Λουκάς Βελιδάκης: Εκεί όπου ξεκίνησαν όλα
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 211 ΦΟΡΕΣ
Γράφει ο
Λουκάς Βελιδάκης
Ανεβαίνοντας τον στενό λευκό διάδρομο με τα σκαλιά στα γραφεία της «Ροδιακής», εκείνο το μακρινό καλοκαίρι του 1996, δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα ακολουθήσει.
Τότε, απολύτως πρωτάρης στη δημοσιογραφία, με μηδενική εμπειρία, μα περίσσιο θράσος, χτύπησα την πόρτα του Θανάση Μαρασιώτη, του τότε διευθυντή της εφημερίδας: «Γεια σας, θέλω να εργαστώ μαζί σας». Δεν γνώριζα άνθρωπο εκεί. Δεν μπορούσα να φανταστώ επίσης ότι αυτή η πρώτη συζήτηση κι ό,τι ακολούθησε θα άφηνε τόσο ισχυρό αποτύπωμα.
Από εκείνη τη μέρα ξεκίνησε το πρώτο μεγάλο κεφάλαιο της πορείας μου. Στη «Ροδιακή» έμαθα τι θα πει ρεπορτάζ και τι σημαίνει να κουβαλάς την ευθύνη του λόγου. Ο Βαλέριος Πελλός, μια φιγούρα βγαλμένη από μυθιστόρημα του Μάρκαρη, με προειδοποιούσε: «Μην φοβάσαι τίποτα, γράφε ό,τι πιστεύεις». Ο Μαρασιώτης επαναλάμβανε: «Αν είναι είδηση, πρέπει να γραφτεί». Ο Σπύρο Παγκάς, ο Λουκάς και ο Μιχάλης Μαστής με έσπρωχναν έξω: «Οι ειδήσεις βγαίνουν στο πεζοδρόμιο». Αυτές οι φράσεις έγιναν κανόνες για μένα – κι ακόμα με ορίζουν.
Εκείνα τα χρόνια της αθωότητας, κάθε καλοκαίρι είχε το ίδιο τελετουργικό. Ανάμεσα στις σπουδές μου στην Αθήνα αρχικά και στην Αγγλία αργότερα, η πρώτη μου κίνηση μόλις έφτανα στη Ρόδο ήταν να πάω στη «Ροδιακή». Να ρωτήσω «πού θα είναι το γραφείο μου, σε ποια σελίδα η στήλη μου;». Κι έμπαινα αμέσως στη δουλειά. Δεν ήταν υποχρέωση, ήταν ψυχική ανάγκη. Έκανα αυτό που μου έδινε πνευματικό καύσιμο και ταυτόχρονα αίσθημα χαράς.
Κι εκείνα τα χρόνια κατάλαβα τη δύναμη του Τύπου. Ένα ρεπορτάζ μου για έργα που χρόνιζαν στο κέντρο της πόλης είχε αποτέλεσμα την επόμενη κιόλας μέρα να εμφανιστούν συνεργεία και να ανοίξουν τον δρόμο.
Λίγο αργότερα, όταν δέχτηκα απειλές από αιρετό για ένα θέμα που αφορούσε σε κέντρο νεότητας στους Αγίους Αποστόλους, το είπα στον Μαρασιώτη και εκείνος απάντησε κοφτά: «Γράφ’ τον αυτόν. Γράψε το θέμα - την αλήθεια». Το κέντρο άνοιξε λίγες μέρες μετά και έλαβα πρόσκληση για τα εγκαίνια.
Αυτές οι εμπειρίες καταγράφονται σαν εντολές στο DNA σου, σαν ξόρκια που σ’ ακολουθούν και σε διαμορφώνουν. Είναι κατά κάποιο τρόπο οι ευχές που μ’ έκαναν το «αγύριστο κεφάλι» που είμαι σήμερα – και δεν αλλάζω πια.
Θυμάμαι επίσης μία κωμική εμπειρία, όταν με προσήγαγαν αστυνομικοί επειδή φωτογράφιζα κακοτεχνίες σε δρόμο στο Τσαΐρι, δίπλα στο στρατόπεδο. Είχα πάει με δανεικό μηχανάκι (της φίλης μου της Κυριακής Πετρίδου, που μαζί ξεκινήσαμε – εγώ πάντα Κούλα θα τη λέω...), χωρίς ταυτότητα - 20 χρονών παιδί, έμοιαζα όντως... ύποπτος.
Είχα την αίσθηση ότι αν πω «είμαι από τη Ροδιακή» θα με αφήσουν ήσυχο· μόνο που τότε δεν με ήξερε κανείς. Και μου έμεινε το ψευδώνυμο «κατάσκοπος» να υπογράφω στη στήλη με τα παραπολιτικά.
Ένα παράπονο που κουβαλάω είναι ότι δεν είχα ποτέ για διευθυντή τον Γιώργο Ζαχαριάδη, που για χρόνια ηγήθηκε της «Ροδιακής».
Στα δικά μου χρόνια ήταν στην «Πρόοδο», την «ανταγωνίστρια» εφημερίδα. Κι όμως, ανάμεσα στα εμβληματικά έντυπα της Ρόδου, ανάμεσα στους παλαιάς κοπής δημοσιογράφους, υπήρχε ευγενής άμιλλα και σεβασμός.
Ο Ζαχαριάδης, με καλούσε κατά καιρούς για πληροφορίες για κάποιο θέμα – ειδικά στον κακό χαμό με το Φαληράκι, που κάλυπτα συνεχώς το ρεπορτάζ. Με «στόλιζε» με γαλλικά όταν με έβλεπε. Στην αρχή δεν καταλάβαινα γιατί. Οι συνάδελφοι μού εξήγησαν: «Αν σε βρίζει, σημαίνει ότι σε εκτιμά, σε θεωρεί καλό δημοσιογράφο». Το πήρα σαν παράσημο.
Ανεξίτηλη μένει και η πρώτη φορά που είδα το όνομά μου τυπωμένο. Καλοκαίρι του ’96, άρθρο με θέμα «νέοι και πολιτική» - η μνήμη με προδίδει.
Το βράδυ εκείνο γυρνούσα σ’ όλη την πόλη με την τότε κοπέλα μου, ψάχνοντας στα περίπτερα το φύλλο που μόλις είχε βγει από το τυπογραφείο. Ήταν η πρώτη (και τελευταία) φορά που ενθουσιάστηκα κοιτώντας δημοσίευμά μου. Οδηγούσα το μηχανάκι και κόρναρα λες και πήραμε πρωτάθλημα.
Τέλη της δεκαετίας του ’90, εποχές διαφορετικές - δίναμε χειρόγραφα σε λαδόκολλα, δεν είχαμε pc, Το internet εμφανιζόταν δειλά (κι αργά), όπως και τα κινητά τηλέφωνα.
Κι όμως, η εφημερίδα έβγαινε κάθε μέρα γεμάτη τοπικές ειδήσεις. Αυτή η καθημερινή πάλη ήταν κάτι σαν πανεπιστήμιο για μένα.
Χαίρομαι που έζησα τα χρόνια της δημοσιογραφικής αθωότητας στη «Ροδιακή». Γιατί πέρα από σχολείο, διαμόρφωσε και την επαγγελματική μου ηθική· το πώς αντιλαμβάνομαι τι θα πει είδηση - τι σημαίνει ευθύνη απέναντι στον αναγνώστη.
Τώρα, από το γραφείο μου στην «Καθημερινή», σχεδόν 30 χρόνια μετά, ένα κομμάτι μου βρίσκεται πάντα στη Ρόδο, σε εκείνη την αίθουσα σύνταξης – στο πρώτο μου σπίτι.
Η «Ροδιακή» συμπληρώνει 110 χρόνια· κι όσοι περάσαμε από εκεί κουβαλάμε μαζί μας την ευθύνη και την τιμή αυτής της παράδοσης.
Κι έχω μια σκέψη να με συνοδεύει: πριν κρεμάσω τα δημοσιογραφικά μου παπούτσια, κάποια στιγμή στο μέλλον, θέλω το τελευταίο μου άρθρο να το γράψω ξανά εκεί όπου ξεκίνησαν όλα.
Κι αυτό θα είναι ένα «ευχαριστώ» από καρδιάς.