμή ορίζεται η γραμμή της κατώτατης ρηχίας (low-waterline) κατά μήκος της ακτής, όπως αυτή σημειώνεται στους ναυτικούς χάρτες μεγάλης κλίμακας που αναγνωρίζονται επίσημα από το παράκτιο κράτος. Η γραμμή αυτή αποκαλείται κανονική γραμμή. Στην εικόνα Α απεικονίζεται η λήψη σημείων με τη βοήθεια δέκτη GPSγια τον καθορισμό της γραμμής βάσης στην παραλία Gdynia της Πολωνίας.

Η χάραξη της κανονικής γραμμής βάσης είναι μία απλή διαδικασία όταν η ακτογραμμή είναι ευθεία και δεν παρουσιάζει σημαντικές εσοχές. Όταν, όμως, η ακτογραμμή κόβεται απότομα, εισχωρεί βαθιά στο έδαφος ή υπάρχει πληθώρα

νησιών κατά μήκος των ακτών, δεν είναι εύκολη η πιστή εφαρμογή του κανόνα της φυσικής ακτογραμμής. Στις περιπτώσεις αυτές, το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει τη δυνατότητα χάραξης ευθείων γραμμών βάσης. Επιπλέον, προβλήματα μπορεί να δημιουργηθούν σε σχέση με τη χάραξη της γραμμής βάσης σε κόλπους, στόμια ποταμών, νησιά, λιμενικά έργα και αγκυροβόλια.

Η ευθεία γραμμή βάσης αποτελεί μία μέθοδο χάραξης του εσωτερικού ορίου των χωρικών υδάτων, η οποία εφαρμόζεται όταν η φυσική ακτογραμμή παρουσιάζει ορισμένες γεωγραφικές ιδιομορφίες. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, χαράσσεται μία νοητή γραμμή, η οποία ενώνει διάφορα σημεία της φυσικής ακτογραμμής. Ως ευθεία γραμμή νοείται η γραμμή της συντομότερης απόστασης μεταξύ των δύο σημείων. Η βασική διαφορά, δηλαδή, μεταξύ της κανονικής γραμμής βάσης και της ευθείας γραμμής βάσης είναι ότι η πρώτη αποτελεί φυσική γραμμή (του χερσαίου εδάφους),
ενώ η δεύτερη είναι νοητή (διακεκομμένη γραμμή στην εικόνα 1).

Η Ελλάδα δεν έχει υιοθετήσει ευθείες γραμμές βάσης. Ως προς το ισχύον σήμερα νομοθετικό καθεστώς στη χώρα μας, για τη μέτρηση του εύρους των χωρικών υδάτωνχρησιμοποιείται η κανονική γραμμή βάσης, δηλαδή, η φυσική ακτογραμμή. Αναμφισβήτητα, στον ελλαδικό χώρο που παρουσιάζει ιδιομορφία και πολυμορφία ακτών με ποικίλες εσοχές και κόλπους, σε συνδυασμό με τον μεγάλο αριθμό νησιών, νησίδων, βραχονησίδων κ.λπ., υπάρχει ελαστικότητα εφαρμογής. Εκτιμάται ότι μια τυπική εφαρμογή του συστήματος των ευθείων γραμμών βάσης, σε συνδυασμό με το «κλείσιμο των κόλπων» θα επαυξήσει τα ελληνικά χωρικά ύδατα κατά 2-3%. Ταυτόχρονα, θα μετακινηθεί προς τα ανοικτά της θάλασσας και το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, εφόσον η γραμμή βάσης των χωρικών υδάτων αποτελεί τη γραμμή βάσης για τη μέτρηση όλων των θαλασσίων ζωνών.

Σημειώνεται ότι όλα τα γειτονικά μας κράτη με τα οποία τίθεται ζήτημα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών (Αλβανία, Ιταλία, Λιβύη, Αίγυπτος, Κύπρος)έχουν ή είχαν (Τουρκία) χαράξει ευθείες γραμμές βάσης υιοθετώντας μάλιστα μια διασταλτική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του διεθνούς δικαίου. Η διασταλτική ερμηνεία αφορά την επέκταση της ισχύος ενός νόμου σε θέματα που κανονικά δεν προβλέπει, αλλά περιλαμβάνονται στο γενικότερο πνεύμα του. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στο σύστημα ευθείων γραμμών βάσης που υιοθέτησε η Τουρκία το 1964. Παρά το γεγονός ότι ενίοτε η μέθοδος αυτή εμφανίζεται ως το ισχύον σύστημα γραμμών βάσης της Τουρκίας, ο νόμος 2674/1982 κατήργησε το σύστημα ευθείων γραμμών βάσης του νόμου 476/1964. Συνεπώς, όπως επιβεβαιώνεται και από τον AhmetDenizBölükbaşı (TurkeyandGreece: TheAegeanDisputes. AUniqueCaseinInternationalLaw, CavendishPublishingLtd, 2004), θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η γραμμή βάσης της Τουρκίας είναι η φυσική ακτογραμμή.

Εσωτερικά Ύδατα

Σύμφωνα με το άρθρο 8(1) της Σύμβασης ΔΘ, ως εσωτερικά ύδατα θεωρούνται τα ύδατα «που βρίσκονται προς το εσωτερικό της γραμμής βάσης της χωρικής θάλασσας». Όπως προκύπτει από την ανωτέρω διάταξη, στα εσωτερικά ύδατα περιλαμβάνονται μόνον οι θαλάσσιες εκτάσεις μεταξύ της ακτής και της γραμμής βάσης των χωρικών υδάτων, δηλαδή κυρίως οι κόλποι, οι λιμένες και οι εκβολές των ποταμών.

Χωρικά Ύδατα

Χωρικά ύδατα (ή αιγιαλίτιδα ζώνη ή χωρική θάλασσα) είναι η θαλάσσια ζώνη, η οποία εκτείνεται πέρα από την ξηρά και τα εσωτερικά ύδατα και επί της οποίας το παράκτιο κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία. Ως ξηρά νοείται τόσο το ηπειρωτικό έδαφος όσο και οποιοσδήποτε νησιωτικός σχηματισμός (νησιά, νησίδες, βραχονησίδες, βράχοι) υπάγεται στην κυριαρχία του παράκτιου κράτους. Τα χωρικά ύδατα περιλαμβάνουν την υδάτινη στήλη, το βυθό, το υπέδαφος, καθώς και τον υπερκείμενο εναέριο χώρο.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης ΔΘ, κάθε παράκτιο κράτος έχει δικαίωμα να καθορίζει το εύρος των χωρικών υδάτων του μέχρι το ανώτατο όριο που αναγνωρίζει το διεθνές δίκαιο.Το όριο αυτό είναι σήμερα 12 ναυτικά μίλια, μολονότι κατά τη διάρκεια της ιστορικής εξέλιξης του διεθνούς δικαίου της θάλασσας υπήρξαν σοβαρές διαφοροποιήσεις. Το δικαίωμα σε χωρικά ύδατα 12 ν.μ. πηγάζει τόσο από το εθιμικό δίκαιο όσο και από τη Σύμβαση ΔΘ. Συνεπώς, κανένα κράτος, έστω και αν δεν δεσμεύεται συμβατικά από τη Σύμβαση ΔΘ, δεν έχει δικαίωμα να ορίσει μεγαλύτερο εύρος χωρικών υδάτων.

Μάλιστα, όσον αφορά το μείζον ζήτημα της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα αναγνωρίζουν ανεπιφύλακτα το δικαίωμα όλων των νησιών, νησίδων και βράχων σε χωρικά ύδατα 12 ν.μ., καθώς και ότι το δικαίωμα στα χωρικά ύδατα υπερισχύει κατ’ αρχήν του δικαιώματος σε υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ, έτσι ώστε να μην τίθεται ζήτημα περιορισμού των χωρικών υδάτων λόγω αλληλοεπικάλυψης με την υφαλοκρηπίδα γειτονικού κράτους, όπως υποστηρίζει η Τουρκία.

Παρ’ όλα αυτά, ένας ελάχιστος αριθμός κρατών εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να διεκδικεί χωρικά ύδατα 200 ν.μ. (Ελ Σαλβαδόρ, Μπενίν, Περού και Σομαλία), αλλά οι διεκδικήσεις αυτές δεν αναγνωρίζονται από τη διεθνή κοινότητα. Από την άλλη μεριά, ο καθορισμός του εύρους των χωρικών υδάτων σε μικρότερη έκταση δεν σημαίνει απώλεια από το παράκτιο κράτος του δικαιώματος επέκτασής τους, εκτός αν κάτι τέτοιο προκύπτει από τη συμπεριφορά του συγκεκριμένου κράτους. Σήμερα, σε σύνολο 152 παράκτιων κρατών, 146 κράτη έχουν υιοθετήσει χωρικά ύδατα 12 ναυτικών μιλίων. Μόνο η Ιορδανίακαι η Ελλάδα έχουν χωρικά ύδατα εύρους 3 ν.μ. και 6 ν.μ. αντιστοίχως, ενώ οκτώ κράτη (Αυστραλία, Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιαπωνία, Μπελίζ, Παπούα-Νέα Γουινέα, Τουρκία, Φινλανδία) έχουν θεσπίσει διαφοροποιημένο εύρος χωρικών υδάτων (3 ν.μ. σε συγκεκριμένες θαλάσσιες περιοχές-στενά και στην περίπτωση της Τουρκίας, 6 ν.μ. στο Αιγαίο και 12 ν.μ. στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο). Τέλος, το Τόνγκο διεκδικεί χωρικά ύδατα 30 ν.μ.

Σύμφωνα με το άρθρο 2(1) της Σύμβασης ΔΘ, στα χωρικά ύδατα το παράκτιο κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία. Η κυριαρχία είναι πλήρης υπό την έννοια ότι δεν περιορίζεται σε ορισμένες μόνο δραστηριότητες ή δικαιώματα, αλλά περιλαμβάνει το σύνολο των αρμοδιοτήτων (νομοθετική, δικαιοδοτική, εκτελεστική) για το σύνολο των δυνατών δράσεων. Από την άποψη αυτή, τα χωρικά ύδατα εξομοιώνονται με το έδαφος. Ωστόσο, το διεθνές δίκαιο της θάλασσας περιορίζει την κυριαρχία του παράκτιου κράτους με τον θεσμό της αβλαβούς διέλευσης των αλλοδαπών πλοίων, ο οποίος δεν υφίσταται ως προς το έδαφος, το υπέδαφος ή τον εναέριο χώρο.

Το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης συνίσταται στη διέλευση των πλοίων τρίτων κρατών μέσα από τα χωρικά ύδατα παράκτιου κράτους χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του.Είναι ένας από τους πλέον αναγνωρισμένους εθιμικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, ο οποίος δημιουργήθηκε ως προϊόν συμβιβασμού μεταξύ δύο τάσεων: της τάσης να υπάρχει η μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία της ναυσιπλοΐας, από τη μια μεριά, και της τάσης να επεκτείνουν τα κράτη την κυριαρχία τους σε όσο το δυνατόν ευρύτερες θαλάσσιες ζώνες από την άλλη. Πρόκειται για ένα θεσμό της διεθνούς έννομης τάξης, ο οποίος είναι απαραίτητος για την εύρυθμη λειτουργία της ναυτιλίας (εξυπηρέτηση των μεταφορών, του εμπορίου και της επικοινωνίας) και ο οποίος έχει ήδη από το 1949 αναγνωρισθεί ως εθιμικό δίκαιο με την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της 9ης Απριλίου 1949 στην υπόθεση των στενών της Κέρκυρας.

Σύμφωνα με το άρθρο 18(2) της Σύμβασης ΔΘ, η διέλευση πρέπει να είναι συνεχής και ταχεία, ενώ η στάση και η αγκυροβόληση επιτρέπονται μόνον όταν αποτελούν συνήθη περιστατικά της ναυσιπλοΐας ή επιβάλλονται από λόγους ανωτέρας βίας ή κινδύνου ή προκειμένου να παρασχεθεί βοήθεια σε πρόσωπα, πλοία ή αεροσκάφη τα οποία βρίσκονται σε κίνδυνο.Η Σύμβαση ΔΘ προσδιορίζει στο άρθρο 19(1) ότι «αβλαβής» είναι η διέλευση όταν το αλλοδαπό πλοίο δεν επιχειρεί ενέργειες, οι οποίες στρέφονται κατά της ειρήνης, της ασφάλειας και της δημόσιας τάξης του παράκτιου κράτους.

Ένα από τα ζητήματα που απασχολούν τη θεωρία και την πράξη αναφορικά με τον θεσμό της αβλαβούς διέλευσης είναι κατά πόσον το σχετικό δικαίωμα υφίσταται υπέρ οποιουδήποτε πλοίου ή αναιρείται στην περίπτωση των πολεμικών πλοίων έστω και σε καιρό ειρήνης. Πράγματι, έχει υποστηριχθεί ότι ένα πολεμικό πλοίο εξ ορισμού δεν είναι «αβλαβές» και ότι συνεπώς δεν είναι νοητό να είναι φορέας του δικαιώματος της αβλαβούς διέλευσης. Ωστόσο, δικαίωμα αβλαβούς διέλευσης έχουν όλα τα πλοία, κάθε κατηγορίας και χωρητικότηταςανεξαρτήτως εάν πρόκειται για ιδιωτικά ή κρατικά, εμπορικά ή πλοία κρατικής λειτουργίας. Το άρθρο 17 της Σύμβασης ΔΘ δεν κάνει καμία διάκριση: «Τα πλοία όλων των κρατών παρακτίων ή άνευ ακτών απολαμβάνουν του δικαιώματος της αβλαβούς διέλευσης μέσω της χωρικής θάλασσας». Συνεπώς, τα αλλοδαπά πολεμικά πλοία έχουν δικαίωμα αβλαβούς διέλευσης μέσω των χωρικών υδάτων του παράκτιου κράτους. Το κατά πόσον η εν λόγω διέλευση είναι δυνατόν να εξαρτηθεί από όρους είναι ένα ερώτημα το οποίο ανάγεται στη νομοθετική αρμοδιότητα του παράκτιου κράτους σε σχέση με την άσκηση του δικαιώματος της αβλαβούς διέλευσης.

Tο ζήτημα το οποίο προκύπτει αναφορικά με τη νομοθετική αρμοδιότητα του παράκτιου κράτους είναι κατά πόσον δικαιούται να αποφασίσει για τη διέλευση πολεμικών πλοίων μετά από προηγούμενη ή όχι άδεια ή γνωστοποίηση της διέλευσης. Από την άποψη του συμβατικού δικαίου επισημαίνουμε ότι η διάταξη του άρθρου 21 της Σύμβασης ΔΘ δεν περιλαμβάνει τη γενικότερη ασφάλεια του παράκτιου κράτους ως θεμέλιο νομοθετικής αρμοδιότητας για ζητήματα σχετικά με την αβλαβή διέλευση. Όσο αφορά τη διεθνή πρακτική, μια σχετικά μικρή, αλλά όχι αμελητέα, ομάδα κρατών (περίπου 35-40) θεωρεί ότι το άρθρο 21 της Σύμβασης ΔΘ δεν επηρεάζει την αρμοδιότητά τους να θεσπίζουν εθνικές διατάξεις σχετικά με την αβλαβή διέλευση πολεμικών πλοίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ορισμένα από αυτά τα κράτη, όπως η Αλγερία, η Αργεντινή, η Κίνα, η Κροατία, το Μαυροβούνιο, το Μπαγκλαντές, το Ομάν, η Ρουμανία και η Υεμένη, κατέθεσαν δήλωση κατά την υπογραφή, επικύρωση ή προσχώρηση στη Σύμβαση ΔΘ, σύμφωνα με την οποία διατηρούν το δικαίωμα να λαμβάνουν μέτρα για θέματα ασφαλείας, και ειδικότερα να θεσπίζουν νόμους σχετικά με την αβλαβή διέλευση πολεμικών πλοίων, αποφασίζοντας, μεταξύ άλλων, τη διέλευση ή μη μετά από προηγούμενοαίτημα.

Τα αλλοδαπά πλοία που ασκούν το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης οφείλουν να συμμορφώνονται με όλους τους νόμους και κανονισμούς που, παραδεκτά κατά το διεθνές δίκαιο, υιοθετεί το παράκτιο κράτος σχετικά με την αβλαβή διέλευση και με όλες τις γενικώς αποδεκτές διεθνείς ρυθμίσεις που αφορούν την αποφυγή συγκρούσεων στη θάλασσα. Η μη συμμόρφωση ενός αλλοδαπού πλοίου με τους κανονισμούς του παράκτιου κράτους δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η διέλευση δεν είναι αβλαβής. Τούτο συμβαίνει μόνο στην περίπτωση που το πλοίο παραβιάσει την ειρήνη, τη δημόσια τάξη ή την ασφάλεια του παράκτιου κράτους.

Ειδικά για τα πολεμικά πλοία, καθώς και για τα κρατικά πλοία μη εμπορικών σκοπών, η κύρωση για τη μη συμμόρφωση είναι διαφορετική, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατή η επιβολή οποιωνδήποτε εξαναγκαστικών μέτρων λόγω της ασυλίας που απολαύουν. Έτσι, το άρθρο 30 της Σύμβασης ΔΘ προβλέπει ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ενός πολεμικού πλοίου προς τις νομοθετικές ρυθμίσεις του παράκτιου κράτους που αφορούν τη διέλευση από τα χωρικά ύδατα, το παράκτιο κράτος: α) διατυπώνειαίτημα προς το αλλοδαπό πολεμικό πλοίο να συμμορφωθεί προς τη συγκεκριμένη ρύθμιση. β) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, απαιτεί από αυτό να εγκαταλείψει αμέσως τα χωρικά ύδατα.

Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στο ζήτημα αναφορικά με την «άσκοπη διέλευση» (περιπλάνηση) τουρκικών πολεμικών πλοίων μέσω ελληνικών χωρικών υδάτων και το κατά πόσον αποτελεί νόμιμη άσκηση του δικαιώματος αβλαβούς διέλευσης. Ανεξαρτήτως της ενδεχόμενης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που, όμως, μπορεί να διερευνηθεί μόνο επί τούτω βάσει των συγκεκριμένων συνθηκών της κάθε περίπτωσης, τίθεται γενικότερα το ζήτημα κατά πόσο η διέλευση ενός πολεμικού πλοίου μέσω των χωρικών υδάτων τρίτου κράτους κρίνεται μη αβλαβής, δηλαδή, κατά πόσο «διαταράσσεται η ειρήνη, η δημόσια τάξη ή ασφάλεια του παράκτιου κράτους» (άρθρο 19, παρ. 1) μέσω της επίδειξης ισχύος ή έμμεσης αμφισβήτησης της εξουσίας του παράκτιου κράτους.

Το νομοθετικό καθεστώς που διέπει σήμερα το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων παρουσιάζει ορισμένα ερμηνευτικά προβλήματα εξαιτίας του γεγονότος ότι κατά καιρούς υιοθετήθηκαν διάφορες λύσεις, κυρίως ενόψει της έκτασης του υπερκείμενου εναερίου χώρου.Η κατάσταση σήμερα έχει ως εξής: α) Τα χωρικά ύδατα της Ελλάδας έχουν εύρος 6 ναυτικά μίλια. β) Ειδικά για τον προσδιορισμό του εναερίου χώρου μόνο, το εύρος των χωρικών υδάτων ορίζεται στα 10 ναυτικά μίλια. Η νομοθετική αυτή εικόνα είναι τουλάχιστον παράδοξη, δεδομένου ότι δεν νοείται κυριαρχία επί του αέρος χωρίς αντίστοιχη κυριαρχία επί του εδάφους ή της θάλασσας.

Αναπόφευκτος περιορισμός του εύρους των ελληνικών χωρικών υδάτων υφίσταται σε ορισμένα σημεία της ελληνικής επικράτειας, τα οποία απέχουν από τις αλλοδαπές ακτές απόσταση μικρότερη των 12 ν.μ. Τα σημεία αυτά είναι, αφενός, οι ανατολικές ακτές των νήσων του ανατολικού Αιγαίου και ορισμένων νήσων της Δωδεκανήσου σε σχέση με την Τουρκία και, αφετέρου, το βορειοανατολικό στενό της Κέρκυρας σε σχέση με την Αλβανία. Στις 27 Απριλίου 2009, η Ελλάδα και η Αλβανία υπέγραψαν συμφωνία οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών βάσει της αρχής της ίσης απόστασης/μέσης γραμμής, συμπεριλαμβανομένων των χωρικών υδάτων. Η συμφωνία δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ, ενώ το Αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε στις 15 Απριλίου 2010 ότι είναι αντισυνταγματική.

Όσον αφορά τα ανατολικά θαλάσσια σύνορα, στην περιοχή της εκβολής του Έβρου, το Πρωτόκολλο των Αθηνών της 3ης Νοεμβρίου 1926 επεκτείνει τη συνοριακή γραμμή, δηλαδή τη «μέση γραμμή του ρου του Έβρου ή του κυρίως βραχίονος αυτού» σε απόσταση 3 ν.μ.από την ξηρά. Η λύση αυτή επελέγη από τη Μεικτή Επιτροπή Οριοθέτησης που συγκροτήθηκε βάσει του άρθρου 5 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης της 24ης Ιουλίου 1923 και η οποία αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συνθήκης, ότι η συνοριακή γραμμή δεν θα ακολουθήσει τον ρου του ποταμού στις ενδεχόμενες μετατοπίσεις του, αλλά θα καθορισθεί κατά τρόπο οριστικό με βάση την κοίτη που υπήρχε τότε (1926).

Στη θαλάσσια περιοχή που εκτείνεται νοτίως του Έβρου μέχρι τη Σάμο και την Ικαρία, ελλείψει σχετικών συμβατικών ρυθμίσεων με την Τουρκία, εφαρμόζεται η αρχή της ίσης απόστασης/μέσης γραμμής σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο. Νοτίως της Σάμου, μεταξύ των Δωδεκανήσων και των τουρκικών ακτών, τα θαλάσσια σύνορα έχουν οριοθετηθεί συμβατικά βάσει της ιταλο-τουρκικής Συμφωνίας της 4ης Ιανουαρίου 1932 σχετικά με την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων μεταξύ του Καστελλόριζου και της ακτής της Ανατολίας, και του Πρακτικού της 28ης Δεκεμβρίου 1932 μεταξύ των ιδίων κρατών. Με το άρθρο 14(1) της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου 1947, η Ιταλία εκχώρησε στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα. Έτσι, η Ελλάδα υπεισήλθε ως διάδοχο κράτος στις συμβατικές ρυθμίσεις που ίσχυαν μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένης της οριοθέτησης της θαλάσσιας μεθορίου στην περιοχή. Η εν λόγω οριοθέτηση ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία με τον Ν. 518/1948 «περί προσαρτήσεως της Δωδεκανήσου εις την Ελλάδα».

Συμπερασματικά, σε ορισμένες θαλάσσιες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων είναι μικρότερο από 6 ν.μ. Με την εφαρμογή της μέσης γραμμής, είτε εθιμικά είτε συμβατικά, το εύρος αυτό εξαρτάται από το συγκεκριμένο θαλάσσιο σημείο και την απόσταση από τις απέναντι αλλοδαπές ακτές. Σημειώνεται ότι όλες οι υφιστάμενες συμφωνίες οριοθέτησης χωρικών υδάτων (Πρωτόκολλο Αθηνών 1926, ιταλο-τουρκικές συμφωνίες 1932, ελληνο-αλβανική συμφωνία 2009) υιοθετούν την αρχή της ίσης απόστασης/μέσης γραμμής.

Με βάση το γεγονός ότι το μέγιστο επιτρεπτό όριο των χωρικών υδάτων καθορίζεται τόσο από το εθιμικό δίκαιο όσο και από το άρθρο 3 της Σύμβασης ΔΘ στα 12 ν.μ., η Ελλάδα δικαιούται να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα μέχρι το ανώτατο αυτό όριο. Η επέκταση, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, μπορεί να γίνει με μονομερή γνωστοποιητέα εσωτερική πράξη και να καλύπτει όλες τις θαλάσσιες περιοχές της χώρας. Σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., υπολογίζεται ότι το 71.2% περίπου του Αιγαίου θα περιέλθει υπό ελληνική κυριαρχία. Δεν αναμένονται, πάντως, προβλήματα στη διεθνή ναυσιπλοΐα λόγω του θεσμού της αβλαβούς διέλευσης.

Ήδη από το 1974, όταν η Ελλάδα εξεδήλωσε την πρόθεσή της υλοποιήσει τη δυνατότητα που της παρέχει το διεθνές δίκαιο για χωρικά ύδατα 12 ν.μ., η Τουρκία αντέδρασε με έντονο τρόπο. Με δηλώσεις όλων σχεδόν των Τούρκων πρωθυπουργών από την εποχή εκείνη μέχρι σήμερα θεωρεί την επέκταση του εύρους των ελληνικών χωρικών υδάτων ως «αιτία πολέμου», το περιβόητο «casusbelli». Χαρακτηριστική είναι η απόφαση της 8ης Ιουνίου 1995 της τουρκικής εθνοσυνέλευσης με την οποία μεταβιβάζει στην τουρκική κυβέρνηση τις αρμοδιότητές της για τη λήψη μέτρων, συμπεριλαμβανομένων και στρατιωτικών, σε περίπτωση εφαρμογής από την Ελλάδα της Σύμβασης ΔΘ.

Πέραν της πολιτικής απειλής, η Τουρκία έχει κατά καιρούς προβάλει διάφορα νομικοφανή επιχειρήματα, για να επενδύσει με νομιμότητα τις απαράδεκτες αντιδράσεις της. Σύμφωνα με τους τουρκικούς ισχυρισμούς, η Ελλάδα δεν δικαιούται να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα μονομερώς για τους εξής λόγους:

α)Το Αιγαίο αποτελεί ημίκλειστη θάλασσα και, κατά συνέπεια, μια τέτοια ενέργεια θα απαιτούσε την προηγούμενη συγκατάθεση της Τουρκίας ως γειτονικού παράκτιου κράτους.

β)Η άνευ διακρίσεως εφαρμογή του κανόνα των 12 ν.μ. σε μια ημίκλειστη θάλασσα αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος κατά παράβαση του άρθρου 300 της Σύμβασης ΔΘ.

γ)Η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. θα καταστήσει το Αιγαίο μία ελληνική «λίμνη» με αποτέλεσμα να περιοριστεί η ελευθερία της ναυσιπλοΐας και να θιγεί το δικαίωμα της Τουρκίας για πρόσβαση στην ανοικτή θάλασσα και

δ) Θα δημιουργηθεί σοβαρή απειλή για τα συμφέροντα της Τουρκίας στην περιοχή.

Τα τουρκικά επιχειρήματα στερούνται νομικής βάσης και εκφράζουν απόψεις της Τουρκίας κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της Τρίτης Συνδιάσκεψης, οι οποίες, όμως δεν έγιναν αποδεκτές και δεν έχουν ενσωματωθεί στη Σύμβαση ΔΘ:

Πρώτον, σύμφωνα με το άρθρο 122 της Σύμβασης ΔΘ, «κλειστή ή ημίκλειστη θάλασσα» σημαίνει κόλπος, λεκάνη ή θάλασσα που περιβάλλεται από δύο ή περισσότερα κράτη και που συνδέεται με άλλη θάλασσα ή με τον ωκεανό με στενό δίαυλο ή που αποτελείται καθ΄ ολοκληρίαν ή κυρίως από τα χωρικά ύδατα ή τις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες δύο ή περισσοτέρων παράκτιων κρατών. Το Αιγαίο θα μπορούσε πράγματι να χαρακτηριστεί ως «ημίκλειστη θάλασσα» σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 122 της Σύμβασης ΔΘ. Σημειώνεται ότι το Διεθνές Δικαστήριο έχει ήδη χαρακτηρίσει τη Μεσόγειο «ημίκλειστη θάλασσα» στην απόφασή του της 3ης Ιουνίου 1985 στην υπόθεση Υφαλοκρηπίδας Λιβύης-Μάλτας. Ωστόσο, στο πλαίσιο της Σύμβασης ΔΘ, ουδεμία διαφοροποίηση υφίσταται μεταξύ των «ημίκλειστων θαλασσών» και των άλλων θαλάσσιων περιοχών ως προς τους κανόνες που διέπουν τη θέσπιση και την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Η «υποχρέωση» συνεργασίας των παράκτιων κρατών σε κλειστές και ημίκλειστες θάλασσες περιορίζεται μόνο σε θέματα διαχείρισης και εκμετάλλευσης των ζώντων πόρων, προστασίας του περιβάλλοντος και θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας.

Δεύτερον, όταν οι προτάσεις της περί διαφοροποίησης του καθεστώτος των 12 ν.μ. στις κλειστές και ημίκλειστες θάλασσες δεν έγιναν αποδεκτές, η Τουρκία σε μια ύστατη προσπάθεια πρότεινε ανεπιτυχώς να γίνει ρητή αναφορά στο άρθρο 300 της Σύμβασης ΔΘ περί απαγόρευσης κατάχρησης δικαιώματος, υποστηρίζοντας ότι η άνευ διακρίσεως εφαρμογή του κανόνα των 12 ν.μ. στις ημίκλειστες θάλασσες εμπίπτει στην απαγόρευση του εν λόγω άρθρου. Απώτερος σκοπός της Τουρκίας ήταν να εμποδίσει την Ελλάδα να επεκτείνει μονομερώς τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ.

Σε κάθε περίπτωση, η ίδια η Τουρκία όταν επέκτεινε τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ. στη Μαύρη Θάλασσα, η οποία επίσης είναι ημίκλειστη θάλασσα, δεν ζήτησε την προηγούμενη συγκατάθεση των γειτονικών παράκτιων κρατών. Επιπρόσθετα, η έννοια της κατάχρησης δικαιώματος αφορά τον τρόπο με τον οποίο ασκείται ένα δικαίωμα και όχι την αρμοδιότητα ενός κράτος να ασκήσει το συγκεκριμένο δικαίωμα. Επιπλέον, από την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων δεν πρόκειται να θιγούν τα δικαιώματα ναυσιπλοΐας τρίτων κρατών, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, εφόσον στα χωρικά ύδατα αναγνωρίζεται το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης.

Συμπερασματικά, οι ρυθμίσεις της Σύμβασης ΔΘ σχετικά με το εύρος των χωρικών υδάτων και άλλες ανάλογες ρυθμίσεις ευνοϊκές για τις ελληνικές θέσεις (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ, νομικό καθεστώς των νήσων) σε συνδυασμό με τη συμβατική απαγόρευση διατύπωσης επιφυλάξεων, οδήγησαν την Τουρκία στη μη υπογραφή της Σύμβασης ΔΘ. Το εν λόγω στοιχείο δεν επηρεάζει το διεθνές δικαίωμα της Ελλάδας σε χωρικά ύδατα 12 ν.μ. έναντι της Τουρκίας, δεδομένου ότι, το δικαίωμα αυτό θεμελιώνεται και στο εθιμικό δίκαιο. Άλλωστε, ήδη το 1956 η μόνιμη αντιπροσωπεία της Τουρκίας στα Ηνωμένα Έθνη, δήλωνε κατηγορηματικά ότι το όριο των 12 ν.μ. αποτελεί κανόνα του εθιμικού δικαίου (ρηματική διακοίνωση της 2ας Μαρτίου 1956). Η όψιμη αντίδραση της Τουρκίας δεν εναρμονίζεται με την προηγούμενη σταθερή πολιτική της αποδοχής των 12 ν.μ. ως ανώτατο εύρος χωρικών υδάτων, αλλά και την εφαρμογή του στις ακτές της στη Μαύρη Θάλασσα και στην ανατολική Μεσόγειο.

Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ)

Ο όρος «αποκλειστική οικονομική ζώνη» προτάθηκε για πρώτη φορά από την Κένυα όταν τα κράτη της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής θέλοντας να κατοχυρώσουν αποκλειστικά δικαιώματα αλιείας, διεκδικούσαν επέκταση της κυριαρχίας τους σε μια ζώνη 200 ν.μ. Σήμερα, η μεγάλη πλειοψηφία των παράκτιων κρατών έχει θεσπίσει ΑΟΖ (130 κράτη).

Ως ΑΟΖ ορίζεται η συνορεύουσα με τα χωρικά ύδατα και πέραν αυτών θαλάσσια περιοχή, το εύρος της οποίας δεν δύναται να υπερβαίνει τα 200 ν.μ. από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το εύρος των χωρικών υδάτων (άρθρο 56, σε συνδυασμό με άρθρο 57 της Σύμβασης ΔΘ). Εντός της ΑΟΖ, το παράκτιο κράτος ασκεί:

α) Κυριαρχικά δικαιώματα για την έρευνα και εκμετάλλευση των πόρων της ΑΟΖ, ζώντων και μη, των υπερκείμενων υδάτων, του βυθούκαι του υπεδάφους, καθώς και κυριαρχικά δικαιώματα για την εξερεύνηση και οικονομική εκμετάλλευση των ρευμάτων και των υπερκείμενων της θάλασσας ανέμων.

β) Δικαιοδοσία σχετικά με την προστασία και διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, τη θαλάσσια επιστημονική έρευνα και την εγκατάσταση τεχνητών νήσων ή άλλων κατασκευών.

Η έννοια των μη ζώντων φυσικών πόρων είναι αυτονόητη. Πρόκειται για ορυκτούς πόρους, κυρίως πετρέλαιο και φυσικό αέριο, αλλά και υδρίτες, υδροθερμικά πεδία και ηφαίστεια ιλύος. Επίσης, όταν η Σύμβαση ΔΘαναφέρεται σε «μη ζώντες φυσικούς πόρους των υπερκείμενων υδάτων» εννοεί τα διάφορα υδρίδια και ιχνοστοιχεία μετάλλων που μπορεί να εξαχθούν από το θαλάσσιο ύδωρ.

Η αντιστοιχία του περιεχομένου των κυριαρχικών δικαιωμάτων που ασκούνται στο βυθό και το υπέδαφος της ΑΟΖ από τη μια μεριά και της υφαλοκρηπίδας από την άλλη, δεν σημαίνει ότι οι δύο ζώνες ταυτίζονται. Όπως θα δούμε στην επόμενη ενότητα, η υφαλοκρηπίδα δεν απορροφάται από την ΑΟΖ, ούτε υπάρχει πλήρης ταύτιση των δύο ζωνών.

Σε αντίθεση με την υφαλοκρηπίδα, όπου τα κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους υπάρχουν εξ υπαρχής και αυτοδικαίως, όπως θα δούμε στην επόμενη ενότητα, τα ομώνυμα δικαιώματα στην ΑΟΖ αποκτώνται μόνον εφόσον υπάρξει υιοθέτηση της ΑΟΖ με ρητή διακήρυξη από το παράκτιο κράτος.

Η «αποκλειστικότητα» των κυριαρχικών δικαιωμάτων στην ΑΟΖ δεν έχει ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο όπως στην περίπτωση της υφαλοκρηπίδας. Πράγματι, εντός της ΑΟΖ, η Σύμβαση ΔΘ αναγνωρίζει παράλληλα δικαιώματα σε τρίτα κράτη, σε περίπτωση αδυναμίας αλιείας του επιτρεπόμενου αλιεύματος από το παράκτιο κράτος. Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του άρθρου 62(2) της Σύμβασης ΔΘ, στην περίπτωση που το παράκτιο κράτος δεν έχει την ικανότητα να εκμεταλλεύεται την επιτρεπτή ποσότητα αλιευμάτων της ΑΟΖ του, οφείλει να επιτρέψει σε τρίτα κράτη την πρόσβαση στο σχετικό πλεόνασμα, μετά από συμφωνία ή άλλη διευθέτηση με τα εν λόγω κράτη. Εξαίρεση αποτελεί η άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους στον βυθό και το υπέδαφος της ΑΟΖ.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο χαρακτηρισμός της ΑΟΖ ως «αποκλειστικής» οφείλεται στο γεγονός ότι μόνο το παράκτιο κράτος έχει την εξουσία να υιοθετήσει μέσα στην ΑΟΖ τα αναγκαία μέτρα για την υλοποίηση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του σχετικά με τη ζώνη αυτή.

Το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα για την εξερεύνηση και την εκμετάλλευση της ΑΟΖ και για άλλους οικονομικούς σκοπούς, όπως την παραγωγή ενέργειας από τα ύδατα (κυματική ενέργεια), τα ρεύματα και τους ανέμους (αιολική ενέργεια). Τα τελευταία χρόνια δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην αιολική ενέργεια και στην δημιουργία υπεράκτιων αιολικών πάρκων τόσο σεδιεθνές όσο και σε κοινοτικό επίπεδο, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο θέσπισε «Ζώνη Ανανεώσιμης Ενέργειας», το εύρος της οποίας είναι αντίστοιχο με αυτό της ΑΟΖ.

Ο τρόπος θέσπισης μιας ζώνης δικαιοδοσίας εξαρτάται αποκλειστικά από την εσωτερική έννομη τάξη του παράκτιου κράτους. Συνήθως, γίνεται με νόμο ή προεδρικό διάταγμα, ενώ δεν αποκλείεται και μια απλή δήλωση-κήρυξη της εν λόγω ζώνης.

Όσον αφορά την Ελλάδα, σύμφωνα με το 2ο άρθρο του Ν. 2321/1995, κυρωτικού και εφαρμοστικού των διατάξεων της Σύμβασης ΔΘ, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης θαλασσίων ζωνών απαιτείται η έκδοση προεδρικού διατάγματος.

Τον Αύγουστο του 2011 η εν λόγω νομοθεσία εναρμονίσθηκε με τις ευμενέστερες για τα ελληνικά συμφέροντα διατάξεις της Σύμβασης ΔΘ, καθιστώντας πλέον σαφές ότι, όταν αποφασισθεί η κήρυξη ΑΟΖ στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο, τα εξωτερικά της όρια θα είναι τα ίδια με τα όρια της υφαλοκρηπίδας, δηλαδή, ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης με γειτονικά κράτη, τα όρια αυτά κείνται επάνω στη μέση γραμμή, κάθε σημείο της οποίας απέχει ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσης (τόσο ηπειρωτικών όσο και νησιωτικών) από τις οποίες μετράται το εύρος των χωρικών υδάτων.

Αναμφισβήτητα, η διαμόρφωση των κανόνων του διεθνούς δικαίου σχετικά με την ΑΟΖ είναι ευνοϊκή για την Ελλάδα, διότι, αφενός, επιτρέπει την επέκταση της δικαιοδοσίας της σχεδόν ως προς το σύνολο των δραστηριοτήτων και χρήσεων της θάλασσας (αλιεία – αιολική και κυματική ενέργεια – προστασία θαλάσσιου περιβάλλοντος – θαλάσσια επιστημονική έρευνα – τεχνητά νησιά, κατασκευές και άλλες εγκαταστάσεις) σε μια ευρεία θαλάσσια περιοχή και, αφετέρου, αναγνωρίζει δικαίωμα ΑΟΖ σε όλα τα νησιά με εξαίρεση τους βράχους που δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη ζωή ή δεν έχουν δική τους οικονομική ζωή.

Για την αναζήτηση, έρευνα και εκμετάλλευση υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων έχει δημιουργηθεί εσφαλμένα η εντύπωση ότι για να γίνει αυτό είναι απαραίτητη η κήρυξη ΑΟΖ. Η εντύπωση αυτή παραμένει ακόμη και σήμερα με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, δημοσιογράφων, αλλά και πολιτικών να εξακολουθεί να θεωρεί την κήρυξη ΑΟΖ ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου ορυκτού πλούτου της χώρας.

Σε καμία περίπτωση, ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμηθεί ο θεσμός της ΑΟΖ και η συνακόλουθη επέκταση της δικαιοδοσίας του παράκτιου κράτους σε μια περιοχή μεγίστου εύρους 200 ν.μ. από τις ακτές του. Άλλωστε, ενώ η εκμετάλλευση παραδοσιακών πηγών ενέργειας, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, αλλά και «μελλοντικών» πηγών, όπως οι υδρίτες, τα υδροθερμικά πεδία και ενδεχομένως τα ηφαίστεια ιλύος, είναι δυνατή υπό το υφιστάμενο καθεστώς της υφαλοκρηπίδας, για την εκμετάλλευση της αιολικής και κυματικής ενέργειας απαιτείται η κήρυξη ΑΟΖ, όταν πρόκειται φυσικά για περιοχές εκτός χωρικών υδάτων.

Υφαλοκρηπίδα

Η υφαλοκρηπίδα (που συχνά αποκαλείται και ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα) αποτελεί ένα γεωλογικό φαινόμενο (Εικόνα 2).Το χερσαίο έδαφος, μετά την επαφή του με τη θάλασσα στις ακτές, συνεχίζεται κάτω από την επιφάνειά της και αποτελεί το βυθό. Ο βυθός που είναι η φυσική προέκταση της ξηράς κάτω από τη θάλασσα, εκτείνεται σε ποικίλα βάθη από την ακτή και έχει το χαρακτηριστικό μιας κατωφέρειας, η οποία συνεχίζεται μέχρι το σημείο όπου σημειώνεται μια απότομη κλίση προς την ωκεάνια άβυσσο.

Τα διάφορα τμήματα του βυθού από την ακτή μέχρι την ωκεάνια άβυσσο έχουν στη γεωλογία ποικίλες ονομασίες, κατά κανόνα ανάλογα με το βάθος. Ειδικότερα, όλη η περιοχή του βυθού από τις ακτές μέχρι το σημείο κλίσης προς την ωκεάνια άβυσσο ονομάζεται υφαλοπλαίσιο. Το υφαλοπλαίσιο διαιρείται σε τρία τμήματα. Το πρώτο τμήμα που αρχίζει από την ακτή και συνεχίζεται μέχρι το σημείο όπου σημειώνεται μια σημαντική κλίση του πυθμένα, ονομάζεται στη γεωλογία υφαλοκρηπίδα. Το σημείο αυτό κατά κανόνα βρίσκεται σε απόσταση 42-45 μιλίων από την ακτή, ανάλογα με τις περιοχές και το μέγιστο βάθος του είναι περίπου 150-200 μέτρα. Στο σημείο που τελειώνει η γεωλογική υφαλοκρηπίδα, δηλαδή στο σημείο που σημειώνεται σημαντική μεταβολή στην κλίση του πυθμένα, αρχίζει το δεύτερο γεωλογικό τμήμα του υφαλοπλαισίου που ορίζεται από τη γωνία κλίσης του βυθού σε σχέση με το βάθος. Το τμήμα αυτό ονομάζεται στη γεωλογία υφαλοπρανές και εκτείνεται περίπου 10-20 μίλια από το σημείο που τελειώνει η γεωλογική υφαλοκρηπίδα. Το βάθος του τμήματος αυτού είναι συνήθως 3.000-4.000 μέτρα. Η τελική κλίση του βυθού είναι περισσότερο ομαλή και εκτείνεται περίπου σε έκταση 620 μιλίων από το τέλος του υφαλοπρανούς. Αυτό είναι το τρίτο τμήμα και ονομάζεται ηπειρωτικό ανύψωμα. Από το τέλος του ηπειρωτικού ανυψώματος αρχίζει η ωκεάνια άβυσσος, που είναι μία σχετικά επίπεδη περιοχή, της οποίας το μέγιστο βάθος βρίσκεται στον Ειρηνικό Ωκεανό και είναι 11.034 μέτρα.

Όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, οι γεωλογικές διακρίσεις του βυθού δεν συμπίπτουν αναγκαία με τη νομική ορολογία. Η νομική έννοια της υφαλοκρηπίδας περιλαμβάνει περιοχές, όπως το υφαλοπρανές και το ηπειρωτικό ανύψωμα, οι οποίες δεν αποτελούν υφαλοκρηπίδα από γεωλογική άποψη (Εικόνα 2).

Από νομικής πλευράς, το εσωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας ενός παράκτιου κράτους αρχίζειαπό το σημείο του βυθού που αντιστοιχεί στο εξωτερικό όριο των χωρικών υδάτων. Και τούτο διότι ο βυθός των χωρικών υδάτων εμπίπτει στην πλήρη κυριαρχία του παράκτιου κράτους. Παρατηρούμε ήδη στο σημείο αυτό τη σημαντική απόκλιση του νομικού ορισμού της υφαλοκρηπίδας από τον γεωλογικό ορισμό, δεδομένου ότι από γεωλογική άποψη η υφαλοκρηπίδα αρχίζει από την ακτή (γραμμές βάσης).

Το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας διαφοροποιείται ανάλογα με το εάν το υφαλοπλαίσιο εκτείνεται σε απόσταση μικρότερη ή μεγαλύτερη των 200 ν.μ. Στην πρώτη περίπτωση η υφαλοκρηπίδα εκτείνεται σε όλη την έκταση της φυσικής προέκτασης του χερσαίου εδάφους κάτω από τη θάλασσα μέχρι την απόσταση των 200 ν.μ. από τις γραμμές βάσης. Η μέτρηση της απόστασης γίνεται στην επιφάνεια της θάλασσας. Συνεπώς, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά, σε κάθε περίπτωση, η υφαλοκρηπίδα ενός παράκτιου κράτους εκτείνεται μέχρι τα 200 ν.μ. από τις γραμμές βάσης, σε μία απόσταση, δηλαδή, η οποία συμπίπτει με το μέγιστο εύρος της ΑΟΖ. Ωστόσο, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, δεν αποτελεί όλος ο βυθός, μέχρι τα 200 ν.μ. υφαλοκρηπίδα. Υφαλοκρηπίδα αποτελεί μόνο το τμήμα εκείνο το οποίο αρχίζει από το εξωτερικό όριο των χωρικών υδάτων. Δηλαδή το εύρος της υφαλοκρηπίδας του παράκτιου κράτους θα είναι 200 ν.μ. μείον τα Χ ν.μ. των χωρικών υδάτων.Συνεπώς, θεωρητικά στην πρώτη περίπτωση και υπό τις παρούσες συνθήκες το εύρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας είναι 194 ν.μ.

Σ’ αυτό το σημείο ας συνοψίσουμε τις διαφορές μεταξύ υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Πρώτον, τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους επί της υφαλοκρηπίδας υφίστανται εξ υπαρχής και αυτοδικαίως, ενώ τα αντίστοιχα δικαιώματα στην ΑΟΖ αποκτώνται με ρητή διακήρυξη από το παράκτιο κράτος. Δεύτερον, το άρθρο 78(1) της Σύμβασης ΔΘ αποσυνδέει τυπικά την έννοια της υφαλοκρηπίδας από εκείνη της ΑΟΖ ορίζοντας ότι τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους επί της υφαλοκρηπίδας δεν θίγουν το νομικό καθεστώς των υπερκείμενων υδάτων (είτε πρόκειται για ανοικτή θάλασσα είτε για ΑΟΖ) και του εναερίου χώρου. Τρίτον, οι δύο ζώνες διαφέρουν σημαντικά ως προς την έκτασή τους. Στην περίπτωση της ΑΟΖ, τα 200 ν.μ. αποτελούν το ανώτατο δυνατό εξωτερικό όριο, ενώ στην υφαλοκρηπίδα το ελάχιστο εξωτερικό όριο. Στην περίπτωση όπου το υφαλοπλαίσιο έχει έκταση μεγαλύτερη των 200 ν.μ., τότε το μέγιστο δυνατό όριο για την υφαλοκρηπίδα είναι 350 ν.μ. από τις γραμμές βάσης ή 100 ν.μ. από το ισοβαθές των 2500 μέτρων (ισοβαθές αποκαλείται η οριζόντια γραμμή που ορίζει την επιφάνεια του βυθού σε δεδομένο βάθος).

Επί της υφαλοκρηπίδας λοιπόν, ένα παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα τα οποία έχουν τα εξής δύο χαρακτηριστικά:

α) Τα κυριαρχικά δικαιώματα είναι αποκλειστικά. Η «αποκλειστικότητα» των κυριαρχικών δικαιωμάτων επεξηγείται στο άρθρο 77(2) της Σύμβασης ΔΘ ως εξής: «… αν το παράκτιο κράτος δεν εξερευνά την υφαλοκρηπίδα ή δεν εκμεταλλεύεται τους φυσικούς της πόρους, κανείς δεν μπορεί να αναλάβει αυτές τις δραστηριότητες χωρίς τη ρητή συναίνεση του παράκτιου κράτους».

β) Τα κυριαρχικά δικαιώματα υπάρχουν εξ υπαρχής και αυτοδικαίως. «Εξ υπαρχής» σημαίνει ότι τα κυριαρχικά δικαιώματα υπάρχουν από τότε που υφίσταται η κυριαρχία επί του χερσαίου εδάφους. «Αυτοδικαίως» σημαίνει ότι ουδεμία πράξη του παράκτιου κράτους είναι απαραίτητη για την άσκηση των δικαιωμάτων, ούτε είναι απαραίτητη η άσκηση υλικών πράξεων για τη διατήρηση των δικαιωμάτων αυτών. Επομένως, η έννοια της εγκατάλειψης και η έννοια της αχρησίας δεν είναι νοητές σε σχέση με τα κυριαρχικά δικαιώματα.

Υπάρχουν όμως και περιορισμοί στην άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους επί της υφαλοκρηπίδας:

α) Τα κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας δεν θίγουν το νομικό καθεστώς των υπερκείμενων υδάτων και του εναερίου χώρου, σε αντίθεση με την κυριαρχία στα εσωτερικά ύδατα και τα χωρικά ύδατα η οποία εκτείνεται στις εν λόγω περιοχές.

β) Η άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα δεν πρέπει να παραβιάζει ή να παρενοχλεί αδικαιολόγητα τη ναυσιπλοΐα. Συνεπώς, είτε τα υπερκείμενα ύδατα ανήκουν στην ΑΟΖ είτε στην ανοικτή θάλασσα, είναι εξασφαλισμένη η ελευθερία της ναυσιπλοΐας.

Πάγια ελληνική θέση περί οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών αποτελεί η αρχή της ίσης απόστασης/μέσης γραμμής. Επί τούτου, το άρθρο 156(1) του Ν. 4001/2011 «Για τη λειτουργία Ενεργειακών Αγορών Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου, για Έρευνα, Παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς Υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις», αποτελεί ιδιαιτέρως θετική εξέλιξη δεδομένου ότι η τουρκική νομοθεσία θεσπίζει την αρχή της ευθυδικίας (αναφερόμαστε σ’ αυτήν σε επόμενη ενότητα) ως μέθοδο οριοθέτησης όλων των θαλασσίων ζωνών (χωρικών υδάτων, υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ).

https://www.dropbox.com/s/1bye9yiq09htiuw/4001-2011.pdf?dl=0

Σύμφωνα λοιπόν με το παραπάνω άρθρο:

«Ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης με γειτονικά κράτη των οποίων οι ακτές είναι παρακείμενες ή αντικείμενες με τις ελληνικές ακτές, το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (αφ’ής κηρυχθεί) είναι η μέση γραμμή, κάθε σημείο της οποίας απέχει ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσης (τόσο ηπειρωτικών όσο και νησιωτικών) από τις οποίες μετράται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης».

Με την ανωτέρω διάταξη καθιερώνεται η μέση γραμμή ως το εξωτερικό όριο της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και μελλοντικής ΑΟΖ, ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης με γειτονικά κράτη. Η ρύθμιση αυτή είναι σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή πρακτική όπου, αφενός, η μεγάλη πλειοψηφία των διμερών συμφωνιών οριοθέτησης υιοθετεί την αρχή της ίσης απόστασης/μέσης γραμμής ως μέθοδο οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, συμπεριλαμβανομένης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ και, αφετέρου, περισσότερο από το 1/3 των εθνικών νομοθεσιών καθιερώνει τη μέση γραμμή ως προσωρινό όριο της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, ελλείψει συμφωνίας ή εκκρεμούσης της οριοθέτησης με γειτονικά κράτη.

Η Ελλάδα έχει συνομολογήσει δύο συμφωνίες οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, με την Ιταλία και την Αλβανία αντιστοίχως:

α) Η συμφωνία με την Ιταλία υπεγράφη στις 24 Μαΐου 1977 και τέθηκε σε ισχύ στις 12 Νοεμβρίου 1980. Αποτελεί μια «κλασική» συμφωνία οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, η οποία εφαρμόζει ως μέθοδο οριοθέτησης την «αρχή της μέσης γραμμής» με ορισμένες «συμφωνηθείσες αμοιβαίες μικρές διαρρυθμίσεις». Η οριοθετική γραμμή καθορίζεται από 16 σημεία, το συνολικό μήκος της οποίας ανέρχεται στα 125 ν.μ.

β) Τριάντα δύο χρόνια μετά τη σύναψη της συμφωνίας με την Ιταλία, στις 27 Απριλίου 2009, η Ελλάδα και η Αλβανία υπέγραψαν τη «συμφωνία οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και των άλλων θαλασσίων ζωνών τις οποίες δικαιούνται βάσει του διεθνούς δικαίου». Η συμφωνία δεν έχει τεθεί ακόμα σε ισχύ, ενώ στις 15 Απριλίου 2010 το Αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, με ομόφωνη απόφασή του, έκρινε ότι είναι αντισυνταγματική. Η ελληνική πλευρά έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι σέβεται τη συμφωνία και τη συμφωνηθείσα οριοθετική γραμμή και ότι αναμένει από την αλβανική πλευρά την επίλυση του εσωτερικού αυτού προβλήματος που προέκυψε μετά την υπογραφή της συμφωνίας. Η ελληνο-αλβανική συμφωνία είναι μια σύγχρονη συμφωνία οριοθέτησης, η οποία οριοθετεί τόσο υφιστάμενες (χωρικά ύδατα, υφαλοκρηπίδα) όσο και μελλοντικές ζώνες δικαιοδοσίας (συνορεύουσα-αρχαιολογική ζώνη, ΑΟΖ, οικολογική ζώνη, ζώνη προστασίας της αλιείας), συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης των χωρικών υδάτων στο ανώτατο επιτρεπτό εύρος από το διεθνές δίκαιο (12 ν.μ.). Πρόκειται περί μιας αυστηρής χάραξης της μέσης γραμμής, όπως αποτυπώνεται στις γεωγραφικές συντεταγμένες των 150 σημείων της οριοθετικής γραμμής, το συνολικό μήκος της οποίας ανέρχεται στα 64.4 ν.μ.

Το Καθεστώς των Νήσων

Η Σύμβαση ΔΘ αφιερώνει στο νομικό καθεστώς των νήσων το Τμήμα VIII, το οποίο αποτελείται από μία μόνο διάταξη, το άρθρο 121 (Εικόνα Β).

https://www.un.org/Depts/los/convention_agreements/texts/unclos/closindx.htm


Σύμφωνα με το άρθρο 121(1): «Νήσος είναι μια φυσικά διαμορφωμένη περιοχή ξηράς που περιβρέχεται από ύδατα και βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια των υδάτων κατά τη μέγιστη πλημμυρίδα».

Σύμφωνα με το άρθρο 121(2), όλα τα νησιά, δικαιούνται χωρικών υδάτων, συνορεύουσας ζώνης, αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και υφαλοκρηπίδας. Οι ζώνες αυτές καθορίζονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις της Σύμβασης ΔΘ, όπως αυτές εφαρμόζονται στις ηπειρωτικές περιοχές. Μοναδική εξαίρεση, αποτελεί η παρ. 3 της ίδιας διάταξης, αναφορικά με την ειδική κατηγορία των βράχων, οι οποίοι δεν δικαιούνται υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.

Σύμφωνα με το άρθρο 121(3): «Οι βράχοι οι οποίοι δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή, δεν θα έχουν αποκλειστική οικονομική ζώνη ή υφαλοκρηπίδα». Η διάταξη αυτή δημιουργεί πολλά ερμηνευτικά προβλήματα, διότι, αφενός, δεν προσδιορίζει την έννοια του «βράχου» και, αφετέρου, δεν επεξηγεί τη φράση «δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή οικονομική ζωή».

Βράχος, υπό γεωγραφική έννοια, θεωρείται μία περιορισμένης έκτασης χερσαία μάζα (συνήθως αποκαλούμενη και ξέρα), η οποία μπορεί να βρίσκεται στη θάλασσα ή να αποτελεί τμήμα της ακτής. Ως προς το δίκαιο της θάλασσας και με δεδομένο ότι δεν υπάρχει συμβατικός ή εθιμικός ορισμός της έννοιας του βράχου, έχουν προταθεί διάφοροι ορισμοί με βάση το κριτήριο του μεγέθους. Πάντως, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι οι συντάκτες της Σύμβασης ΔΘ έλαβαν υπόψη τους οποιοδήποτε ορισμό. Κατά συνέπεια, ο προσδιορισμός μιας χερσαίας μάζας ως βράχου, θα πρέπει να γίνει με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας.

Στην παρούσα φάση εξέλιξης του Δικαίου της Θάλασσας, δεν είναι δυνατόν να συναχθούν ασφαλή κριτήρια για την εφαρμογή των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 121(3) της Σύμβασης ΔΘ ως προς την ανθρώπινη διαβίωση και την αυτοτελή οικονομική ζωή. Άλλωστε, είναι χαρακτηριστικό ότι στη διεθνή νομολογία παρατηρείται μία τάση αποφυγής ερμηνείας του άρθρου 121(3) της Σύμβασης ΔΘ.

Οι ρυθμίσεις του άρθρου 121 της Σύμβασης ΔΘέχουν ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, καθώς κατοχυρώνουν την πάγια ελληνική θέση ότι τα νησιά δικαιούνται υφαλοκρηπίδας και όλων των άλλων θαλασσίων ζωνών που αναγνωρίζει το διεθνές δίκαιο. Όλα τα ελληνικά νησιά, συμπεριλαμβανομένων των βράχων που πληρούν τους όρους του άρθρου 121(3) της Σύμβασης ΔΘ, έχουν πλήρη δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες, όπως ακριβώς και το ηπειρωτικό έδαφος. Η εξαίρεση του άρθρου 121(3) της Σύμβασης ΔΘ, παρά το γεγονός ότι αποκλείει ορισμένες βραχονησίδες από την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, ενισχύει τον κανόνα ότι τα νησιά έχουν κατ’ αρχήν πλήρη δικαιώματα. Πράγματι, όπου ο διεθνής νομοθέτης ήθελε να υποδείξει μια εξαίρεση από το καθεστώς των νήσων, προχώρησε σε ειδική διάταξη. Άλλες εξαιρέσεις, πέραν αυτών του άρθρου 121(3) δεν είναι αποδεκτές στο πλαίσιο της Σύμβασης ΔΘ, όπως για παράδειγμα ότι τα νησιά που βρίσκονται σε κλειστές και ημίκλειστες θάλασσες υπόκεινται σε ειδικό νομικό καθεστώς, όπως υποστηρίζεται από την Τουρκία ή ότι τα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου βρίσκονται επί της υφαλοκρηπίδας της Ανατολίας, όντας απλές εξάρσεις του βυθού.

Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα θα πρέπει να επιδιώξει τη συνεκτίμηση όλων των βράχων που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 121(3) της Σύμβασης ΔΘ, δηλαδή των βράχων που μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή έχουν δική τους οικονομική ζωή. Πάντως, λόγω της γεωγραφίας της περιοχής και της πληθώρας των νησιωτικών εδαφών, ο συνολικός αριθμός των οποίων ανέρχεται περίπου στις 10.000, οι θαλάσσιες ζώνες των βράχων συχνά υπερκαλύπτονται από τις θαλάσσιες ζώνες παρακείμενων μεγαλύτερων νησιών με αποτέλεσμα να περιορίζεται η σημασία τους σε θέματα οριοθέτησης.

Οριοθετήσεις Θαλασσίων Ζωνών

Κάθε παράκτιο κράτος καθορίζει με την εσωτερική του νομοθεσία τα όρια των θαλασσίων ζωνών που το περιβάλλουν μέχρι το ανώτατο όριο που επιτρέπει το διεθνές δίκαιο. Ο προσδιορισμός αυτός είναι αναγκαίος προκειμένου να εξειδικευθούν οι αρμοδιότητες του παράκτιου κράτους και να γίνουν γνωστά στα τρίτα κράτη τα γεωγραφικά όρια των σχετικών αρμοδιοτήτων, μέσα στο πλαίσιο που ορίζει το διεθνές δίκαιο. Ο καθορισμός των εξωτερικών ορίων δεν δημιουργεί κατά κανόνα προβλήματα, ιδίως όταν η γεωγραφική θέση συγκεκριμένου παράκτιου κράτους επιτρέπει την εξάντληση των ανώτατων ορίων μιας θαλάσσιας ζώνης χωρίς αλληλοεπικάλυψη με τις αντίστοιχες ζώνες γειτονικών κρατών. Στις περισσότερες, όμως, περιπτώσεις, η γεωγραφία της περιοχής δεν επιτρέπει την εξάντληση των ανώτατων ορίων που προβλέπονται από το διεθνές δίκαιο. Έτσι, ενώ ένα παράκτιο κράτος δικαιούται να έχει χωρικά ύδατα 12 ν.μ., τούτο δεν είναι δυνατό για τα τμήματα των ακτών του που βρίσκονται απέναντι στις ακτές άλλου κράτους και η μεταξύ τους θαλάσσια περιοχή δεν επαρκεί για να εξαντλήσουν αντιστοίχως το μέγιστο εύρος των χωρικών υδάτων. Το ίδιο συμβαίνει και για τις λοιπές θαλάσσιες ή υποθαλάσσιες ζώνες, όταν οι ακτές γειτονικών κρατών απέχουν μεταξύ τους αποστάσεις μικρότερες από το ανώτατο εύρος της θαλάσσιας ζώνης που δικαιούται το καθένα. Στις περιπτώσεις αυτές, είναι απαραίτητη η χάραξη οριοθετικής γραμμής που θα προσδιορίζει τις αντίστοιχες θαλάσσιες ζώνες.

Όσο αφορά τις πηγές του δικαίου των οριοθετήσεων, τα άρθρα 74(1) και 83(1) της Σύμβασης ΔΘ περί οριοθέτησης της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας αντιστοίχως, παραπέμπουν ευθέως στο διεθνές δίκαιο, το οποίο, έχει κυρίως διαμορφωθεί με τη νομολογία και την πρακτική των κρατών.Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η θέσπιση μιας ζώνης δικαιοδοσίας γίνεται με μονομερή πράξη από το παράκτιο κράτος και ισχύει έναντι των άλλων κρατών υπό τον όρο ότι τηρούνται οι εφαρμοστέοι κανόνες του διεθνούς δικαίου. Ειδική περίπτωση αποτελεί η υφαλοκρηπίδα, επί της οποίας, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους υφίστανται εξ υπαρχής και αυτοδικαίως, δεν απαιτείται, δηλαδή, ρητή διακήρυξη από το παράκτιο κράτος για την άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων. Σε περίπτωση που η γεωγραφία της περιοχής δεν επιτρέπει την πλήρη επέκταση του εύρους μιας θαλάσσιας ζώνης, τίθεται ζήτημα οριοθέτησης με γειτονικά κράτη, η οποία γίνεται κατ’ αρχήν με συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών. Εντούτοις, τα κράτη συχνά θεσπίζουν ως προσωρινό εξωτερικό όριο των θαλασσίων ζωνών τους τη μέση γραμμή, δηλαδή τη γραμμή κάθε σημείο της οποίας απέχει ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσης από τις οποίες μετράται το εύρος των χωρικών υδάτων καθενός από τα δύο κράτη.

Με την καθιέρωση του θεσμού της ΑΟΖ από τη Σύμβαση ΔΘκαι λόγω της στενής σχέσης της με την υφαλοκρηπίδα, ετέθη ζήτημα χάραξης «ενιαίου θαλασσίου ορίου», δηλαδή ενιαίας οριοθέτησης των δύο ζωνών. Κατά μία άποψη, «σύμφωνα με την νομολογία και τη διεθνή πρακτική η οριοθετική γραμμή της υφαλοκρηπίδας συμπίπτει πάντοτε με την οριοθετική γραμμή της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και αντιστρόφως», ενώ «εξυπακούεται ότι τα παράκτια κράτη που έχουν ήδη προβεί σε οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας τους, κατά την οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης θα πρέπει να εφαρμόζουν τις ίδιες αρχές και κανόνες ώστε να υπάρχει η ανωτέρω ταύτιση των οριοθετικών γραμμών».

Το ΔΔ αναγνωρίζει την ιδιαίτερη αξία της «ίσης απόστασης» ως μιας αντικειμενικής μεθόδου, η οποία παρέχει ασφάλεια στις οριοθετήσεις και τη μεθοδολογική της προτεραιότητα σε κάθε περίπτωση οριοθέτησης. Παράλληλα, η τακτική των κρατών, αδιαφορώντας για τις νομολογιακές τάσεις, έχει αναγάγει την ίση απόσταση σε πρωταρχικό κανόνα οριοθετήσεων. Σύμφωνα με το ΔΔ, όταν οι ακτές δύο κρατών είναι αντικείμενες, η εφαρμογή της αρχής της ίσης απόστασης εξασφαλίζει ένα εκ πρώτης όψεως δίκαιο αποτέλεσμα.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα να αναγνωρίζουν ανεπιφύλακτα τη μεθοδολογική προτεραιότητα της μέσης γραμμής, την οποία χαράσσουν προσωρινά ως πρώτο στάδιο της οριοθέτησης, σχεδόν απαρεγκλίτως.

Ωστόσο, ο τρόπος χάραξης της μέσης γραμμής διαφέρει ουσιωδώς ανά περίπτωση με αποτέλεσμα να υπεισέρχεται ένα στοιχείο αβεβαιότητας ακόμη και σε αυτή την κατ’ εξοχή αντικειμενική μέθοδο οριοθέτησης. Με άλλα λόγια, όπως συμβαίνει και με πολλούς άλλους όρους του δικαίου της θάλασσας, η νομική έννοια διαφέρει από την αντίστοιχη επιστημονική (στη συγκεκριμένη περίπτωση, γεωμετρική) έννοια.

Ήδη από το 1985, σε σύνολο 30 περιπτώσεων συμβατικής οριοθέτησης της ΑΟΖ, οι 29 είχαν υιοθετήσει οριοθετική γραμμή που συνέπιπτε με την οριοθετική γραμμή της υφαλοκρηπίδας. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στο γεγονός ότι στο πλαίσιο της Σύμβασης ΔΘ ουδεμία διαφοροποίηση υφίσταται μεταξύ των «ημίκλειστων θαλασσών» και των άλλων θαλάσσιων περιοχών ως προς τους κανόνες που διέπουν τη θέσπιση και την οριοθέτηση των ζωνών. Αυτό έχει μεγάλη σημασία διότι η Τουρκία κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της Τρίτης Συνδιάσκεψης, επιχείρησε να εκμεταλλευθεί την έννοια των «κλειστών και ημίκλειστων θαλασσών» υποστηρίζοντας ότι στις θάλασσες αυτές πρέπει να ακολουθούνται ειδικοί κανόνες ως προς την οριοθέτηση και τη θέσπιση των ζωνών δικαιοδοσίας βάσει πάντα της συγκατάθεσης των γειτονικών παράκτιων κρατών. Παρά το γεγονός ότι οι προτάσεις της δεν έγιναν αποδεκτές, η «υποχρέωση» συνεργασίας των παράκτιων κρατών στις κλειστές και ημίκλειστες θάλασσες αποτελεί σήμερα τον πυρήνα της τουρκικής επιχειρηματολογίας έναντι της Ελλάδας. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 123 (PART IX) της Σύμβασης ΔΘ, η «υποχρέωση» συνεργασίας εντοπίζεται σε τρεις συγκεκριμένους μόνο τομείς που είναι η αλιεία, η προστασία του θαλάσσιουπεριβάλλοντος και η θαλάσσια επιστημονική έρευνακαι δεν αφορά την άσκηση άλλων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (Εικόνα Γ).

Μια άλλη έννοια η οποία υπάγεται στο δίκαιο των οριοθετήσεων είναι αυτή της ευθυδικίας. Με την αρχή της ευθυδικίας, τα όρια των θαλασσίων ζωνών καθορίζονται
λαμβάνοντας υπόψη επιπλέον παράγοντες. Αυτή η προσέγγιση ξεκινά από το ό,τι η πραγματικότητα είναι πολύπλοκη: Υπάρχουν κράτη με τεράστια έκταση ή/και ακτογραμμή, κράτη σχεδόν χωρίς υφαλοκρηπίδα (από γεωλογική άποψη), νησιά (που επίσης έχουν υφαλοκρηπίδα), ιδιομορφίες στη διαμόρφωση του βυθού, ανομοιομορφία στο φυσικό πλούτο του υπεδάφους των θαλασσίων περιοχών, ιστορικά δικαιώματα, κ.ο.κ.

Η εννοιολογική καταγωγή του όρου ευθυδικία/επιείκεια εντοπίζεται στο αρχαίο ελληνικό δίκαιο και ιδιαίτερα στον Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι οι νόμοι τίθενται από τον νομοθέτη με μία γενικότητα, η οποία δεν επιτρέπει λογικά την πρόβλεψη εξαιρετικών περιπτώσεων. Συνεπώς, σε ορισμένες περιπτώσεις η εφαρμογή του δικαίου πρέπει να γίνεται με τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται ένα δίκαιο αποτέλεσμα. Δίκαιο αποτέλεσμα κατά τον Αριστοτέλη, είναι αυτό που θα επεδίωκε ο νομοθέτης εάν είχε υπόψη του την εξαιρετική περίπτωση.

Στη διεθνή νομολογία δεν προκύπτει με σαφήνεια ποια είναι ακριβώς η λειτουργία της ευθυδικίας στη διαδικασία των οριοθετήσεων, ποιες είναι οι «αρχές ευθυδικίας» ή τι σημαίνει «κριτήριο ευθυδικίας». Ούτε, άλλωστε, η νομική τους φύση είναι καταγεγραμμένη με ακρίβεια, εάν, δηλαδή, πρόκειται περί κανόνων δικαίου ή περί ερμηνευτικών μεθόδων ή άλλης μορφής στοιχείων του δικανικού συλλογισμού. Προκειμένου να σχολιάσει την κατάσταση αυτή ο δικαστής (και μετέπειτα πρόεδρος) του ΔΔS. Schwebel χαρακτήρισε την επιλογή αρχών ευθυδικίας από το Δικαστήριο τόσο μεταβλητή όσο ο καιρός στη Χάγη!

Σταδιακά, τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα αναγνώρισαν την αξία της αρχής της ίσης απόστασης ως μιας ασφαλούς και αντικειμενικής μεθόδου οριοθέτησης, η οποία υιοθετείται πλέον ανεπιφύλακτα ως αφετηρία της οριοθέτησης. Στο πλαίσιο αυτό, το κριτήριο ευθυδικίας διατηρείται μόνο ως προς την τελική λύση, όπως ακριβώς προβλέπεται και στη Σύμβαση ΔΘ. Κατ’ ουσία, δηλαδή, έχει αποκρυσταλλωθεί η μέθοδος οριοθέτησης στον κανόνα «ίση απόσταση/σχετικές περιστάσεις», όπου οι σχετικές περιστάσεις λειτουργούν ως εξαίρεση στην αρχή της ίσης απόστασης ή καλύτερα ως προσδιοριστικός παράγοντας της εφαρμογής της και της προσαρμογής της στις ειδικές συνθήκες της υπό οριοθέτηση περιοχής, έτσι ώστε να επιτευχθεί ένα δίκαιο αποτέλεσμα, στο πλαίσιο πάντα της ασφάλειας δικαίου και της εγκαθίδρυσης της δημόσιας τάξης στους ωκεανούς, όπως ορθά επεσήμανε το ΔΔ στην απόφασή του για την υπόθεση της εδαφικής διαφοράς και θαλάσσιας οριοθέτησης (Νικαράγουα-Κολομβία).

Η γενικότητα με την οποία είναι διατυπωμένα τα άρθρα 74 (οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ κρατών με αντικείμενες ή παρακείμενες ακτές, PARTV) και 83 (οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών με αντικείμενες ή παρακείμενες ακτές, PARTVΙ) της Σύμβασης ΔΘ,εκφράζεται και από το γεγονός ότι αυτά παραπέμπουν στο άρθρο 38 του Καταστατικού του ΔΔ ως προσδιοριστικού των κανόνων του διεθνούς δικαίου. Το εν λόγω άρθρο περιέχει δύο παραγράφους. Οι πηγές του διεθνούς δικαίου καταγράφονται στην παράγραφο 1. Η παράγραφος 2 αναφέρεται στη δυνατότητα των διαδίκων να συμφωνήσουν ότι το ΔΔ θα δικάσει exaequoetbono, διάταξη η οποίααναφέρεται στην δικαιοδοσία του διαιτητικού οργάνου να μην λαμβάνει υπόψη του τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, αλλά να εξετάζει μόνο αυτό που θεωρείανά περίπτωση δίκαιη λύση.

https://en.wikipedia.org/wiki/Ex_aequo_et_bono

Ενδεχομένως, οι συντάκτες της Σύμβασης ΔΘ, να παρέπεμψαν στο σύνολο του άρθρου 38 από αβλεψία.

Τα άρθρα 74(1) και 83(1) της Σύμβασης ΔΘ προβλέπουν ως τελικό αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων και της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου, την επίτευξη μιας «δίκαιης λύσης». Η σχετική διατύπωση φαίνεται κατ’ αρχήν κενή περιεχομένου. Πράγματι, εάν πρόκειται για κατευθυντήρια αρχή προς τα διαπραγματευόμενα κράτη, τίποτε δεν εμποδίζει δύο ή περισσότερα κράτη να επιλέξουν μία λύση, η οποία είναι ενδεχομένως ευνοϊκότερη για το ένα μέρος, αλλά γίνεται αποδεκτή στο πλαίσιο μιας συνολικότερης ρύθμισης ή λόγω των ιδιαίτερα στενών σχέσεων μεταξύ τους. Εάν πάλι πρόκειται για επιταγή προς τον διεθνή δικαστή, χωρίς τη συνεφαρμογή συγκεκριμένων και σαφών κριτηρίων, ουσιαστικά συμβάλλει στην έλλειψη ασφάλειας δικαίου και συνακόλουθα στη μείωση της αξιοπιστίας και του κύρους της διεθνούς δικαιοσύνης στον τομέα αυτό. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η συμφωνία οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας Ιταλίας-Τυνησίας (1971), η οποία αποδίδει μόνον θύλακα υφαλοκρηπίδας στα ιταλικά νησιά Pantelleria, Lampedusa, Linosaκαι Lampione, αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο ενός «ευρύτερου πακέτου» συμφωνιών μεταξύ των δύο μερών, συμπεριλαμβανομένης μιας αλιευτικής συμφωνίας.

Σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο των άρθρων 74(1) και 83(1) της Σύμβασης ΔΘ, η επίτευξη μιας «δίκαιης λύσης» υπογραμμίζει απλώς τον στόχο, το αποτέλεσμα στο οποίο πρέπει να καταλήξουν οι προσπάθειες οριοθέτησης, η οποία πρέπει να εναρμονίζεται με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να συνεκτιμώνται έξω-νομικοί παράγοντες και να παρακάμπτονται βασικοί κανόνες του διεθνούς δικαίου, όπως π.χ. ο κανόνας ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα. Έτσι, στην υπόθεση της Οριοθέτησης των Θαλασσίων Ζωνών των νησιών Saint-Pierreκαι Miquelon, το Διαιτητικό Δικαστήριο απέρριψε την πρόταση του Καναδά να αποδοθούν μόνον χωρικά ύδατα στα γαλλικά νησιά, θεωρώντάς την «μη δίκαιη λύση».

Πάντως, δεδομένων των διακυμάνσεων της νομολογίας και της αντίληψης των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων ότι κάθε υπόθεση αποτελεί και μία ξεχωριστή περίπτωση, δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί με βεβαιότητα το αποτέλεσμα της δικαστικής επίλυσης μιας διαφοράς οριοθέτησης, ιδίως στις περιπτώσεις όπου εμπλέκονται νησιά.

Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, σύμφωνα με το άρθρο 121 της Σύμβασης ΔΘ, αλλά και το εθιμικό δίκαιο, όλα τα νησιά, με την εξαίρεση ορισμένης κατηγορίας βράχων, διαθέτουν όλες τις θαλάσσιες ζώνες, όπως ακριβώς με τα ηπειρωτικά εδάφη. Συνεπώς, ζήτημα οριοθέτησης ειδικά για τα νησιά δεν έπρεπε να τίθεται.

Ωστόσο, οι περισσότερες από τις διαφορές οριοθετήσεων που κατέληξαν σε δικαιοδοτικό διακανονισμό ενέπλεκαν νησιά ή νησιωτικούς σχηματισμούς. Τα νησιά, άλλωστε, αποτελούσαν και τον βασικό πυρήνα της σχετικής διαφοράς. Μάλιστα, στη διεθνή νομολογία των οριοθετήσεων που διαμορφώθηκε από τη δεκαετία του ’70 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90, εμφανίστηκε η τάση να υπάρχει διακρίνουσα μεταχείριση των νησιών, να υπολογίζεται δηλαδή ότι τα νησιά έχουν, «μειωμένη επήρεια» και ενίοτε «μισή επήρεια» (halfeffect) στις οριοθετήσεις. Με άλλα λόγια, κάτω από διαφορετικές σε κάθε περίπτωση εκτιμήσεις, να μην αποδίδεται στα νησιά η πλήρης αναλογία τους στις υπό οριοθέτηση θαλάσσιες ζώνες.

Η θεωρία της μειωμένης επήρειας των νησιών στις οριοθετήσεις υποχώρησε στις αρχές του ’90 με τη διαιτητική απόφαση της 10ης Ιουνίου 1992 για την Οριοθέτηση των Θαλασσίων Ζωνών των νησιών Saint-Pierreκαι Miquelon, αλλά κυρίως με την απόφαση του ΔΔ της 14ης Ιουνίου 1993 για τη Θαλάσσια Οριοθέτηση στην Περιοχή μεταξύ Γροιλανδίας (Δανία) και JanMayen (Νορβηγία). Παρ’ όλα αυτά, λόγω των διακυμάνσεων της νομολογίας αλλά και της αντίληψης των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων ότι κάθε υπόθεση αποτελεί και μια ξεχωριστή περίπτωση, δεν είναι δυνατόν με βεβαιότητα να προβλεφθεί η επήρεια των νησιών στις οριοθετήσεις ιδιαίτερα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Είναι χαρακτηριστικό ότι έξι χρόνια αργότερα, στις 17 Δεκεμβρίου 1999, το Διαιτητικό Δικαστήριο στην υπόθεση της Θαλάσσιας Οριοθέτησης μεταξύ Ερυθραίας και Υεμένης εφάρμοσε στο μέτρο του εφικτού την «ηπειρωτική μέση γραμμή» αναγνωρίζοντας πλήρη επήρεια μόνο σε νησιά που βρίσκονταν πλησίον της ακτής.

Για τον λόγο αυτό και δεδομένου ότι ο όρος της «επήρειας» των νησιών στις οριοθετήσεις χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στη διεθνή νομολογία και βιβλιογραφία, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί η έννοια και η εφαρμογή του. Λόγω δε της ιδιαίτερης σημασίας του ζητήματος για την Ελλάδα, η σχετική διεθνής νομολογία αναλύεται εκτενώς.

Ο όρος «επήρεια» σημαίνει την επίδραση των νησιών στον συνυπολογισμό του μετώπου του παράκτιου κράτους στο οποίο ανήκουν στην προς οριοθέτηση περιοχή. Εξάλλου, οι όροι «πλήρης» ή «μειωμένη» ή «μισή»επήρεια προσδιορίζουν μία κατάσταση που έχει νόημα μόνο σε σχέση με δεδομένη μέθοδο οριοθέτησης. Έτσι, όταν γίνεται λόγος για «μισή επήρεια» πρόκειται, ακολουθώντας την επιλεγμένη γεωμετρική μέθοδο οριοθέτησης, για τη χάραξη κατ’ αρχάς μιας οριοθετικής γραμμής σύμφωνα με την πλήρη θαλάσσια ή υποθαλάσσια ζώνη που δικαιούται το συγκεκριμένο νησί. Στη συνέχεια, χαράσσεται μία δεύτερη γραμμή, ως εάν το συγκεκριμένο νησί να μη διέθετε θαλάσσιες ζώνες. Στο τέλος, χαράσσεται μια τρίτη γραμμή που αποτελεί τη συνισταμένη των άλλων δύο.

Σ’ όλες σχεδόν τις υποθέσεις οριοθέτησης που εμπλέκονται μεμονωμένα νησιά που βρίσκονται στη «λάθος πλευρά» της μέσης γραμμής, τίθενται ζητήματα μειωμένης επήρειας. Με τον όρο «λάθος πλευρά» εννοούμε ότι το νησί του κράτους Α βρίσκεται προς εκείνη την πλευρά που οριοθετείται από τη μέση γραμμή και είναι εγγύτερα στο κράτος Β.

Saint-PierreκαιMiquelon. Η διαιτητική απόφαση της 10ης Ιουνίου 1992 για την Οριοθέτηση των Θαλασσίων Ζωνών των νησιών Saint-Pierreκαι Miquelonαναθεώρησε τη θεωρία της μειωμένης επήρειας. Σύμφωνα με τα γεωγραφικά δεδομένα της υπόθεσης αυτής, τα νησιά Saint-Pierreκαι Miquelon (πρόκειται περί νησιωτικού συμπλέγματος δύο νησιών και ενός μικρού αριθμού παρακείμενων νησίδων), βρίσκονται πολύ κοντά στις ακτές του Καναδά, χωρίς οποιαδήποτεγεωγραφική συνάφεια με το γαλλικό έδαφος (Εικόνα 3). Ο Καναδάς υποστήριξε ότι τα νησιά αυτά δεν διαθέτουν δική τους υφαλοκρηπίδα, επειδή, από γεωλογικήάποψη, επικάθονται στην υφαλοκρηπίδα του Καναδά. Το Διαιτητικό Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, κρίνοντας ότι στην περιοχή εκείνη η υφαλοκρηπίδα αποτελεί μία τεράστια συνεχή υποθαλάσσια έκταση και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καναδική ή άλλου κράτους, χωρίς οριοθέτηση (σελ. 1164, παρ. 46).Τέλος, απέρριψε την αντίληψη περί μειωμένης επήρειας και αναγνώρισε κατ’ αρχήν στα νησιά θαλάσσιες και υποθαλάσσιες ζώνες 200 ν.μ. Ειδικότερα, το Διαιτητικό Δικαστήριο απέδωσε στα νησιά προς τα δυτικά «θύλακα» υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ εύρους 24 ν.μ., ενώ προς τον νότο «διάδρομο» υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ πλάτους 10.5 ν.μ. και μήκους 200 ν.μ., αντιστοίχως. Το πλάτος του εν λόγω διαδρόμου προσδιορίστηκε από τους δύο μεσημβρινούς που διέρχονται από το ανατολικότερο σημείο της νήσου St. Pierreκαι το δυτικότερο σημείο της νήσου Miquelonαντιστοίχως (σελ. 1170-1171, παρ. 69,71,74).

https://www.dropbox.com/s/ib4lqds2k979ol3/Delimitation_of_maritime_areas_between_Canada_and_France-St.Pierre_and_Miquelon.pdf?dl=0


Η εν λόγω υπόθεση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα, δεδομένου ότι αποτελεί γεωγραφικά την πλέον συναφή περίπτωση με το νησιωτικό σύμπλεγμα

του Καστελλόριζου, με μια όμως σημαντική διαφορά: Σε αντίθεση με τα συγκεκριμένα νησιά που απέχουν 2000 ν.μ. από τη Γαλλία, το νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελλόριζου και πιο συγκεκριμένα η νησίδα Ρω απέχει μόλις 62 ν.μ. από το εγγύτερο νησί της Ρόδου του νησιωτικού συμπλέγματος της Δωδεκανήσου στο οποίο γεωγραφικά και διοικητικά ανήκει. Συνεπώς, δεν πρόκειται περί ενός απομονωμένου νησιωτικού συμπλέγματος, όπως στην περίπτωση των νησιών St. Pierre και Miquelon.

JanMayen. Αντιστοίχως, στην απόφαση του της 14ης Ιουνίου 1993 (Εικόνα 4) για τη Θαλάσσια Οριοθέτηση στην Περιοχή μεταξύ Γροιλανδίας (Δανία) και JanMayen (Νορβηγία), το ΔΔ δέχθηκε ότι το να δοθεί μειωμένη επήρεια στο συγκεκριμένο νησί με αντίστοιχη πλήρη επήρεια στην απέναντι ακτή της Γροιλανδίας θα ήταν αντίθετο όχι μόνο με το εθιμικό δίκαιο που αναγνωρίζει θαλάσσιες ζώνες στα νησιά μέχρι 200 μίλια από τις γραμμές βάσης, αλλά και αντίθετο στις απαιτήσεις της ευθυδικίας (σελ. 69, παρ. 70).

https://www.dropbox.com/s/yfpmwftu8lrdm7q/Case_concerning_maritime_delimitation_in_the_area_between_greenland_and_Jan_Mayen.pdf?dl=0

St. Martin.Στις 14 Μαρτίου 2012, εξεδόθη η πρώτη απόφαση του ΔΔΔΘ σε θέματα οριοθέτησης (Οριοθέτηση του Θαλασσίου Συνόρου μεταξύ του Μπανγκλαντές και της Μυανμάρ στον κόλπο της Βεγγάλης). Η γεωγραφία της περιοχής χαρακτηρίζεται από την καμπυλότητα της ακτογραμμής και την παρουσία του νησιού St. Martin του Μπανγκλαντές (κόκκινος κύκλος στην εικόνα 5), πλησίον του σημείου (εντός του ποταμού Naaf) στο οποίο καταλήγει η συνοριακή γραμμή των δύο κρατών στη θάλασσα, σε απόσταση 4,547 ν.μ. από τις ακτές του Μπανγκλαντές και 4,492 ν.μ. από τις ακτές της Μυανμάρ. Σημειώνεται ότι η έκταση του νησιού είναι 8 τ.χλμ, ενώ ο πληθυσμός του ανέρχεται στις 7.000. Η γεωγραφική θέση του νησιού St. Martinέχει ως συνέπεια τη μετατροπή των ακτών των δύο κρατών από παρακείμενες σε αντικείμενες.

Στη συγκεκριμένη υπόθεση, η οποία αποτελεί και το πρώτο δείγμα γραφής του ΔΔΔΘ σε θέματα θαλάσσιας οριοθέτησης, η απόφαση δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική όχι τόσο ως προς το αποτέλεσμα και την επιλεγείσα οριοθετική γραμμή (άλλωστε τα δύο κράτη έχουν πλήρως αποδεχτεί την απόφαση μη αμφισβητώντας την έκτοτε),αλλά κυρίως ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των συναφών διατάξεων του διεθνούς δικαίου και ειδικότερα της Σύμβασης ΔΘ. Η απόφαση βασίστηκε σχεδόν μηχανικά στην απόφαση του ΔΔ για τη Θαλάσσια Οριοθέτηση στη Μαύρη Θάλασσα, χωρίς εμπεριστατωμένη ανάλυση της νομολογίας και της διεθνούς πρακτικής, δημιουργώντας μάλιστα σύγχυση ως προς τη μεταχείριση των νήσων κατά την οριοθέτηση. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ανεπιφύλακτα πλήρη δικαιώματα και πλήρη επήρεια στα νησιά στο πλαίσιο της οριοθέτησης των χωρικών υδάτων, ενώ τα εξαίρεσε εκ των προτέρων κατά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, μη συνυπολογίζοντάς τα κατά την προσωρινή χάραξη της μέσης γραμμής. Κατ’ ουσία, δηλαδή, αναιρέθηκε το γενικό δικαίωμα των νήσων σε θαλάσσιες ζώνες, οι οποίες σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 121(2) της Σύμβασης ΔΘ, αλλά και το εθιμικό δίκαιο, καθορίζονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις της Σύμβασης ΔΘ, όπως αυτές εφαρμόζονται στα ηπειρωτικά εδάφη.

Μάλιστα, το ΔΔΔΘ υποβάθμισε περαιτέρω το δικαίωμα αυτό επισημαίνοντας επανειλημμένως ότι δεν υπάρχει γενικός κανόνας ως προς την επήρεια των νήσων στις οριοθετήσεις και ότι κάθε περίπτωση είναι μοναδική και απαιτεί ειδική μεταχείριση (σελ. 96, παρ. 317), περιορίζοντας ακόμη περισσότερο τον βαθμό προβλεψιμότητας και την ασφάλεια δικαίου.

https://www.dropbox.com/s/bdbrrls0nnctyhj/Bangladesh_and_Myanmar_in_the_bay_of_Bengal.pdf?dl=0

Με την εν λόγω οριοθέτηση διαφώνησε ο κινέζος Δικαστής ZhiguoGao, ο οποίος χαρακτήρισε την απόφαση του δικαστηρίου να δοθεί πλήρη επήρεια στο νησί όσο αφορά τα χωρικά ύδατα αλλά να το εξαιρέσεικατά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, ως «λάθος και απαράδεκτη» (σελ. 33, παρ. 81).

https://www.dropbox.com/s/35gi0qj87ytver4/Separate_opinion_of_judge_Gao.pdf?dl=0

Ο Gao υποστήριξε ότι το αποτέλεσμα ήταν άδικο για το Μπαγκλαντές και ότι στο νησί έπρεπε να είχε δοθεί μισή επήρειακατά την οριοθέτηση των μεγαλύτερων θαλάσσιων συνόρων. Στην απόφασή του, έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο βαθμό οικονομικής ανάπτυξης του νησιού, στο μέγεθος του πληθυσμού του και στην εγγύτητά του με την ηπειρωτική χώρα.

Είναι δε χαρακτηριστική η αντίδραση των περισσοτέρων κρατών στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων για την υιοθέτηση της ετήσιας Απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας τον Νοέμβριο του 2012, τα οποία, επισημαίνοντας τον έντονο προβληματισμό τους, δεν απεδέχθησαν ούτε απλή μνεία της απόφασης του ΔΔΔΘ.

Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι η εν λόγω υπόθεση σχετιζόταν με την επήρεια μεμονωμένου νησιού στο πλαίσιο της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ κρατών με παρακείμενες ακτές, σε αντίθεση με τον ελλαδικό θαλάσσιο χώρο όπου τα ελληνικά νησιά αποτελούν σχεδόν το 1/3 της ελληνικής επικράτειας και η οριοθέτηση με τα γειτονικά κράτη ενέχει κατά κύριο λόγο αντικείμενες ακτές. Συνεπώς, οι συνθήκες και οι πραγματικές περιστάσεις, παράγοντες στους οποίους απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα το ΔΔΔΘ ως προς το ζήτημα της επήρειας των νήσων στις οριοθετήσεις, διαφέρουν σημαντικά.

Μνημόνιο Κατανόησης Τουρκίας-Λιβύης

Οι τουρκικές διεκδικήσεις επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας με κορύφωση την υπογραφή του μνημονίου κατανόησης (MemorandumofUnderstanding, MoU) μεταξύ Τουρκίας-Λιβύης τον Νοέμβριο του 2019 δεν αποτελεί τωρινή υπόθεση. Ιδίως μετά το 2008 οι τουρκικές διεκδικήσεις διευρύνονται καταλαμβάνοντας ένα μεγάλο τμήμα της υφαλοκρηπίδας της Ανατολικής Μεσογείου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δημοσίευση σε τουρκικό ΦΕΚ στις 27 Απριλίου 2012, των αποφάσεων 2012/2974 και 2012/2968 του υπουργικού συμβουλίου, βάσει των οποίων παραχωρούνται στην τουρκική κρατική εταιρία πετρελαίων (TPAO), άδειες έρευνας, εξερεύνησης και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο.Τέσσερις από τις εν λόγω περιοχές («blocks 5033, 5034, 5035 και 5038»)εμπίπτουν εν όλω ή εν μέρει εντός ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Εάν ληφθούν υπόψη και οι περιοχές που είχαν παραχωρηθεί στην TPAO το 2008 (απόφαση 2008/14004, η οποία δημοσιεύθηκε σε τουρκικό ΦΕΚ στις 16 Ιουλίου 2009) και ειδικότερα το «block 4512», η Τουρκία διεκδικεί έμπρακτα το σύνολο σχεδόν της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το «block 5033» σχεδόν εφάπτεται στο ισχύον όριο των χωρικών υδάτων των 6 ν.μ. του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελλόριζου και ειδικότερα της νησίδας Ρω, ενώ απέχει από τη Ρόδο μόνο 11.22 ν.μ.

Η υφαλοκρηπίδα του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελλόριζου έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, διότι καλύπτει μια ευρεία περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, διασφαλίζοντας κοινά θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο, τα οποία, σε μελλοντική θέσπιση ΑΟΖ από την Ελλάδα, θα καλύπτουν σχεδόν όλες τις χρήσεις της θάλασσας. Ως εκ τούτου, δεν προκαλεί και τόσο εντύπωση το πρόσφατο παράνομο μνημόνιο κατανόησης μεταξύ Τουρκίας-Λιβύης το οποίο μπορείτε να κατεβάσετε από εδώ:

https://www.dropbox.com/s/u9cl15ctivrc7p7/Libya_Turkey_MOU.pdf?dl=0

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε σχετικά πρόσφατες τουρκικές μελέτες, τα όρια της τουρκικής υφαλοκρηπίδας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου εκτείνονται ανατολικά του εξωτερικού ορίου των χωρικών υδάτων της Ρόδου, της Καρπάθου και της Κάσου μέχρι τα χωρικά ύδατα της Κύπρου, δεν αναγνωρίζουν, δηλαδή, ουδεμία επήρεια στη Ρόδο, στην Κάρπαθο,στην Κάσο και στο νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελλόριζου, αποκόπτοντας παντελώς τα ελληνικά νησιά από την Ανατολή Μεσόγειο (εικόνα 6).Η οριοθετική γραμμή υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ F-Eμήκους 18.6 ν.μ. που φαίνεται στη εικόνα 6 ταυτίζεται με το ευθύγραμμο τμήμα Α-Β του χάρτη του μνημονίου κατανόησης ο οποίος φαίνεται στην εικόνα 7 και προέκυψε βάσει της αρχής της ίσης απόστασης. Οι συντεταγμένες στο σύστημα συντεταγμένωνWGS-84 των 36 σημείων βάσης τωντουρκολιβυκώνακτώντα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό της γραμμής ίσης απόστασης φαίνονται στη σελίδα 5 του μνημονίου.

Επιπρόσθετα, η Τουρκία έχει αντιδράσει έντονα στη δημοσίευση χαρτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, στους οποίους απεικονίζονται τα υποθετικά όρια ΑΟΖ στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο, βάσει της αρχής της ίσης απόστασης αναγνωρίζοντας παράλληλα πλήρη επήρεια στα ελληνικά

νησιά. Αντίστοιχοι χάρτες εμφανίζονται σε πολλές βάσεις δεδομένων διεθνώς αναγνωρισμένων ερευνητικών κέντρων στο διαδίκτυο, με μικρές αποκλίσεις μεταξύ

τους, δεδομένου ότι η αρχή της ίσης απόστασης αποτελεί μια γεωμετρική μέθοδο, η εφαρμογή της οποίας στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο καταλήγει σχεδόν πάντα στο ίδιοαποτέλεσμα. Ο χάρτης που απεικονίζεται στην εικόνα 8 προέρχεται από το βελγικό ινστιτούτο θαλάσσιας έρευνας VLIZ (https://www.marineregions.org/).

Όπως φαίνεται στον χάρτη, όλο το ανατολικό όριο της ελληνικής υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο επηρεάζεται από τη νήσο Στρογγύλη. Όσο αφορά το τουρκικό τρίγωνο μεταξύ της Ρόδου και του Καστελλόριζου, η μεν ανατολική πλευρά του επηρεάζεται από τη νησίδα Ρω του συμπλέγματος του Καστελλόριζου, ενώ η δυτική του πλευρά από τη νήσο Ρόδο και την παρακείμενη νησίδα Παξιμάδα ανοικτά του παραθαλάσσιου οικισμού των Πεύκων.

Τα σημεία που πρέπει να μας εντυπωθούν

1. Η «υποχρέωση» συνεργασίας των παράκτιων κρατών σε κλειστές και ημίκλειστες θάλασσες περιορίζεται μόνο σε θέματα διαχείρισης και εκμετάλλευσης των ζώντων πόρων, προστασίας του περιβάλλοντος και θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας και δεν αφορά την άσκηση άλλων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

2.H Ελλάδα, όπως και κάθε χώρα, δικαιούται να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα μέχρι το ανώτατο επιτρεπτό όριο των 12 ν.μ. που καθορίζεται τόσο από το εθιμικό δίκαιο όσο και από το άρθρο 3 της Σύμβασης ΔΘ. Η επέκταση, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, μπορεί να γίνει με μονομερή γνωστοποιητέα εσωτερική πράξη και να καλύπτει όλες τις θαλάσσιες περιοχές της χώρας. Σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., υπολογίζεται ότι το 71.2% περίπου του Αιγαίου θα περιέλθει υπό ελληνική κυριαρχία.

3.Τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους επί της υφαλοκρηπίδας υφίστανται εξ υπαρχής και αυτοδικαίως. Αν το παράκτιο κράτος δεν εξερευνά την υφαλοκρηπίδα ή δεν εκμεταλλεύεται τους φυσικούς της πόρους, κανείς δεν μπορεί να αναλάβει αυτές τις δραστηριότητες χωρίς τη ρητή συναίνεσή του. Επομένως, η έννοια της εγκατάλειψης και η έννοια της αχρησίας δεν είναι νοητές σε σχέση με τα κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας.

4.Η κήρυξη ΑΟΖ δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου ορυκτού πλούτου της χώρας.

5. Για την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων για την έρευνα και εκμετάλλευση των πόρων της ΑΟΖ, ζώντων και μη, των υπερκείμενων υδάτων, καθώς καιγια την εξερεύνηση και οικονομική εκμετάλλευση των ρευμάτων και των υπερκείμενων της θάλασσας ανέμων, προϋπόθεση αποτελεί ηκήρυξη ΑΟΖ.

6.Τα κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους επί της υφαλοκρηπίδας δεν θίγουν το νομικό καθεστώς των υπερκείμενων υδάτων (είτε πρόκειται για ανοικτή θάλασσα είτε για ΑΟΖ) και του εναερίου χώρου.

7. Οι δύο ζώνες, υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, διαφέρουν σημαντικά ως προς την έκτασή τους. Στην περίπτωση της ΑΟΖ, τα 200 ν.μ. αποτελούν το μέγιστοδυνατό εξωτερικό όριο, ενώ στην περίπτωση της υφαλοκρηπίδας το ελάχιστο εξωτερικό όριο. Το μέγιστο δυνατό όριο για την υφαλοκρηπίδα είναι τα 350 ν.μ. από τις γραμμές βάσης ή τα 100 ν.μ. από το ισοβαθές των 2500 μέτρων.

8. Σύμφωνα με το συμβατικό αλλά και το εθιμικό δίκαιο, όλοι οι νησιωτικοί σχηματισμοί (νησιά, νησίδες, βραχονησίδες, βράχοι),σε ανοικτές, κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες,με εξαίρεση ορισμένης κατηγορίας βράχων, διαθέτουν όλες τις θαλάσσιες ζώνες, όπως ακριβώς με τα ηπειρωτικά εδάφη.

9.Όταν μιλάμε για οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών των ελληνικών νησιών, θα πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα με αδιάκοπη συνέχεια ηπειρωτικού-νησιωτικού εδάφους όπου τα ελληνικά νησιά αποτελούν σχεδόν το 1/3 της ελληνικής επικράτειας.

10. Στα πλαίσια της αβλαβούς διέλευσης, πλοία τρίτων χωρών έχουν το δικαίωμα να διέρχονται μέσα από τα χωρικά ύδατα ενός παράκτιου κράτους χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του, φτάνει τα αλλοδαπά πλοία να μην προβαίνουν σε ενέργειες που στρέφονται κατά της ειρήνης, της ασφάλειας και της δημόσιας τάξης του παράκτιου κράτους. Ειδικά για τα αλλοδαπά πολεμικά πλοία, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους προς τις νομοθετικές ρυθμίσεις του παράκτιου κράτους αναφορικά με τη διέλευση από τα χωρικά ύδατα, το παράκτιο κράτος απαιτεί από αυτά να εγκαταλείψουν αμέσως τα χωρικά του ύδατα.

Πηγές

[1] Δίκαιο της Θάλασσας. Κρατερός Ιωάννου και Αναστασία Στρατή, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 4ηεκδ., 2013.

[2]https://www.kathimerini.gr/992139/article/epikairothta/politikh/aigialitida-zwnh-osa-prepei-na-gnwrizoyme?fbclid=IwAR35TP-yv95hkgeRWIoIpK_ksJBhTCxxmdNpxMU6BG5y5Dsz3a4GkvyO6VI

[3]https://www.kathimerini.gr/445226/article/epikairothta/politikh/yfalokrhpida-kai-aoz-my8oi-kai-pragmatikothta

[4]https://energypress.gr/news/andreas-iakovidis-i-synthiki-gia-dikaio-tis-thalassas-i-aoz-kai-oi-rimatikes-diakoinoseis

[5]https://www.un.org/Depts/los/reference_files/chronological_lists_of_ratifications.htm

[6]https://www.un.org/Depts/los/convention_agreements/texts/unclos/closindx.htm

[7]https://en.wikipedia.org/wiki/Ex_aequo_et_bono

[8]https://www.tovima.gr/2019/09/07/opinions/oi-diapragmateyseis-me-ta-tirana-kai-oi-prokliseis-gia-tis-thalassies-zones/

[9]https://iopscience.iop.org/article/10.1088/1755-1315/95/3/032011/pdf

[10]https://en.wikipedia.org/wiki/List_of_International_Court_of_Justice_cases

[11]https://legal.un.org/riaa/

[12]https://amti.csis.org/the-bangladeshmyanmar-maritime-dispute-lessons-for-peaceful-resolution/

[13]https://en.wikipedia.org/wiki/United_Nations_Convention_on_the_Law_of_the_Sea

[14]https://www.itlos.org/the-tribunal/

[15] https://www.marineregions.org/

[16] https://www.skai.gr/news/greece/ayto-einai-to-mnimonio-tourkias-livyis-to-keimeno-kai-oi-xartes

Διαβάστε ακόμη

Ηλίας Καραβόλιας: Το συμβάν που έγινε σημείο

Αργύρης Αργυριάδης: Απορίες για μία φαραωνική μεταρρύθμιση στον χώρο της Δικαιοσύνης

Ηλίας Καραβόλιας: Οι νέοι μεγάλοι πόλεμοι

Κυριάκος Μιχ. Χονδρός: 109 χρόνια από ένα μεγάλο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και του πολιτισμού

Χρήστος Γιαννούτσος: Ψηφίζουμε στις Ευρωεκλογές επειδή δεν υπάρχει Planet B

Πάνος Δρακόπουλος: «Καρέ της ζωής - Καρέ της μη ζωής και το ανάμεσό τους»

Ιωάννης Βολανάκης: Χαμαικέρασος η λεπτή (Fragaria vesca),κοινώς φράουλα

Φίλιππος Ζάχαρης: Εισβολή στην Ουκρανία: Η δοκιμασμένη σοβιετική προπαγάνδα ως «καταστροφική επιρροή στα μυαλά των ανθρώπων»