Μπαμπινιώτης: «Κι όμως είναι ελληνικές λέξεις» - Από το Butter και Paper μέχρι το Monk
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 827 ΦΟΡΕΣ
Μέσω ανάρτησής του στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook ο καθηγητής Γλωσσολογίας, Γιώργος Μπαμπινιώτης, αναφέρθηκε σε ξένες λέξεις που έχουν ελληνικές «ρίζες».
Συγκεκριμένα, ο πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Μπαμπινιώτης, εξηγεί ότι λέξεις όπως butter (βούτυρο), paper (χαρτί), church (εκκλησία), sketch (σκαρίφημα), bomb (βόμβα), clergy (κληρικός), είναι δάνειες λέξεις της αγγλικής από την ελληνική.
Σε μια ανάρτηση με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την προέλευση γνωστών λέξεων που χρησιμοποιούμε στα αγγλικά προέβη ο έγκριτος γλωσσολόγος κ. Γιώργος Μπαμπινιώτης. Στην ανάρτησή του ειδικότερα, αναφέρει:
Αν σας ρωτήσει κανείς, θέλοντας να ελέγξει τις ετυμολογικές γνώσεις σας στην Αγγλική ή στην Ελληνική, αν λέξεις όπως λ.χ. butter «βούτυρο», paper «χαρτί», church «εκκλησία», sketch «σκαρίφημα – θεατρικό σκετς», bomb «βόμβα», clergy «κληρικός» και clerk «υπάλληλος», chart «χάρτης» και card «κάρτα», calm «νηνεμία, γαλήνη», pain «πόνος», pirate «πειρατής», diploma «δί-πλωμα», channel «δίαυλος», priest «ιερέας», buffalo «βουβάλι», monk «μοναχός», bishop «επίσκοπος» κ.ά. προέρχονται από την Ελληνική ή είναι αμιγώς αγγλικές, μη βιαστείτε να απαντήσετε ότι δεν σας φαίνονται ελληνικές.
Η πραγματικότητα είναι ότι περνώντας μέσα από διάφορους, συχνά δαιδαλώδεις και σκολιούς, γλωσσικούς δρόμους οι λέξεις αυτές έφτασαν στην Αγγλική, έχοντας ξεκινήσει από την ελληνική γλώσσα. Είναι δάνειες λέξεις τής Αγγλικής από την Ελληνική. Μια ματιά σε έγκυρα λεξικά τής Αγγλικής (Webster, Random House, Longman, Oxford κ.ά.) μπορεί να σας πείσει.»
Από πού προέρχεται η λέξη butter
Το αρχ. ελληνικό βούτυρον / βούτυρος (βοῦς + τυρός), μέσω τού λατ. butyrum, έδωσε το παλαιό αγγλ. butere, από όπου το σύγχρονο αγγλ. butter (και τα γερμ. Butter, γαλλ. beurre, ιταλ. burro κ.ά.).
Το αρχ. πάπυρος, που δήλωσε την πρώτη μορφή γραφικής ύλης από το ομώνυμο φυτό το οποίο ευδοκιμούσε στην Αίγυπτο, έδωσε το αγγλ. paper (γαλλ. papier, γερμ. Papier κ.ά.) μέσω τού λατ. papyrum, από όπου το μεσαιωνικό γαλλ. papier και το μεσαιωνικό αγγλ. papir. Πιo σύνθετη είναι η προέλευση τής λέξης που δήλωσε στην Αγγλική την «εκκλησία»: church.
Ξεκίνησε από το ελληνιστικό κυριακὸν (δῶμα) «οίκος τού Κυρίου» (από το Κύριος), το οποίο, μέσω τού παλαιού γερμ. kirihha (από όπου το γερμ. Kirche «εκκλησία») και των παλ. αγγλ. cirice και μέσ. αγγλ. chirche, έδωσε το αγγλ. church. Οι ίδιοι οι Έλληνες χριστιανοί χρησιμοποίησαν το αρχ. εκκλησία (εκκλησία τού δήμου «η συγκέντρωση τού λαού / των πολιτών ως θεσμικό όργανο») με νέο περιεχόμενο: χώρος όπου συγκεντρώνο-νται οι πιστοί για να λατρέψουν τον Θεό (ενώ οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λ. ναός, με την αντίληψη ότι αποτελεί χώρο όπου ναίουν, όπου κατοικούν οι θεοί).»