Θάνος Ζέλκας: O οπαδισμός ως βαρόμετρο διαφθοράς
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 778 ΦΟΡΕΣ
Γράφει ο
Θάνος Ζέλκας
Ακούγοντας κάποιος για επεισόδια ακραίου οπαδισμού, αυτόματα στο μυαλό του έρχονται οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, στις οποίες αυτά τα νοσηρά φαινόμενα συμβαδίζουν με υψηλά επίπεδα κοινωνικής διαφθοράς.
Στην Αργεντινή, οι “barras bravas” (οργανωμένες οπαδικές ομάδες) απέκτησαν ρόλο πολύ πέρα από το ποδόσφαιρο. Στα “επιτεύγματά” τους δεσπόζει η διαχείριση δικτύων εκβιασμών, προσλήψεων και παράνομων εισιτηρίων. Παράλληλα χρησιμοποιήθηκαν από πολιτικά κόμματα ως μοχλοί πίεσης.
Στην Κολομβία της δεκαετίας του ’80 και του ’90, τα καρτέλ των ναρκωτικών έλεγχαν ποδοσφαιρικές ομάδες τόσο για λόγους “ξεπλύματος” χρήματος όσο και για κοινωνική νομιμοποίηση. Στη Βραζιλία, οι οργανωμένες θύρες εμπλέκονταν σε εγκληματικές δραστηριότητες που ξεπερνούσαν τα όρια των γηπέδων. Το μοτίβο είναι ξεκάθαρο: όσο πιο διάχυτη είναι η διαφθορά, τόσο πιο έντονος γίνεται ο οπαδισμός. Η τυφλή προσκόλληση στην ομάδα λειτουργεί ως υποκατάστατο της εμπιστοσύνης που λείπει από τους θεσμούς. Όταν το κράτος δικαίου καταρρέει, η κοινωνία αναζητά ταυτότητα και “προστασία” σε ομάδες.
Μια ψευδεπίγραφη ασφάλεια που παρέχουν οι ποδοσφαιρικές θύρες και οι μαφιόζικες φατρίες. Δυστυχώς, τα ίδια φαινόμενα έχουν κάνει την εμφάνισή τους τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα. Η βία στις κερκίδες, οι απειλές σε διαιτητές, οι έρευνες για χειραγώγηση αγώνων και η στενή σχέση παραγόντων του ποδοσφαίρου με πολιτικούς και επιχειρηματικούς κύκλους αποκαλύπτουν μια πραγματικότητα που ξεπερνά τον αθλητισμό. Δεν είναι λίγες οι φορές που οπαδικές οργανώσεις έχουν κατηγορηθεί για δράση που θυμίζει εγκληματικές συμμορίες. Παράνομη διακίνηση προϊόντων, έλεγχος νυχτερινών μαγαζιών, ακόμα και συμμετοχή σε περιστατικά δολοφονικής βίας.
Ωστόσο, το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι τα γήπεδα αυτά καθαυτά.
Ο ακραίος οπαδισμός είναι σύμπτωμα, όχι αιτία. Η αιτία βρίσκεται στο ευρύτερο περιβάλλον ατιμωρησίας και πολιτικής διαπλοκής. Όταν ένας πολίτης βλέπει ότι οι κανόνες εφαρμόζονται επιλεκτικά, ότι οι θεσμοί είναι αδύναμοι ή χειραγωγημένοι, τότε εύκολα διολισθαίνει στη λογική της τυφλής πίστης. Αν δεν μπορεί να εμπιστευτεί το κράτος, βρίσκει νόημα στο “εμείς” μιας ομάδας. Έτσι, ο οπαδισμός γίνεται αντανάκλαση της θεσμικής παρακμής.
Το φαινόμενο αυτό, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να λειτουργήσει ακόμη και ως ανεπίσημος δείκτης διαφθοράς. Σε χώρες με χαμηλά επίπεδα διαφάνειας και υψηλά ποσοστά εγκληματικής διείσδυσης στην οικονομία, τα γήπεδα μετατρέπονται σε πεδία ανεξέλεγκτης βίας. Αντίθετα, σε χώρες με ισχυρούς θεσμούς, ο οπαδισμός παραμένει σε πλαίσια υγιή, χωρίς να εξελίσσεται σε παρακρατική δομή.
Η μαφία στην ελληνική περίπτωση δεν περιορίζεται στο ποδόσφαιρο.
Το οργανωμένο έγκλημα έχει απλωθεί σε εργολαβίες, δημόσια έργα, διακίνηση καυσίμων, τυχερά παιχνίδια. Η διασύνδεσή του με τμήματα της πολιτικής και οικονομικής ελίτ το καθιστά σχεδόν αόρατο και πανταχού παρόν. Το γήπεδο απλώς προσφέρει τη σκηνή όπου αυτό΄το κοινωνικό φαινόμενο γίνεται ορατό στο ευρύ κοινό. Εκεί όπου οι συγκρούσεις ξεσπούν απροκάλυπτα, εκεί όπου η τυφλή αφοσίωση βαφτίζεται “πίστη” και ο σεβασμός στον νόμο θεωρείται αδυναμία.
Γιατί η ένταση του οπαδισμού μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βαρόμετρο της διαφθοράς; Η απάντηση μοιάζει σχεδόν αυτονόητη. Δεν είναι οι οπαδοί διεφθαρμένοι. Είναι το κοινωνικό περιβάλλον που τους ωθεί σε μορφές συλλογικής συμπεριφοράς που μιμούνται τις δομές της διαφθοράς. Ιεραρχίες χωρίς διαφάνεια, απόλυτη πίστη στον αρχηγό, βία ως μέσο επίλυσης διαφορών και υποκατάσταση των θεσμών από την ισχύ.
Το ερώτημα που μένει είναι πώς μπορεί να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος. Οι απαντήσεις δεν βρίσκονται μόνο στην αστυνόμευση των γηπέδων, αλλά πρωτίστως στη θωράκιση των θεσμών, στην ανεξάρτητη δικαιοσύνη, στη διαφάνεια της πολιτικής και της οικονομίας. Όσο η κοινωνία ανέχεται μαφίες να δρουν ανεμπόδιστα στην καθημερινή ζωή, άλλο τόσο θα τις συναντά και στις κερκίδες.
Ο οπαδισμός, τελικά, είναι ένας κοινωνικός καθρέφτης. Και ό,τι αντικρίζουμε εκεί δεν είναι απλώς “ανεγκέφαλοι” φίλαθλοι, αλλά η εικόνα της ίδιας της κοινωνίας μας. “Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω”, όπως θα έλεγε και η ποιήτρια.