Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Ελμινθία η εχινοειδής (Helminthia echinoeides), κοινώς σόγχος, τσόχος, ζοχός

Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Ελμινθία η εχινοειδής (Helminthia echinoeides), κοινώς σόγχος, τσόχος, ζοχός

Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Ελμινθία η εχινοειδής (Helminthia echinoeides), κοινώς σόγχος, τσόχος, ζοχός

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1011 ΦΟΡΕΣ

ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Γράφει ο Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης

Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων

Η Ελμινθία η εχινοειδής (Helminthia echinoeides) ανήκει στο γένος Σόγχος (Sonchus), της οικογενείας των Συνθέτων ή Κομποζίτων (Compositae) και έχει περίπου τριάντα (30) είδη, ιθαγενή των παραμεσογείων περιοχών και των Καναρίων νήσων. Το φυτό αυτό είναι κοινώς γνωστό ως τσόχος (Κρήτη), ζοχός, ζοχιός, γαλατσίδα (λόγω του γαλακτώδους οπού του) κ.λπ..

Πρόκειται για πόες μονοετείς, διετείς ή πολυετείς, με βλαστό όρθιο (ύψους 0,70-1,00 μ. περίπου), συνήθως τριχωτό-αδενώδη, με οπό γαλακτώδη, χρώματος λευκού και με γεύση υπόπικρη. Τα φύλλα είναι απλά ή πτεροειδώς έλλοβα, συνήθως περίβλαστα. Τα άνθη σχηματίζουν κεφάλια, τα οποία φέρουν περίβλημα, που αποτελείται από πολλά, άνισα, στεγοειδώς επάλληλα σε πολλούς σπονδύλους φυλλίδια.

Ο ταξιανθικός δίσκος των ανθέων είναι γυμνός. Υπάρχουν πολλά ανθίδια και είναι όλα γλωσσοειδή. Ο καρπός των είναι αχαίνιον, γωνιώδης, ακρότομος ή στενούμενος στην κορυφή, άνευ ράμφους. Στην άκρη του καρπού σχηματίζεται επιφυής πάππος.

Στην Ελλάδα απαντούν πέντε (5) αυτοφυή είδη του γένους Σόγχος (Sonchus), τα εξής:

1) Σόγχος ο ελοχαρής (Sonchus salustris)

2) Σόγχος ο μαλακώτατος (Sonchus tenerrimus)

3) Σόγχος ο τραχύς (Sonchus asper)

4) Σόγχος ο παράλιος (Sonchus maritimus)

5) Σόγχος ο λαχανώδης (Sonchus oleraceus)

Περί του τελευταίου γίνεται λεπτομερέστερος λόγος κατωτέρω.

O Σόγχος ο λαχανώδης (Sonchus oleraceus) είναι πόα μονοετής, με βλαστούς όρθιους (ύψους 0,40-1,00 μ. περίπου), ολιγόκλαδους και λείους ή αραιώς αδενώδεις παρά την κορυφή αυτών. Τα φύλλα είναι λεία, περίβρωτα, πτεροσχιδή ή πτερόλοβα, σπανίως ασχιδή, με λοβούς οδοντωτούς, οι οποίοι στενούνται παρά την βάση αυτών. Τα φύλλα του βλαστού είναι βελονοειδώς περίβλαστα, φέροντα ωτίδια οξέα, απλωτά. Τα κατώτερα από αυτά φέρουν μίσχο πλατέως πτερωτό.

Τα άνθη είναι κεφάλια κίτρινα, με περίβλημα λείον, ενίοτε βαμβακωτό στη βάση. Οι καρποί είναι αχαίνια καστανωπά, προμήκως αντωοειδή, ισχυρώς γραμμωτά κατά μήκος, εγκαρσίως ρικνά. Το ριζικό σύστημα του Σόγχου του λαχανώδους αποτελείται από λεπτές, νηματοειδείς, λευκού χρώματος ρίζες (μήκους 0,03-0,007 μ.). Ο βλαστός αυτού είναι τετραγώνου διατομής και στο εσωτερικόν του κοίλος.

Ο Θεόφραστος ο Ερέσιος αναφέρεται στο φυτό αυτό, το οποίον ονομάζει «σόγκον» και ο Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος ή Αναζαρβεύς το αποκαλεί «σόγχον», παραφθορά του οποίου αποτελεί η σημερινή του λαϊκή ονομασία τσόχος ή ζοχός.

Το φυτό αυτό αυτοφύεται σε ολόκληρη την Ελλάδα. Απαντά σε αγρούς καλλιεργημένους, αλλά και ακαλλιέργητους, σε κήπους, σε οικόπεδα, στις άκρες δρόμων και πάρκων κ.λπ.. Ευδοκιμεί σε πλούσια αζωτούχα εδάφη. Απουσιάζει κατά κανόνα από πετρώδη, ξηρά και άγονα εδάφη, καθώς και από βαθιές κοιλάδες. Αρέσκεται να ζει σε μέρη φωτεινά και εκτεθειμένα στον ήλιο.

Ο σόγχος είναι φυτό γνωστό στον άνθρωπο από την απωτάτη αρχαιότητα και εθεωρείτο ότι έχει φαρμακευτικές και θεραπευτικές ιδιότητες, πράγμα, το οποίον εξακολουθεί να ισχύει διαχρονικώς μέχρι σήμερα.

Αρχαία Γραμματεία

Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται συχνά στον σόγχο και στις ιδιότητες αυτού. Ενδεικτικά παρατίθενται τα ακόλουθα παραδείγματα:

Α) Θεόφραστος ο Ερέσιος 371-287 π. Χ.)

1) Ο Θεόφραστος αναφέρεται επανειλημμένως στον σόγχο, γράφων μεταξύ άλλων και τα εξής:

«Ο δε φοίνιξ έστι μεν πόντιον, βραχυστέλεχες δε σφόδρα… των δε ράβδων ή των αποφύσεων τούτων ομοία τρόπον τινα η φύσις των ακανθών φύλλοις των ακανικών, οίον σόγκοις και τοις τοιούτοις, πλην ορθαί και ουχ ώσπερ εκείνα, περικεκλασμέναι και το φύλλον έχουσαι διαβεβρωμένον».

(Θεόφραστος, Περί φυτών ιστορίας 4, 6, 10).

2)Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει επίσης τα εξής σχετικά:

« Των δε φυλλακάνθων το πλείστον γένος ως απλώς ειπείν ακανώδες τυγχάνει… έξω γαρ ολίγων πάνυ, καθάπερ του στρουθίου τε και του σόγχου και εί τινων ετέρων…».

(Θεόφραστος, Περί φυτών ιστορίας 6, 4, 3).

3) Ο αυτός συγγραφέας σημειώνει επίσης σχετικώς τα εξής:

«Σαρκώδης δε και εδώδιμος η του σόγκου, η δε κύησις ουκ ακανώδης, αλλά προμήκης αυτού. Και τούτ΄ ίδιον μόνον έχει των φυλλακάνθων αντεστραμμένως ή ο χαμαιλέων. Ο μεν γαρ αφυλλάκανθος ων, ακανίζει».

(Θεόφραστος, Περί φυτών ιστορίας 6, 4, 8).

Β) Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος (περίπου 10-90 μ. Χ.)

Ο Διοσκουρίδης σημειώνει σχετικά τα εξής:

«Σόγχου δε δύο εστιν είδη. Το μεν γάρ εστιν αγριώτερον και ακανθωδέστερον, το δε τρυφερώτερον και εδωδιμώτερον. Καυλός δε γωνιώδης, υπέρυθρος, κενός. Φύλλα δε έχει εκ διαστημάτων εσχισμένα την περιφέρειαν. Δύναμις δε αυτών εστι ψυκτική, μετρίως υποστύφουσα, όθεν στομάχω καυσουμένω και φλεγμοναίς καταπλασσόμενα αρμόζουσιν. Ο δε χυλός καταρροφούμενος δηγμούς στομάχου παύει και γάλα κατασπά, προστεθείς δε εν ερίω δακτυλίου και μήτρας φλεγμοναίς βοηθεί. Η δε πόα και η ρίζα καταπλασθείσα σκορπιοπλήκτοις αρήγει».

(Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής 2, 131).

Γ) Αντιφάνης ο Δήλιος (2ος αι. μ. Χ.)

Ο Αντιφάνης ο Δήλιος αναφέρεται επίσης στον σόγχο και στις φαρμακευτικές ιδιότητες αυτού.

(Αντιφάνης, ΄Αδηλα 1).

Δ) Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς (περίπου 5ος-6ος αι. μ. Χ.)

Ο γνωστός λεξικογράφος Ησύχιος ο Αλεξανδρινός αναφέρει σχετικώς τα εξής:

«Σόγχος, λάχανον άγριον».

(Ησύχιος Αλεξανδρινός, Λεξικόν).

Λαϊκή Ιατρική

Είναι αξιοσημείωτο, ότι σήμερα, η Λαϊκή Ιατρική τρέφει μεγάλη εκτίμηση για τον σόγχο γενικότερα. Θεωρείται φυτό εδώδιμο, με φαρμακευτικές ιδιότητες, το οποίον συνιστάται ιδιαιτέρως ως αντίδοτο, σε περιπτώσεις δηλητηριάσεων. Λέγεται, ότι, όταν τα καβούρια ή άλλα άγρια ζώα φάγουν δηλητηριώδη φίδια ή οτιδήποτε άλλο δηλητηριώδες, τότε τρώγουν σόγχο, ως αντίδοτο κατά των δηλητηρίων, άποψη την οποίαν εκπροσωπεί και ο Διοσκουρίδης (8 -78 μ. Χ. περίπου).

Σε Κρητικό Ιατροσόφιον των αρχών του 19ου αιώνα αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα επόμενα, σχετικά με τον σόγχο και τις φαρμακευτικές αυτού ιδιότητες και χρήσεις, ήτοι:

  1. «Εις ανεμοπύρομα προσόπου ( ερυσίπελας)

… Αμάραντον και τζόχον (=σόγχον) κοπάνησον, θέτε τα εις το πρόσωπον (του πάσχοντος)».

(Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, Κρητικό Ιατροσόφιον του 19ου αιώνα, Ρέθυμνο 2001, σ. 73).

2) «Εις δάγκαμα όφεος, σκύλου, σκορπίου και όχεντρας.

Την όραν εκείνην τρίψον τζόχον με πέτραν εις άλλην πέτραν και βάλε απάνο πολλάκις».

(Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, έ. α., σ. 81).

3) «Εις πόνον γονάτων και νεφρόν.

…Τον τζόχον βράσε με κρασί έως να μήνη το τρίτον, έπιτα κοπάνησον σπηριά πιπέρι να βράσουν μαζή και βάλε τα μέσα εις το ζουμί να πχη ( ο πάσχων)».

(Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, έ. α., σ. 95-96).

4) «Εις ριζηπήλαν (=ερυσίπελας)

…Βάτου κοριφές, λάμπαθα, τζόχον στυγνόν, πεντάνευρον, καλοβενετίδι, πίσα, λιβάνη, κερί, βράσον, σούροσε και γίνεται».

(Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, έ. α., σ. 123-124).

Ο σόγχος λαχανεύεται από την απώτατη αρχαιότητα συνεχώς μέχρι σήμερα και αποτελεί εδώδιμο και εύγεστον λαχανικό, το οποίον πιστεύεται ότι είναι και άριστον διά την υγείαν του ανθρώπου γενικώς. Καταναλώνεται ωμός, σε σαλάτες ή βραστός, ως χορταρικό ή και λαδερό (τσιγαριστό) μαζί με άλλα αρωματικά φυτά, άγρια ή καλλιεργούμενα, χρησιμοποιούμενα ως γέμιση για παραδοσιακές χορτόπιττες.

Ο σόγχος είναι εύγεστος, αν και έχει χαρακτηριστική υπόπικρη γεύση. Επίσης πιστεύεται ότι βοηθεί γενικώς τον οργανισμό του ανθρώπου, παρέχοντας ευεξία σε αυτόν.

Εκτός από τα προαναφερθέντα είδη σόγχου, τα οποία αυτοφύονται στην Ελλάδα, στο ίδιον γένος υπάγονται και τα επόμενα:

1) Σόγχος ο αρουραίος (Sonchus arvensis)

2) Σόγχος ο νυμάνειος (Sonchus nymanii)

Ορισμένοι βοτανολόγοι ονομάζουν φυτά του γένους αυτού και με τα ονόματα:

3) Ελμίνθια η εχινοειδής (Helminthia echinoeides)

4) Ουρόσπερμα το πικροειδές (Urospermum picroeides).

Από τα προαναφερθέντα εξάγεται αβιάστως το συμπέρασμα, ότι ο σόγχος αποτελεί αφ΄ ενός μεν ένα πολύ εύγεστον λαχανικό και αφετέρου άριστον φάρμακο, το οποίο δρα ως αντίδοτο εναντίον δηλητηρίων και επί πλέον παρέχει ευεξία στον άνθρωπο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Π. Γ. Γενναδίου, Λεξικόν Φυτολογικόν (Αθήναι 1914) – Φωτομηχανική ανατύπωση -Εκδοτικός Οίκος Δαμιανός (Αθήνα, άν. χρ. εκδ.).

Δ. Σ. Καββάδας, Εικονογραφημένον Βοτανικόν-Φυτολογικόν Λεξικόν (Αθήναι άν. χρ. εκδ.), Εκδόσεις ΠΗΓΑΣΟΣ

Δ. Ν. Παπαγιαννόπουλος, Οφρύς (Ophrys), ΜΕΕ, τ. ΙΘ΄(Αθήναι, άν. χρ. εκδ.), σ. 298.

Ν. Εμμ. Παπαδογιαννάκης, Κρητικό Ιατροσόφιον του 19ου αιώνα (Ρέθυμνο 2001).

Ευ. Κ. Φραγκάκι, Η Δημώδης Ιατρική της Κρήτης (Αθήναι 1978).

Γ. Χριστόπουλος (Επιμέλεια), Φυτολογία, Εκδοτική Αθηνών (Αθήνα 1990).

Η. Baumannn, Die Griechische Pflanzenwelt (Muenchen 1999).

Koenemann, Botanica. Das Abc der Pflanzen. 10.000 Arten in Text und Bild (Koeln 1997).

R. Scheppelmann, Flora Graeca. Sibthorpiana, Volksausgabe, Edition Kentavros, (Hamburg 2017).

Διαβάστε ακόμη

Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Εχίνωψ ο ακανθότατος (Echinops spinosissimus), κοινώς σκαντζόχοιρος, κατσοχοίρι, κατσοχοιράκι

Δρ. Ιω. Ηλ. Βολανάκης: ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Άκανθα η απαλή (Acanthus mollis), κοινώς άκανθα, αγκάθι

Δρ. Ιωάννης Βολονάκης | Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά της Ελλάδας: Ζίζυφος ο εδώδιμος

Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Κιτρέα η σινική (Citrus sinensis), κοινώς πορτοκαλιά

Ιω. Ηλ. Βολανάκης: ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ: Ακακία η φαρνεζιανή (Acacia farnesiana), κοινώς γαζία

Πίννα: Σε μηχανική υποστήριξη ένα από τα σπανιότερα ζώα της Μεσογείου

Οι ελληνικές θάλασσες εκπέμπουν SOS

Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Κάππαρις η ακανθώδης (Capparis spinosa), κοινώς κάππαρη, καππαριά, το ρόδον της Μεσογείου