Το 20% των μαθητών βρίσκονται στο φάσμα του τελικού αναλφαβητισμού

Το 20% των μαθητών βρίσκονται στο φάσμα του τελικού αναλφαβητισμού

Το 20% των μαθητών βρίσκονται στο φάσμα του τελικού αναλφαβητισμού

Ελευθερία Πελλού

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1258 ΦΟΡΕΣ

Ιδιαιτέρως ενδιαφέρον το σεμινάριο για τις μαθησιακές δυσκολίες που πραγματοποιήθηκε στη Ρόδο

Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικοί αναζητούν «απαντήσεις» στα θέματα που αφορούν τις μαθησιακές δυσκολίες.

Με στόχο λοιπόν την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης σε θέματα Μαθησιακών Δυσκολιών, πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα διήμερο σεμινάριο από το Κέντρο Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού (ΚΕ.ΣΥ.Π.) Ρόδου σε συνεργασία με την Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, τη Σύμβουλο Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης 17ης Περιφέρειας, το Τμήμα ΕΠΚΑ Β/θμιας Εκπαίδευσης Νοτίου Αιγαίου & την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου».

Το σεμινάριο έγινε στην αίθουσα του Ιδρύματος Σταματίου και η προσέλευση ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, αποδεικνύοντας το μεγάλο ενδιαφέρον που υπάρχει για το θέμα αυτό.
Ομιλητές ήταν ο κ. Γεώργιος Μπάρμπας Επίκουρος Καθηγητής ΤΕΠΑΕ ΑΠΘ, η Δρ. Μαρία Δερέκα Σχολική Σύμβουλος 17ης Περιφέρειας Ειδικής Αγωγής, ο κ. Βησσαρίων Ζωϊδης Εκπαιδευτικός Ειδικής Αγωγής Αν. Προϊστάμενος ΚΕ.Δ.Δ.Υ. Κω και ο κ. Δημήτριος Σιδεράς, Κλινικός Ψυχολόγος, οι οποίοι στο πλαίσιο της εκδήλωσης μίλησαν στην «Ροδιακή».

Δρ. Μαρία Δερέκα: «Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητα και Μέθοδοι Αντιμετώπισης.» ή ΔΕΠΥ
Που αντιμετωπίζεται συχνότερα σε ποια βαθμίδα εκπαίδευσης (δημοτικό, γυμνάσιο ή Λύκειο) η ΔΕΠΥ;

Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ) είναι ένα θέμα το οποίο μας απασχολεί πάρα πολύ κυρίως στην προσχολική και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Και αυτό γιατί στην προσχολική μπορεί να γίνει σύγχυση μεταξύ του ΔΕΠΥ και ενός παιδιού ζωηρού, όπου μερικές φορές οι γονείς λανθασμένα λένε ότι το παιδί μου έχει υπερκινητικότητα, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα ζωηρό παιδάκι όπως πρέπει να είναι ένα παιδί στο νηπιαγωγείο και από την άλλη πλευρά μας απασχολεί πάρα πολύ στην σχολική ηλικία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης γιατί η ΔΕΠΥ οδηγεί σε ένα μεγάλο βαθμό σε παραβατικότητα, με ότι σημαίνει αυτό. Άρα λοιπόν θέλει ιδιαίτερη προσοχή η αντιμετώπιση, πέρα από ότι θα αναφέρουμε είναι και θέμα ψυχοθεραπείας ατομική και ομαδική.

Ποια τα συμπτώματα που θα δει ένας γονιός στο παιδί του και θα ανησυχήσει και θα το ψάξει περισσότερο;
Θα πούμε μερικά πολύ πολύ βασικά, αλλά εδώ μιλάμε για ένα πολύ μεγάλο αριθμό συμπτωμάτων τα οποία στηρίζονται σε έναν αριθμό από τεστ που γίνονται από ψυχολόγους.
Μερικά από τα βασικότερα ωστόσο είναι: η διαρκής κίνηση ποδιών και χεριών, κίνηση του σώματος και επί τόπου αλλά και γύρω από το χώρο π.χ. γύρω από ένα θρανίο, μέσα στην τάξη κ.α.
Το δεύτερο είναι ότι αυτά τα άτομα έχουν παρορμητικότητα, δεν ελέγχουν τι θα πουν.

Το τρίτο είναι ότι υπάρχει συνήθως απόσπαση της προσοχής π.χ. το μυαλό τους, τα ματάκια τους πηγαίνουν δεξιά αριστερά σε άλλα πράγματα τα οποία τους απασχολούν και αυτό οφείλεται στο ότι δεν μπορούν να φιλτράρουν εκείνο το ερέθισμα το οποίο είναι περισσότερο σημαντικό. Δηλαδή, μπορεί να ακούνε την ομιλία, μπορεί να ακούνε ένα αυτοκίνητο που περνάει, να ακούνε ένα μηχανάκι, την καρέκλα που τρίζει και τον δάσκαλο. Προσπαθούν να τα ακούσουν όλα αυτά ταυτόχρονα, δεν μπορούν να εστιάσουν λόγω ανεπάρκειας φιλτραρίσματος στον εγκέφαλο, στο πιο σημαντικό για εκείνους ερέθισμα.

Από εκεί και πέρα, ένα επίσης ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι ότι δεν ολοκληρώνουν ποτέ αυτό το οποίο ξεκινάνε, είτε στον τομέα της εργασίας τους είτε στον τομέα των ασκήσεων και γενικότερα είναι άτομα που ξεκινάνε κάτι και το αφήνουν στην μέση. Αυτά είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά. Υπάρχουν συνωδά συμπτώματα τα οποία προέρχονται και αυτά – και αυτό είναι πολύ βασικό να ξεκαθαριστεί σε σχέση με την δυσλεξία- είναι οι μαθησιακές δυσκολίες οι οποίες προέρχονται από την απόσπαση προσοχής και την υπερκινητικότητα. Δεν είναι εγγενής οι μαθησιακές δυσκολίες, ενώ μία δυσλεξία είναι εγγενής, γεννιέται το παιδί με δυσκολία στον γραπτό λόγο, εδώ οι δυσκολίες προκύπτουν από την διαταραχή.

Υπάρχουν τρόποι αντιμετώπισης για ένα παιδί που έχει ΔΕΠΥ;
Η γνωστότερη και βασικότερη μέθοδος είναι η τροποποίηση της συμπεριφοράς. Δηλαδή κανόνες οι οποίοι στηρίζονται σε συγκεκριμένες ανταμοιβές και απουσία ανταμοιβής, δηλαδή η όλη λογική είναι να μπορέσουν να τροποποιήσουμε την συμπεριφορά του παιδιού όταν πρόκειται να υπάρχει ένα αποτέλεσμα εξαιτίας της συμπεριφοράς της οποίας ζητάμε να μας επιδείξει. Κάτι πρέπει να πάρει, κάτι πρέπει να δοθεί. Αυτό λοιπόν είναι πάρα πολύ σημαντικό να μπορέσει να το βρει ο δάσκαλος με διάφορες τεχνικές.

Η δεύτερη λύση είναι σε πολύ ακραίες περιπτώσεις φαρμακευτική αγωγή και όπως ανέφερα και προηγουμένως ψυχοθεραπεία ατομική και οικογένειας πολλές φορές, γιατί μην ξεχνάμε πως πολλά από αυτά που βλέπουμε σε συγκεκριμένα παιδιά μπορεί να υπάρχουν εγγενής σαν προβλήματα αλλά πυροδοτούνται και από ένα περιβάλλον οικογενειακό το οποίο βρίσκεται σε μεγάλη ένταση.

Σε περίπτωση που δούμε αυτά τα συμπτώματα σε ένα παιδί ωστόσο δεν είμαστε αρκετά καλοί γνώστες ώστε να διακρίνουμε να αντιληφθούμε ότι χρειάζεται φροντίδα. Το ΔΕΠΥ θα ακολουθεί το παιδί και στην μετέπειτα πορεία της ζωής του και αν θα υπάρχει διαφοροποίηση των συμπτωμάτων;
Εκείνο που αλλάζει με τα χρόνια και βελτιώνεται είναι η υπερκινητικότητα. Η απόσπαση προσοχής δεν τροποποιείται ιδιαίτερα, αλλά σίγουρα μία έγκαιρη γνώση της κατάστασης μπορεί να βοηθήσει το παιδί μας και εμάς τους ίδιους στο να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα λιγότερο επώδυνα. Βρίσκονται κάποιες τεχνικές αντιμετώπισης και έτσι είναι μικρότερο το κόστος και για το παιδί και για την οικογένεια. Αλλά ολοκληρωμένη αντιμετώπιση να πούμε ότι ένα παιδί με ΔΕΠΥ θα πάψει πλέον μεγαλώνοντας να το έχει είναι δύσκολο.

Ένας γονιός που θα πρέπει να απευθυνθεί προκειμένου να διαπιστώσει αν το παιδί του έχει ΔΕΠΥ;
Κυρίως είναι ένα θέμα το οποίο μπορούν να το γνωρίζουν ψυχολόγοι και ίσως και παιδοψυχίατροι εάν είναι σε μεγαλύτερο βαθμό γιατί πέρα από τη ΔΕΠΥ υπάρχει η εναντιωματική προκλητική διαταραχή και ακόμη ένα σκαλί παραπάνω η διαταραχή αγωγής.

Οπότε εδώ χρειαζόμαστε εκτός από ψυχολόγο και παιδοψυχίατρο. Ο πρώτος που θα πει στους γονείς ότι το παιδί τους διαφοροποιείται είναι ο παιδίατρος, ένα δεύτερο άτομο που μπορεί πολύ καλά να γνωρίζει είναι ο δάσκαλος/ εκπαιδευτικός γιατί βλέπει τη διαφορά σε σχέση με τον μέσο όρο της τάξης και από εκεί και πέρα ο γονέας θα απευθυνθεί είτε σε κάποιο παιδοψυχιατρικό κέντρο ή στα γνωστά μας πλέον ΚΕ.Δ.Δ.Υ.

Δημήτριος Σιδεράς: «Προτάσεις διαχείρισης της Προβληματικής Συμπεριφοράς στο Σχολικό Περιβάλλον»
Τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει η συμπεριφορά των παιδιών στα σχολεία. Έχει αυξηθεί το ποσοστό εμφάνισης προβλημάτων όπως αντικοινωνική συμπεριφορά, βία, εκφοβισμός κ.α;

Πάντοτε αυτά τα πράγματα υπήρχανε, η διαχείριση μπορεί να ήταν διαφορετική, μπορεί δηλαδή να μην ήταν τόσο απαξιωμένος ο θεσμός του σχολείου, γιατί μπορεί οι μελετητές να μην ήταν τόσοι πολλοί, ή οι εταιρείες οι οποίες ήθελαν να ερευνήσουν αυτό το φαινόμενο, για τους δικούς τους λόγους, να μην ήταν τόσες πολλές. Αυτή είναι η μία εκδοχή.

Η άλλη είναι αυτή που λέει ότι, σε μία κοινωνία η οποία ουσιαστικά απαξιώνει θεσμούς καθημερινά, σε μία ανασφαλή και βίαιη κοινωνία, στην μικρογραφία του σχολείου το μόνο αναμενόμενο είναι να βρούμε πράγματα τα οποία τα βρίσκουμε και εκτός σχολείου, απλά επειδή ορισμένες φορές είμαστε πιο ευαίσθητοι με το κομμάτι που λέγεται παιδιά, προέφηβοι και έφηβοι. Πολλές φορές φαίνεται να τα εντοπίζουμε εκεί, να δίνουμε μία μεγαλύτερη σημασία από αυτήν που έτσι και αλλιώς κοινωνικά έχουμε.

Εάν είμαστε γονείς και αντιληφθούμε ότι το παιδί μας δέχεται bullying στο σχολείο πώς να το διαχειριστούμε αυτό σε σχέση πάντα με το παιδί;
Θα σας έλεγα ότι ο πιο ασφαλής τρόπος είναι η σχέση. Δηλαδή ένα «κανάλι» ανοικτό αμφίδρομης επικοινωνίας μεταξύ γονέα και παιδιού. Οπότε θα έλεγα ότι θα είχε νόημα για μένα να κάνουμε βήματα πριν φτάσουμε στο να κακοποιηθεί να θυματοποιηθεί ένα παιδί, δηλαδή στο κομμάτι που λέγεται πρόληψη. Στην οικογένεια η πρόληψη παίρνει την μορφή της αγάπης, της επικοινωνίας, της αποδοχής και της εμπιστοσύνης.
Αν υπάρχουν αυτά τα πράγματα, αν υπάρχει μία ενδεδειγμένη σχέση με το παιδί τότε φαίνεται ότι όχι μόνο το bullying αλλά και άλλα πράγματα μπορούμε να γλιτώσουμε.

Και αν το παιδί μας είναι αυτό που κάνει bullying σε άλλα παιδιά;
Δεν θα έλεγα κάτι διαφορετικό υπό την έννοια ότι εάν έχουμε ένα παιδί θύτη κατά το κοινώς λεγόμενο, εξακολουθεί να είναι ένα παιδί μιας μητέρας και ενός πατέρα, που και αυτό μέσα στη δυσκολία του χρειάζεται αντίστοιχη πλαισίωση. Ο καλύτερος λοιπόν τρόπος αντιμετώπισης είναι η επικοινωνία, η συνεργασία και η εμπιστοσύνη ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, στα μέλη και στη μικρή οικογένεια που λέγεται σχολείο, και όπου χρειάζεται η συνεργασία με τον οποιοδήποτε φορέα, θα μπορούσε να είναι χρήσιμος ως βοηθητικός στο να επιλυθούν τέτοια ζητήματα. Να μην φοβόμαστε δηλαδή αυτά τα θέματα να τα «ανοίξουμε».

Γεώργιος Μπάρμπας: «Προβλήματα Σχολικής Μάθησης: Μια Παιδαγωγική Ερμηνεία και Αντιμετώπιση»
Με τα προβλήματα μάθησης που εμφανίζονται συνολικά στο σχολείο, μέρος των μαθητών που εμφανίζουν προβλήματα μάθησης έχουν ανεπάρκειες ή αναπηρίες και ανήκουν στην γενική εκπαίδευση. Οι περισσότεροι όμως δεν είναι, δεν έχουν ανεπάρκειες αλλά έχουν σοβαρά προβλήματα μάθησης και αυτό είναι ένα θέμα το οποίο δυστυχώς δεν μας απασχολεί. Μας απασχολεί μονάχα η ειδική εκπαίδευση. Αλλά δεν μας απασχολεί καν ότι έχουμε ένα μεγάλο αριθμό μαθητών που είναι μέσα στο λειτουργικό αναλφαβητισμό, δηλαδή τελειώνουν την δευτεροβάθμια εκπαίδευση λειτουργικά αναλφάβητοι και αυτό κάπου το έχουμε συνηθίσει να είναι «φυσιολογικό» και δεν ασχολούμαστε με αυτό.

Που οφείλεται το μεγάλο ποσοστό μαθητών με λειτουργικό αναλφαβητισμό;
Για να το καταλάβουμε αυτό καλύτερα θα πρέπει να κοιτάξουμε το σύνολο του μαθητικού πληθυσμού. Γιατί ο λειτουργικός αναλφαβητισμός είναι η «κορυφή του παγόβουνου», δεν είναι ένα μεμονωμένο φαινόμενο.
Και κάποια στοιχεία που έχουμε – γιατί δυστυχώς δεν έχουμε πολλά- μπορούν να τεκμηριώσουν την υπόθεση ότι συνολικά, η παραγόμενη μάθηση στο ελληνικό σχολείο είναι χαμηλότερη και από εκεί που την θέλει το αναλυτικό πρόγραμμα (τους στόχους δηλαδή) και από εκεί όπου οι γνωστικές ικανότητες των μαθητών μπορούν να φτάσουν, είτε στο τέλος του Γυμνασίου, είτε στο τέλος του Λυκείου.

Αυτό είναι ένα πρόβλημα το οποίο επίσης δεν μας έχει απασχολήσει στην Ελλάδα. Δηλαδή ποτέ δεν έχουμε κάνει μία εκτίμηση, μία αξιολόγηση του αποτελέσματος του σχολείου. Κάτι που συμβαίνει σε όλες τις χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Δεν ξέρουμε δηλαδή επισήμως αυτή τη στιγμή κατά πόσο αποτελεσματικός είναι ο τρόπος μάθησης που διδάσκονται τα παιδιά στα σχολεία. Μετά θα δούμε τι φταίει, πρώτα πρέπει να δούμε αν τα παιδιά μαθαίνουν και τι μαθαίνουν. Αυτό όμως δεν το ξέρουμε!

Έχουμε κάποιες ενδείξεις ότι δεν πάνε καλά τα πράγματα, από δεδομένα που είτε συγκεντρώνουν ερευνητές από δικές τους έρευνες, που όμως δεν μπορούν να έχουν την εμβέλεια μιας έρευνας σε πανεθνική κλίμακα που μόνο το υπουργείο μπορεί να κάνει, όπως κάνουν όλες οι χώρες.
Έχουμε ενδείξεις από συγκριτικές έρευνες που γίνονται από άλλα κράτη του εξωτερικού όπως είναι η αξιολόγηση της Πίζα ή και άλλων φορέων όπου εκεί είμαστε σε χαμηλά επίπεδα, συστηματικά και σταθερά από τα μέσα του ’90 είμαστε κάτω από το μέσο όρο της Ε.Ε. και το ΟΟΣΑ, στις τελευταίες θέσεις.

Σε βασικά μαθήματα όπως είναι η γλώσσα, τα μαθηματικά και η φυσική έχουμε ενδείξεις από το ποσοστό των μαθητών που πηγαίνει μετά το Γυμνάσιο στην τεχνική εκπαίδευση, που στην Ελλάδα δυστυχώς δεν είναι μία θετική επιλογή αλλά μία αρνητική επιλογή διότι αυτοί που δεν μπορούν να «σταθούν» στο Γενικό Λύκειο πηγαίνουν στην τεχνική εκπαίδευση, και είναι ένας στους τρεις ή ένας στους τέσσερις. Δεν είναι λίγοι και είναι οι μαθησιακά «άχρηστοι» έτσι τους ονομάζουμε (το «άχρηστοι» δεν είναι δικός μου χαρακτηρισμός όπως καταλαβαίνεται).

Από έρευνες που έχουμε κάνει εμείς, για παράδειγμα στα μαθηματικά, βλέπουμε ότι τα παιδιά του Γυμνασίου είναι πολύ πιο χαμηλά από εκεί που τους θέλει το αναλυτικό πρόγραμμα. Παρόλα αυτά εμείς σαν εκπαιδευτικοί συνολικά, σαν υπουργείο, σαν παιδαγωγοί – ερευνητές δεν βάζουμε ποτέ το ερώτημα: Που βρισκόμαστε, πάμε καλά, χρειάζεται να βελτιώσουμε τα πράγματα;
Δεν το έχουμε θέσει αυτό ούτε καν σαν ερώτημα.

Μία πρώτη ερμηνεία γιατί παράγεται αυτό το αρνητικό αποτέλεσμα;
Θέλω να σας πω ότι το ερώτημα αυτό, οι περισσότερες αναπτυγμένες χώρες το έχουν θέσει στον εαυτό τους πρακτικά, αριθμητικά και με μέτρα βελτίωσης από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, δηλαδή πριν από περίπου μισό αιώνα, ενώ εμείς δεν έχουμε πάρει χαμπάρι ότι υπάρχει τέτοιο ερώτημα.

Οι σημαντικότερες αιτίες που πιστεύεται ότι έχουμε χαμηλό επίπεδο μάθησης στη χώρα μας;
Αυτό έχει να κάνει κυρίως με τον τρόπο που οργανώνεται και υλοποιείται η μαθησιακή διαδικασία στην τάξη. Εκεί αντιστρατευόμαστε βασικές αρχές της μάθησης όπως μας της δίνει η έρευνα από την γνωστική ψυχολογία, αυτά που είναι κοινώς αποδεκτά σε επιστημονικό επίπεδο σήμερα και που εμείς παρόλα αυτά, κάνουμε τα ανάποδα.

Όπως για παράδειγμα η διδασκαλία μας σε συντριπτικό αριθμό των εκπαιδευτικών σε όλες τις βαθμίδες, είναι αυτό που λέμε μετωπική, δηλαδή προσπαθούμε να μεταφέρουμε τη γνώση. Και οι διάφορες προσπάθειες που γίνονται είναι περισσότερο για να το κάνουν αυτό πιο «πιασάρικο» δηλαδή με νέες τεχνολογίες, διαδραστικούς πίνακες κ.α. αλλά η λογική παραμένει η ίδια: να μεταφέρω τη γνώση.

Αλλά η γνώση ξέρετε δεν μεταφέρεται, κτίζεται! Και επειδή όλο το επίπεδο κατεβαίνει προς τα κάτω, έχουμε το σημαντικό ποσοστό της τάξης του 20% παιδιών που βρίσκονται στο φάσμα του τελικού αναλφαβητισμού. Αυτό όπως καταλαβαίνετε θα δημιουργήσει σε αυτά τα παιδιά πολύ σοβαρά προβλήματα σε κοινωνικό επίπεδο, ειδικά στις εποχές που ζούμε όπου είναι δυσεύρετη η εργασία και τα προσόντα τα ουσιαστικά και τα τυπικά που χρειάζεται κανείς είναι αυξημένα.

Εμείς ως γονείς μπορούμε να συμμετάσχουμε με τον όποιο τρόπο ώστε το παιδί μας να έχει ένα καλύτερο τρόπο μάθησης ή είναι καθαρά εκπαιδευτικό το θέμα αυτό;
Η σχολική μάθηση είναι υπόθεση του σχολείου. Αλίμονο αν μεταφέρουμε εμείς οι παιδαγωγοί – εκπαιδευτικοί την ευθύνη στον γονιό. Ο ρόλος του γονιού είναι άλλος. Εδώ βέβαια πρέπει να πω, πως στην ελληνική κοινωνία γενικότερα και στους γονείς δεν υπάρχει αναζήτηση διότι σαν κοινωνία έχουμε προσανατολιστεί – εδώ και δεκαετίες όχι τώρα- στην αναζήτηση πτυχίων!

Για εμάς – τους γονείς- καλό σχολείο είναι αυτό που βάζει παιδιά στο Πανεπιστήμιο, που περνά τις πανελλαδικές εξετάσεις! Δεν μας νοιάζει εάν έμαθε, αλλά πως θα περάσει! Για αυτό και καλό Λύκειο είναι το Λύκειο το οποίο βρίσκεται κοντά στην έννοια του καλού φροντιστηρίου. Από εκεί και μετά δεν μας ενδιαφέρει αν το παιδί έμαθε, έχει επιδεξιότητες στα μαθηματικά, στη φυσική, στη γλώσσα! Μπορεί να πάρει ένα 19 στις πανελλαδικές, αυτό μας ενδιαφέρει!

Οπότε δεν περιμένω από τους γονείς οι οποίοι δεν έχουν και τις προϋποθέσεις, διότι δεν είναι εκπαιδευτικοί για να γνωρίζουν τι σημαίνει αποτελεσματική μάθηση. Είναι δική μας δουλειά και κατά τη γνώμη μου, με πρώτη και κύρια ευθύνη των πανεπιστημίων διότι, το τι γίνεται στα σχολεία, το τι κάνουν οι εκπαιδευτικοί, σε μεγάλο βαθμό επηρεάζεται από το τι έρευνα κάνουμε εμείς, που σπρώχνουμε τα πράγματα πως εμείς εμπλεκόμαστε στην εκπαίδευση. Εάν εμείς (οι πανεπιστημιακοί) δεν ψάχνουμε λοιπόν την ποιότητα του αποτελέσματος δεν θα το ψάξουν άρα ούτε και οι εκπαιδευτικοί.

Βησσαρίων Ζωϊδης: «Η Συμβολή του Εκπαιδευτικού στη Διαδικασία της Διαφοροδιάγνωσης. Σύνταξη Παιδαγωγικής Έκθεσης και Ερμηνεία των Γνωματεύσεων»
Θεωρώ ότι στην αξιολογική διαδικασία ο εκπαιδευτικός παίζει και θα πρέπει να παίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο. Κατά συνέπεια η ευθύνη του εκπαιδευτικού ξεκινάει από την ανίχνευση των πιθανών μαθησιακών δυσκολιών των μαθητών που δεν έχουν διαγνωσθεί, ούτως ώστε με τα κατάλληλα μέτρα που θα πάρει να προτρέψει τον γονέα να κάνει παραπομπή του μαθητή στο ΚΕ.Δ.Δ.Υ για να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση του και βεβαίως την μεγαλύτερη παιδαγωγική ευθύνη την έχει στο πως αντιμετωπίζει τις δυσκολίες που έχουν οι μαθητές του. Σήμερα πλέον υπάρχουν πια εργαλεία, δηλαδή τρόποι εύκολοι, επιστημονικοί που μπορούν να τους εφαρμόσουν οι εκπαιδευτικοί μέσα στην τάξη, μέσα στο σχολείο και να έχουν μία πολύ σημαντική συμβολή στη διαδικασία της αξιολόγησης και της υποστήριξης των παιδιών.

Πιστεύεται ότι τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί στη χώρα μας ο αριθμός των παιδιών που αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες;
Όχι δεν το πιστεύω αυτό, πιστεύω ότι ο αριθμός ήταν πάντα ο ίδιος απλώς έχει αυξηθεί η πληροφόρηση που έχουμε γύρω από αυτό, οπότε και είμαστε πια σε θέση να εντοπίζουμε τις μαθησιακές δυσκολίες από πάρα πολύ μικρή ηλικία. Δηλαδή ουσιαστικά αυτή τη στιγμή είμαστε σε θέση, αν είχαμε κατάλληλη οργάνωση, να κάνουμε πρόληψη μαθησιακών δυσκολιών από την ηλικία του νηπιαγωγείου!

Όπως καταλαβαίνεται έτσι όλο και περισσότερα παιδιά εντάσσονται σε μία αξιολογική διαδικασία άρα ανακαλύπτουμε τις δυσκολίες τους, που δεν γινόταν τα προηγούμενα χρόνια και αυτό είναι που κάνει τον αριθμό να φαίνεται μεγαλύτερος. Φαίνεται λοιπόν μεγαλύτερος γιατί σήμερα τα ανακαλύπτουμε τα παιδιά και τα υποστηρίζουμε πριν από λίγα χρόνια (15- 20 χρόνια) μερικά πράγματα από αυτά που συζητάμε σήμερα ήταν εντελώς άγνωστα στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα ο διαχωρισμός να ήταν πολύ απλώς: τα «παίρνει» δεν τα «παίρνει» τα γράμματα και αυτός που δεν τα παίρνει να «πετιέται» έξω από το σύστημα γιατί δεν υποστηριζόταν.

Διαβάστε ακόμη

Ελευθερία Βασιλειάδη - Άθενα: "Τα προβλήματα των μηχανικών βρίσκονται πέρα και πάνω από τα κόμματα"

Ιάκωβος Γρύλλης: Το ΤΕΕ Δωδεκανήσου χρειάζεται ένα νέο ξεκίνημα

Χατζής (πρόεδρος ΠΟΞ): Ποιότητα δεν σημαίνει μόνο τετράστερα ή πεντάστερα ξενοδοχεία

Δήμαρχος Μεγίστης: «Έχουμε ανάγκη για έναν τουλάχιστον γιατρό γενικής ιατρικής»

Βάιος Καλοπήτας: «Εμείς παλεύουμε για το νησί μας κι εκείνοι παλεύουν για τις καρέκλες τους»

Ο 89χρονος Ροδίτης που έχει 6 παιδιά, 66 εγγόνια και δισέγγονα

Γιάννης Παππάς: «Οι Eυρωεκλογές δεν είναι επίδειξη επαναστατικής γυμναστικής»

Νίκος Παντελής: Ο κωμικός από τη Ρόδο, είναι το πιο «φρέσκο» πρόσωπο της ελληνικής stand-up σκηνής