Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά της Ελλάδας - Οπουντία η ινδική συκή (Opuntia ficus-indica)

Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά της Ελλάδας - Οπουντία η ινδική συκή (Opuntia ficus-indica)

Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά της Ελλάδας - Οπουντία η ινδική συκή (Opuntia ficus-indica)

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1267 ΦΟΡΕΣ

Κοινώς φραγκοσυκιά, φαραωσυκιά

Γράφει o Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης
Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων

Η Οπουντία η ινδική συκή (Οpuntia ficus-indica) είναι είδος δικοτυλήδονου φυτού, το οποίον ανήκει στο γένος Οπουντία (Opuntia), της οικογένειας Κακτίδες (Cactaceae).

To γένος έλαβε το όνομά του από την αρχαία ελληνική πόλη «Οπούς, η», στην οποία, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Θεόφραστος ο Ερέσιος, εφύετο ένα εδώδιμο φυτό, το οποίο μπορούσε να πολλαπλασιασθεί με ριζοβολία των φύλλων του.

Το γένος Οπουντία περιλαμβάνει περί τα τριακόσια (300) είδη, από τα οποία πολύ κοινό στην χώρα μας είναι η Οπουντία η ινδική συκή (Opuntia ficus-indica), κοινώς φραγκοσυκιά, παυλοσυκιά (Κέρκυρα), μπαρμπαροσυκιά (Κεφαλληνία), παπουτσοσυκιά ή κλαπιτσοσυκιά ή καπλοσυκιά (Κρήτη – Κύπρος), φαραωσυκιά κ.λπ.

Όλα τα είδη του γένους Οπουντία είναι αμερικανικής καταγωγής και έλκουν την προέλευσή των από τον Καναδά έως το νότιο άκρο της Νοτίου Αμερικής. Από εκεί διεδόθησαν σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Πολλά από αυτά καλλιεργούνται και έχουν εγκλιματισθεί σε όλες σχεδόν τις χώρες, εκεί που οι οικολογικές συνθήκες επιτρέπουν την ανάπτυξη αυτών.

Η φραγκοσυκιά στη χώρα μας είναι ημιαυτοφυής και απαντά σε βραχώδεις ή ξηρές θέσεις ή καλλιεργείται κυρίως για τη δημιουργία φρακτών και ενίοτε για τους καρπούς της, τα φραγκόσυκα. Αναπτύσσεται και ανθίζει σε όλη την Ελλάδα.

Ο καρπός της όμως αποκτά τον κατάλληλο βαθμό ωρίμανσης μόνον σε ορισμένες περιοχές, όπως είναι μεταξύ άλλων και οι εξής: τα Επτάνησα, η Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, η νότιος Πελοπόννησος κ.λπ.

Η φραγκοσυκιά είναι κάκτος με βλαστό όρθιο, δενδρόμορφο, ύψους έως πέντε (5) μέτρων και κορμό αποξυλωμένο. Τα φύλλα αυτής είναι πολύ μικρά, δυσδιάκριτα, εύπτωτα και έχουν την μορφή πολύ μικρών ακανθών.

Το φωτοσυνθετικό τμήμα του φυτού αποτελείται από άρθρα πεπλατυσμένα φυλλοειδώς, που ονομάζονται φυλλοκλάδια. Αυτά ομοιάζουν με σαρκώδη φύλλα, αλλά είναι στην πραγματικότητα βλαστοί, οι οποίοι έχουν πλατυνθεί.

Τα φυλλοκλάδια είναι ελλειψοειδή, προμήκη ή τριγωνικά (έχουν μήκος 0,20 – 0,50 μ. και πλάτος 0,10-0,20 μ.) και καλύπτονται με πολλές σκληρές, κίτρινες τρίχες, σαν αγκάθια (γλωχίδες) ή και 1-2 σκληρά, μακριά αγκάθια.

Τα άνθη του φυτού είναι μεγάλα, χρώματος ανοικτού κιτρίνου και κείνται συνήθως στην κορυφή των φυλλοκλαδίων. Ο καρπός είναι ράγα ωοειδής, με πλατιά κορυφή, σαρκώδης, κίτρινος ή κοκκινωπός, εδώδιμος και περιέχει πολλά μικρά, σκληρά σπέρματα. Έχει γλυκιά σάρκα, πορτοκαλόχρωμη ή κοκκινωπή.

Ο καρπός ωριμάζει από τα τέλη του μηνός Ιουλίου έως τις αρχές Σεπτεμβρίου. Καταναλώνεται νωπός, αφού προηγουμένως αποφλοιωθεί. Έχει γεύση ευχάριστη, γλυκιά και δροσιστική.

Επίσης τα φραγκόσυκα, αφού αποφλοιωθούν, μπορούν να αποξηρανθούν στον ήλιο και να καταναλωθούν, όπως τα ξηρά σύκα, κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Κάτοικοι ορισμένων νησιών της Δωδεκανήσου (π.χ. Κάλυμνος) διηγήθησαν στον γράφοντα, ότι κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1940-1944) και λίγο μετά, όταν τα τρόφιμα εσπάνιζαν ή έλειπαν τελείως, διά της καταναλώσεως μεταξύ άλλων και φραγκόσυκων, φρέσκων ή αποξηραμένων, κατόρθωσαν να επιζήσουν.

Από τους ώριμους καρπούς της φραγκοσυκιάς, τα γνωστά φραγκόσυκα, παρασκευάζεται πολύ εύγεστη μαρμελάδα. Τα φραγκόσυκα αφού ωριμάσουν αποφλοιώνονται, βράζονται, σουρώνονται, ώστε να απομακρυνθούν τα κουκούτσια και ο απομένων πολτός αναμειγνύεται με ζάχαρη, βράζεται και πάλι μέχρι να δέσει και παράγεται μαρμελάδα με το χρώμα και την υφή του μελιού.

Στη νήσο Μάλτα το είδος της μαρμελάδας αυτής παράγεται σε μεγάλες ποσότητες, τοποθετείται σε μικρού μεγέθους γυάλινα βάζα και θεωρείται τοπικό προϊόν, το οποίο διατίθεται προς πώληση στους εντοπίους και στους ξένους, που επισκέπτονται το νησί αυτό.

Η φραγκοσυκιά ευδοκιμεί σε θερμούς και ηλιόλουστους τόπους, χωρίς ιδιαίτερη προτίμηση στο έδαφος, αρκεί αυτό να είναι υγρό και να στραγγίζει καλά.
Η φραγκοσυκιά πολλαπλασιάζεται εύκολα με σπέρματα, κυρίως όμως με μοσχεύματα, δηλαδή κομμάτια φυλλοκλαδίων, που αφήνονται μερικές ημέρες στο ύπαιθρο για να μαραθεί η τομή και διά του τρόπου αυτού αποφεύγεται η σήψη.

Το φυτό αυτό εγκλιματίζεται εύκολα σε τόπους που έχουν ίδιες ή παραπλήσιες κλιματολογικές και εδαφολογικές συνθήκες με τον τόπο της καταγωγής της. Εκεί εγκαθίσταται μόνιμα, εκτοπίζοντας την εγχώρια βλάστηση. Σε ορισμένες περιπτώσεις η φραγκοσυκιά αποβαίνει ένα πολύ ενοχλητικό ζιζάνιο.

Στην Ελλάδα έχει εγκλιματισθεί και απαντά σε ορεινές, πετρώδεις, ξηρές και άγονες περιοχές και το είδος Οπουντία η κοινή (Opuntia vulgaris).

Πολλά από τα είδη του γένους Οπουντία καλλιεργούνται ως διακοσμητικά φυτά, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και τα εξής:
1) Οπουντία η μικροδασεία (Opuntia microdasys)
2) Οπουντία η άρκτιος (Opuntia ursina)
3) Οπουντία η λευκότριχος (Opuntia leucotricha) κ. ά.

Στην Ελλάδα μέχρι και πριν από λίγα χρόνια η φραγκοσυκιά δεν εκαλλιεργείτο για οπωροπαραγωγή, όπως συνέβαινε με άλλες χώρες της Μεσογείου (Νότιος Ιταλία, Σικελία, Μάλτα, Ισπανία, Αλγερία και Τυνησία) και άλλες τροπικές χώρες, αλλά εχρησίμευε κυρίως για τη δημιουργία φρακτών, για προστασία κήπων, αγρών κ.λπ.

Τελευταία η φραγκοσυκιά άρχισε να καλλιεργείται και στην Ελλάδα για οπωροπαραγωγή και μάλιστα η καλλιέργεια αυτής επιδοτείται από την πλευρά του κράτους.

Σημειωτέο, ότι στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης (π.χ. Γερμανία) τα φραγκόσυκα τυγχάνουν μεγάλης υπολήψεως και διατίθενται στη λιανική αγορά προς 0,50 Ευρώ έκαστο τεμάχιο.

Οι καρποί της φραγκοσυκιάς, τα φραγκόσυκα, είναι εύγεστα και υγιεινά, πρέπει όμως να καταναλώνονται με μέτρο. Μπορεί κανείς να καταναλώσει μετά το γεύμα 2-3 φραγκόσυκα, όχι περισσότερα, διότι είναι δυνατόν να προκαλέσουν δυσκοιλιότητα.

Όσοι έχουν ευαίσθητα στομάχια, μπορούν να πιέσουν τα ώριμα και αποφλοιωμένα φραγκόσυκα και να καταναλώσουν μόνον το χυμό, αφού αφαιρέσουν τους σπόρους αυτών. Από τους σπόρους των φραγκόσυκων παράγεται λάδι, το οποίο χρησιμοποιείται από επαγγελματίες αθλητές και η τιμή του είναι πάρα πολύ υψηλή.

Συλλογή φραγκόσυκων
Για τη συλλογή και το καθάρισμα των φραγκόσυκων, αφού αυτά ωριμάσουν και λάβουν σχεδόν κόκκινο χρώμα, πρέπει κανείς να γνωρίζει, μεταξύ άλλων και τα εξής:

Πρώτον, δεν πλησιάζει κάποιος τις φραγκοσυκιές, όταν πνέει ισχυρός άνεμος, διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος μικρά αγκαθάκια (γλωχίνες) του φυτού να παρασυρθούν από τον άνεμο, να μπουν στα μάτια και να δημιουργήσουν σοβαρό πρόβλημα. Τότε θα πρέπει κάποιος να ζητήσει αμέσως τη συνδρομή του Οφθαλμίατρου.

Δεύτερον, για να προφυλαχθεί το δέρμα του συλλέκτη των φραγκόσυκων, θα πρέπει να γίνεται χρήση γαντιών ή σκληρού χαρτιού ή προτιμότερο μετάλλινης λαβίδας ή πιρουνιού και μαχαιριού.

Εάν τα μικρά αγκαθάκια εισέλθουν στην επιφάνεια του δέρματος του συλλογέα, είναι αρκετά δύσκολη και επίπονος η απομάκρυνσή των. Ένας πρακτικός τρόπος απομακρύνσεως των γλωχινών από την επιφάνεια του δέρματος του συλλέκτου, ο οποίος εφαρμόζεται στην Κρήτη, είναι ο εξής : ένα τεμάχιο από χοντροϋφασμένο ύφασμα ποτίζεται με ελαιόλαδο και με αυτό τρίβεται προσεκτικά η επιφάνεια του δέρματος, στην οποία έχουν εισέλθει γλωχίνες του φραγκόσυκου.

Διατροφικό περιεχόμενο των φραγκόσυκων
Τα φραγκόσυκα έχουν μέτρια περιεκτικότητα σε απαραίτητα θρεπτικά συστατικά, όπως εκτιμάται από το ποσό της Ημερήσιας Αξίας (DV), που παρέχεται από μία μερίδα 100 g, με μόνο διαιτητικές ίνες (14 % DV), βιταμίνη (23 % DV) και το διαιτητικόν ανόργανον άλας, μαγνήσιον (21 % DV), να έχουν σημαντική περιεκτικότητα.

Φαρμακευτική χρήση – Λαϊκή Ιατρική
1) Σε περίπτωση εμφανίσεως δοθιήνων (στην Κρήτη ονομάζονται Καλόγηροι ή Μαλαθράκοι), λαμβάνει κανείς ένα τεμάχιο από τα φυλλοκλάδια της φραγκοσυκιάς, αφαιρεί τον εξωτερικό φλοιό (είδος φυτικής μεμβράνης), στη συνέχεια το ζεσταίνει κατά προτίμηση στα κάρβουνα του αναμμένου τζακιού ή σε αναμμένο κερί ή παλαιότερα στη φλόγα του λύχνου, το αλείφει με ελαιόλαδο και το επιθέτει στο σημείο, όπου κείνται οι δοθιήνες.

Το στερεώνει με επίδεσμο και σε σύντομο χρονικό διάστημα οι δοθιήνες μαλακώνουν και ανοίγουν, φεύγει το πύον, το οποίον είχε σχηματισθεί και η πληγή σύντομα επουλώνεται και κλείνει.

2) Η ίδια ακριβώς μέθοδος εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις εμφανίσεως διαφόρων δερματικών νόσων, επειδή το φυλλοκλάδι της φραγκοσυκιάς ζεσταινόμενο και αλειφόμενο με ελαιόλαδο δρα μαλακτικά και επουλώνει σπυριά και έλκη του δέρματος.

3) «Ταπινάρα, η ή Καπυράδι
Είναι φλεγμονή των λεμφατικών γαγγλίων της μασχάλης και των βουβωνων (οξεία αδενίτις).

Συνηθέστερο απαλετικό για την ταπινάρα είναι η καπλοσυκιά (Οπουντία η ινδική συκή) και ελλείψει καπλοσυκιάς ο αθάνατος (Αγαύη η αμερικανική)... Την σκίζουν και βγάνουν την τσιπαλίδα (μεμβράνη) και τσι τζίμπλες, την αλείφουν με λάδι και μέλι και την θέτουν απάνω στην ταπινάρα».
[Ευαγγελία Φραγκάκι, Η Δημώδης Ιατρική της Κρήτης (Αθήναι 1978), σ. 122-123].

Διαβάστε ακόμη

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες

Δημήτρης Κατσαούνης: Αυτές οι Eυρωεκλογές χτίζουν γέφυρα με τον Ελληνισμό της Διασποράς

Γιάννης Σαμαρτζής: Τα τεκμήρια διαβίωσης των φορολογουμένων και η δυνατότητα αποφυγής τους

Φίλιππος Ζάχαρης: Εσωτερικός κόσμος, εικόνες και ορισμός του χρόνου