Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Πράσιον το μέγα (Prasium majus), κοινώς λαγουδόχορτο

Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Πράσιον το μέγα (Prasium majus), κοινώς λαγουδόχορτο

Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Πράσιον το μέγα (Prasium majus), κοινώς λαγουδόχορτο

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1386 ΦΟΡΕΣ

Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά της Ελλάδας

Γράφει ο
Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης
Επιτίμος Εφόρος Αρχαιοτήτων

Το Πράσιον το μέγα (Prasium majus), κοινώς λαγουδόχορτο, λαγουδοφάι, λαγουδοπαξίμαδο, του λαγού το παξιμάδι κ.λπ., (δεν πρέπει να συγχέεται με το λαγόχορτο, ήτοι τον Τραγοπώγονα τον πρασόφυλλον – Tragopogon porrifolius, κοινώς πηγουνίτη ή σκούλο), είναι ένα πολυετές φρύγανο ή θάμνος, με βλαστούς όρθιους (ύψους περίπου 0,40-0,80 μ.), ξυλώδεις, τετραγώνου διατομής, λείους, ακανόνιστα διακλαδιζόμενους.

Το Πράσιον το μέγα ανήκει στην οικογένεια των Χειλανθών (Labiaceae). Τα φύλλα του είναι καρδιόσχημα, οδοντωτά, ωοειδή, λογχοειδή, αντίθετα διατεταγμένα και έχουν μικρό μίσχο. Τα φύλλα αυτού είναι έντονα γυαλιστερά και σε απόχρωση γλυκού πρασίνου. Τα άνθη του είναι κωδωνόσχημα, λευκά και φέρουν κίτρινους στήμονες.

Το φυτό ανθίζει από τον Μάρτιο έως τον Μάιο και τα άνθη του έχουν χαρακτηριστικό, ελαφρύ και ευχάριστο άρωμα, τα οποία είναι μελιττογόνα και τα επισκέπτονται συχνά, τόσον οι μέλισσες, όσον και άλλα έντομα. Η γονιμοποίηση επιτυγχάνεται διά του αέρα και των εντόμων. Σε έκαστο άνθος υπάρχουν τόσο τα αρσενικά, όσο και τα θηλυκά όργανα αναπαραγωγής.

Το φυτό αυτό απαντά σε άγρια κατάσταση σε όλη την Ελλάδα και σε όλες τις παραμεσόγειες χώρες. Μάλιστα δε στην Ανατολική Κρήτη καλλιεργείται στους λαχανόκηπους καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, για τις αρωματικές του ιδιότητες και για τις φαρμακευτικές του δράσεις, διότι θεωρείται ότι το αφέψημά του αποτελεί μεταξύ άλλων και ένα άριστο μαλακτικό και ευστόμαχο ρόφημα.

Το Πράσιον το μέγα (Prasium majus), το κοινώς λαγουδόχορτο, οφείλει την λαϊκή ονομασία του στο γεγονός, ότι τα φύλλα του τρώγονται από τους λαγούς, οι οποίοι τα προτιμούν, αφενός μεν, διότι είναι πολύ εύγεστα και αφετέρου διότι είναι πλούσια σε βιταμίνες και αποτελούν μίας υψηλής ποιότητας τροφή.

Το λαγουδόχορτο φύεται συνήθως σε φρυγανότοπους, σε αγρούς καλλιεργημένους και ακαλλιέργητους, δίπλα από τους κορμούς δένδρων και κατά προτίμηση ελαιοδένδρων. Ακόμη προτιμά να ριζώνει μέσα σε οπές, οι οποίες έχουν χώμα και βρίσκονται μέσα στα βράχια.

Επιστημονικές αναλύσεις, οι οποίες έγιναν τελευταία στο λαγουδόχορτο έδειξαν, ότι αυτό περιέχει αρκετές βιταμίνες Κ, βιταμίνη C, λουτείνη, Β-καροτένιο και πολυφαινόλες.

Αρχαία Γραμματεία
Το Πράσιον το μέγα (Prasium majus) ήταν ήδη γνωστό στους αρχαίους για τις φαρμακευτικές και αρωματικές του ιδιότητες και αναφέρεται συχνά στα αρχαία συγγράμματα.

Α) Ο Θεόφραστος ο Ερέσιος αναφέρει σχετικά τα εξής:
1) «Εν δε τοις ανακάνθοις ουκ εστιν ούτως διαλαβείν τοις γένεσιν. Η γαρ των φύλλων ανωμαλία μεγέθει και μικρότητι και σχήμασιν άπειρος και ασαφής. Αλλά δει πειράσθαι κατ’ άλλον τρόπον διαιρείν. Πλείω δέ εστι τα γένη τα τούτων και διαφοράς έχοντα μεγάλας, οίον κίσθος, μήλωθρον, ερευθεδανόν, σπειραία, κνέωρον, ορίγανος, θύμβρα, σφάκος, ελελίσφακος, πράσιον, κόνυζα, μελισσόφυλλον, έτερα τοιαύτα».
(Θεόφραστος, Περί φυτών ιστορίας V, I, 4).

2) «Δύο δε γένη και του πρασίου. Το μεν έχει ποώδες το φύλλον και μάλλον επικεχαραγμένον, έτι δε τας εντομάς ενδήλους σφ;oδρα και βαθείας, ω και οι φαρμακοπώλαι χρώνται προς ένια. Το δε έτερον στρογγυλότερον και αυχμώδες σφόδρα, καθάπερ του σφάκου και τας εντομάς αμαυροτέρας έχον και επικεχαραγμένον ήττον».
(Θεόφραστος Περί φυτών ιστορίας VI, II, 5).

Β) Ο Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος ή Αναζαρβεύς αναφέρει σχετικά τα επόμενα:
«Πράσιον. Οι δε ευπατόριον, οι δε φιλόπαις, οι δε φιλοφαρές, οι δε προπέδιλον, οι δε καμηλοπόδιον, οι δε φυλλοφερές, Αιγύπτιοι αστερίσπα, προφήται αίμα ταύρου, οι δε άφεδρος, οι δε γόνος ‘Ωρου, Ρωμαίοι μαρρούβιουμ, οι δε λαβεώνια, ‘Αφροι ατιερβέρζοια.

Πράσιον, οι δε φιλιφαρές. Θάμνος εστίν από μιάς ρίζης πολύκλαδος, υπόδασυς, λευκός, τετράγωνος τοις ραβδίοις, φύλλον δε τω μεγάλω δακτύλω ίσον, υποστρόγγυλον, δασύ, έρρυσον, πικρόν τη γεύσει. Εκ διαστημάτων δε επί των καυλών το σπέρμα και τα άνθη, οιονεί σφόνδυλοι, τραχέα. Φύεται περί τα οικόπεδα και ερείπια.

Τούτου τα φύλλα ξηρά συν τω σπέρματι αφεψόμενα εν ύδατι ή χυλιζόμενα χλωρά δίδοται μετά μέλιτος φθισικοίς, ασθματικοίς, βήσσουσιν. Ανάγει και πάχος εκ θώρακος ίριδος ξηράς μιγεισης. Δίδοται και ταις μη καθαιρομέναις γυναιξί προς αγωγήν εμμήνων και δευτέρων και δυστοκούσαις και θηριοδήκτοις και τοις θανάσιμον πεπωκόσι. Κύστει μέντοι και νεφροίς άθετον. Τα δε φύλλα καταπλασσόμενα συν μέλιτι ρυπαρά έλκη αποκαθαίρει, πτερύγιά τε και νομάς αφίστησθι και οδύνην πλευρών παραιτείται.

Και το εξ αυτού δε κατασκευαζόμενον χύλισμα εκθλιβομένων των φύλλων και συστρεφομένων εν ηλίω προς τα αυτά ποιεί. Έστι δε οξυδερκές συν μέλιτι εγχριόμενον και ίκτερον αποκαθαίρει διά των ρινών, ωταλγίαις τε αρμόζει εγχυματιζόμενον καθ’ εαυτό και μετά ροδίνου».
(Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής, ΙΙΙ, 105).

Χρήσεις
Επειδή το λαγουδόχορτο είναι πλούσιο σε βιταμίνες, έχει ωραία γεύση και επίσης έχει έντονο και πολύ ευχάριστο άρωμα, εκτιμάται από τον λαό και χρησιμοποιείται κατά πολλούς και διαφόρους τρόπους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι επόμενοι:

1) Σε όλες τις πράσινες σαλάτες, αλλά και στη χωριάτικη, μπορεί κανείς κατά την άνοιξη, όταν τα φύλλα του λαγουδόχορτου είναι νέα και τρυφερά, να τα ψιλοκόψει ωμά και να τα αναμείξει στην σαλάτα, η οποία κερδίζει σε άρωμα και γεύση.

2) Μαζί με άλλα άγρια και ήμερα χόρτα, το λαγουδόχορτο τσιγαρίζεται κι έτσι δημιουργείται ένα μείγμα, άριστο για γέμιση χορτόπιτας.

3) Στην Κρήτη συνηθίζεται το λαγουδόχορτο, μαζί με άλλα χόρτα, να μαγειρεύεται με σουπιές ή με σαλιγκάρια (χοχλιούς, από την αρχαία ελληνική ονομασία «κοχλίας, ο»).

4) Το λαγουδόχορτο, ως αρωματικό χόρτο, αρμόζει σε όλα τα λαδερά φαγητά, καθώς και στο ρύζι (πιλάφι) ή σε ζυμαρικά.

Λαϊκή Ιατρική
Στην Κρήτη από το λαγουδόχορτο γίνεται ένα αρωματικό, εύγεστο και ευστόμαχο τσάι, με ιδιότητες μαλακτικές και αποχρεμπτικές, το οποίο συνιστάται σε κρυολογήματα, γρίπη, παθήσεις του φάρυγγα κ.λπ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Μυρσ. Λαμπράκη, Τα Χόρτα (Αθήνα 2000).
Ν. Εμμ. Παπαδογιαννάκης, Κρητικό Ιατροσόφιον του 19ου αιώνα (Ρέθυμνο 2001).
Ευ. Κ,. Φραγκάκι, Η Δημώδης Ιατρική της Κρήτης (Αθήναι 1978).
Γ. Χριστόπουλος, (Επιμέλεια), Φυτολογία, Εκδοτική Αθηνών (Αθήνα 1990).
Η. Baumannn, Die Griechische Pflanzenwelt (Muenchen 1999).
Koenemann, Botanica. Das Abc der Pflanzen. 10.000 Arten in Text und Bild (Koeln 1997).
Fr. W. Sieber, Ταξίδι στη νήσο Κρήτη του Ελληνικού Αρχιπελάγους κατά το έτος 1817. Μετάφραση από τα Γερμανικά στα Ελληνικά, υπό Δρ. Ιω. Ηλ. Βολανάκη, σ. 1-712 (Αθήνα 2022).

Διαβάστε ακόμη

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες

Δημήτρης Κατσαούνης: Αυτές οι Eυρωεκλογές χτίζουν γέφυρα με τον Ελληνισμό της Διασποράς

Γιάννης Σαμαρτζής: Τα τεκμήρια διαβίωσης των φορολογουμένων και η δυνατότητα αποφυγής τους

Φίλιππος Ζάχαρης: Εσωτερικός κόσμος, εικόνες και ορισμός του χρόνου