Ο μοναδικός εν ζωή Ιταλός στρατιώτης του πολέμου, που παντρεύτηκε Ροδίτισσα

Ο μοναδικός εν ζωή Ιταλός στρατιώτης του πολέμου, που παντρεύτηκε Ροδίτισσα

Ο μοναδικός εν ζωή Ιταλός στρατιώτης του πολέμου, που παντρεύτηκε Ροδίτισσα

Pοδούλα Λουλουδάκη

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 3159 ΦΟΡΕΣ

Ο Φράγκο Γκαρούφι, στα 93 του ζει στην Ιαλυσό και θυμάται

Οι Ιταλοί λένε «ξέρεις που θα γεννηθείς, μα δεν ξέρεις που θα ζήσεις»! Ο Φρατζέσκο ο Σικελός, είναι ο Φράγκο που το 1940 όταν ο Μουσολίνι κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα, ήρθε στη Ρόδο να πολεμήσει και δεν έφυγε ποτέ. Την έκανε τελικά πατρίδα του και σήμερα, στα 93 του χρόνια, είναι ο μοναδικός εν ζωή Ιταλός στρατιώτης στο νησί. Ήταν ανέτοιμος ο ιταλικός στρατός να πολεμήσει, αλλά κυρίως δεν τον ήθελε αυτόν τον πόλεμο στον οποίο τον έριξε ο Ντούτσε… για να προλάβει μια φορά τον Χίτλερ! Γι αυτό ο στρατός διασκέδαζε, ερωτευόταν, δημιουργούσε τελικά οικογένεια με τις όμορφες Ροδίτισσες. Πολλοί έρωτες χάθηκαν όταν οι Γερμανοί τους σκότωναν, τους έδιωξαν κακήν κακώς ή τους ξετρύπωναν από τις κρυψώνες, που τους παρείχαν οι ντόπιοι. Ο Φράγκο Γκαρούφι διεσώθη από τη λαίλαπα, έκανε οικογένεια με την Ευαγγελία, που πέθανε πριν από 12 χρόνια και ζει στην Ιαλυσό, όπου με δέχτηκε στο σπίτι του παρουσία του καλού του φίλου Τάκη Πιλατέρη, που μιλάει φαρσί τα ιταλικά. Έτσι, λέγοντας πολλές φορές «αλόρα», μετά μια λέξη ελληνική και ύστερα δέκα ιταλικές, ο Φράγκο γυρίζει πίσω το χρόνο. Δεν καταγράφει την ιστορική αλήθεια, είναι δουλειά των ιστορικών αυτή. Είναι η δική του αλήθεια κι έχει αξία! Πότε ήρθατε στη Ρόδο; Στις 16 Μαΐου του 1940, μαζί με επτακόσιους ακόμα στρατιώτες που ήρθαν εκείνες τις μέρες, με στρατιωτικά αεροπλάνα, απευθείας από την Ιταλία. Προσγειωθήκαμε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Κατταβιάς και ύστερα μας μετέφεραν στην κεντρική βάση, στο στρατιωτικό αεροδρόμιο των Μαριτσών. Ξέρατε ότι η Ιταλία είχε κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα; Όχι, εγώ ήμουν 18 χρονών τότε, άλλοι ήταν και 20 και 22. Έγινε επιστράτευση στην Ιταλία, ήταν νόμος. Οι γεννηθέντες τον 1919 έπρεπε να παρουσιαστούν. Αποχαιρέτησα τη μάνα μου, τον πατέρα μου, την αδελφή μου και τον αδελφό μου. Μας μάζεψαν, μας έδωσαν ένα ντουφέκι μοσκίτο και φυσίγγια, μας έντυσαν με τη στολή των Ιταλών στρατιωτών, γκρίζα ήταν… Δεν ήμασταν έτοιμοι για πόλεμο, δεν ξέραμε τότε για πόλεμο. Νομίζαμε ότι ερχόμασταν για τη βάση στα Μαριτσά. Όταν φτάσαμε ξεκινήσαμε την ανίχνευση της περιοχής. Γυρνώντας το βράδυ έδιναν δουλειά στον καθένα. Εμένα με πήγαν στην κουζίνα, εκεί συνάντησα τον Σαλβατόρε, έναν φίλο μου, από την Σικελία κι αυτόν. Μου λέει «θα σε κρατήσω κοντά μου, θα μιλήσω εγώ στον καπετάνο, θα ξεκινήσεις να καθαρίζεις πατάτες, θα κάνεις τέτοια…». Σκοπιά δεν έκανα ποτέ, ούτε σε επιχειρήσεις πήγα, έμεινα στην κουζίνα με τον Σαλβατόρε και πέρασα καλά. Ήταν αρχιμάγειρας και εκτός από μένα είχε άλλους τρεις βοηθούς. Στο αεροδρόμιο στα Μαριτσά έμεινα δύο χρόνια. Πόσους Ιταλούς στρατιώτες είχε τότε η Ρόδος; Μπορεί να είχε 60.000, έτσι πιστεύω. (Για 38.000 κάνουν λόγο τα επίσημα στοιχεία) Όπου είχε βουνό είχε στρατό πολύ, τον περισσότερο στην Παστίδα, αλλά και στη Φιλέρημο, στα Μαριτσά, στην Κάλαθο, στην Κατταβιά. Αλλού είχε φυλάκια. Στον Προφήτη Ηλία που βρισκόταν ο De Vecchi, ο διοικητής της Ρόδου, είχε πολύ στρατό. Μεγάλο στρατόπεδο είχε και στη Ψίνθο. Γιατί είπατε ότι μείνατε μόνο δυό χρόνια στη βάση; Πού σας έστειλαν μετά; Το Μάιο του 1942 οι Εγγλέζοι βομβάρδισαν τα στρατιωτικά αεροδρόμια. Ένα πρωί ήχησαν οι σάλπιγγες στη βάση. Ο διοικητής μας είπε να φύγουμε, να μη μένουμε τα βράδια μέσα, κυρίως οι αξιωματικοί να βρουν σπίτι έξω. Ανέλαβα να ψάξω. Ήρθαμε με τον Σαλβατόρε στα Τριάντα, πήγαμε στο περίπτερο του Γιώργου του Σαχίνη, βράκες φορούσε. Μας είπε να προχωρήσουμε προς τη θάλασσα να βρούμε ένα μεγάλο σπίτι να ανέβουμε τη σκάλα. Βγήκε η οικοδέσποινα μας το έδειξε, είχε τέσσερις κρεβατοκάμαρες, σαλοτραπεζαρία, μπάνια. Κάναμε παζάρι και είπαμε σε κάθε κρεβατοκάμαρα θα μείνουν από δύο για να πληρώνουμε μαζί. Ο Σαλβατόρε πήγε, ενημέρωσε τους αξιωματικούς, είδαν το σπίτι, ενθουσιάστηκαν. Μείναμε οκτώ. Το πρωί στη βάση στα Μαριτσά, από το μεσημέρι έξω… Περνούσατε καλά λοιπόν στη Ρόδο! Πολύ ωραία περνούσαμε. Με τις μουσικές μας, τα γλέντια μας… Τις όμορφες Ροδίτισσες… Είχατε αναπτύξει σχέσεις, έρωτες… Βέβαια! Ένας από τους αξιωματικούς που μέναμε στο σπίτι, Μπιάτζιο τον λέγανε, άκουσε τo πιάνο και το τραγούδι μιας κοπέλας από μια βίλα στην παραλία. Στηνόταν από κάτω να την ακούσει, την ερωτεύτηκε, κατέβαινε κι εκείνη στην πόρτα το βράδυ. Μιλούσανε για το πιάνο, έπαιζε κι αυτός… Στη Νάπολη, ο πατέρας του είχε μεγάλο φαρμακείο. Μια μέρα της είπε να μιλήσει γι αυτόν στην οικογένειά της. Η οικογένεια τον δέχτηκε κι όλα πήγαιναν καλά, αλλά όταν ξέσπασε ο πόλεμος με τους Γερμανούς πολλοί φοβήθηκαν κι έφυγαν με βάρκες για την Τουρκία. Έφυγε κι η οικογένεια με το κορίτσι. Χάθηκε αυτός ο έρωτας. Ο δικός σας όμως με τη μετέπειτα γυναίκα σας, πήγε καλά. Πως την γνωρίσατε; Μια μέρα ένας αξιωματικός μου ζήτησε να βρω μια καλή μοδίστρα για τα πουκάμισά του. Ρώτησα και μ΄ έστειλαν στην Ευαγγελία. Ωραία κοπέλα! Της λέω, «το πουκάμισο του αξιωματικού να διορθωθεί»; Φορούσαμε πια όλοι πολιτικά για να μην δίνουμε στόχο. Έπιασα σχέσεις, της μάζευα πελάτες Ιταλούς για να τη βλέπω. Κάποια στιγμή οι συγγενείς της ρώτησαν «αυτός τι θέλει εδώ συνέχεια;». Σιγά-σιγά τα βρήκαμε με την Ευαγγελία. Ο γάμος μας έγινε 22 Δεκεμβρίου του 1943. Δεν είχε ταξί τότε, πήγαμε στη Σάντα Μαρία με άμαξα. Θυμάμαι εκείνη την περίοδο παντρεύτηκαν με Ροδίτισσες άλλοι τέσσερις με πέντε Ιταλοί που ήξερα. Μάθατε ποτέ πόσοι παντρεύτηκαν Ροδίτισσες; Από τους 60.000 που ήμασταν; Πρέπει να ήταν περίπου 700! Κάνατε οικογένεια, παιδιά… Ναι, τον Μικέλε και τη Σαρίνα. Ζουν στο Μπάρι, έρχονται κάθε χρόνο στη Ρόδο, πηγαίνω κι εγώ. Τα παιδιά μου μιλάνε άπταιστα τα ελληνικά, η γυναίκα μου ήθελε να μιλάνε ελληνικά στο σπίτι. Δεν σκεφτήκατε ποτέ να ζήσετε όλοι μαζί στην Ιταλία; Το 1949 έπρεπε να διαλέξω, ή να πάρω την ελληνική υπηκοότητα ή να φύγω. Φύγαμε όλη η οικογένεια μαζί. Σε ένα χρόνο άλλαξε πάλι ο νόμος στην Ελλάδα και γυρίσαμε πίσω. Η Ρόδος είναι ωραία, πολύ ωραία. Κι οι Ιταλοί μόνο φτιάξανε. Όσοι άλλοι ήρθανε χαλάσανε. Να γυρίσουμε στα χρόνια του πολέμου όταν η Ρόδος ήταν ο κύριος στρατιωτικός στόχος και των Συμμάχων και των Γερμανών. Τι έγινε όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν το νησί; Η Ιταλία το 1945 ήταν έτοιμη να παρατήσει τον πόλεμο. Οι Γερμανοί ήρθαν στη Ρόδο τον Σεπτέμβρη του 1943, αλλά Μουσολίνι και Χίτλερ ήταν ακόμα φίλοι. Κατέλαβαν τη Ρόδο βομβαρδίζοντας τα τρία στρατιωτικά αεροδρόμια: της Καλάθου, των Μαριτσών και της Κατταβιάς. Βομβάρδιζαν με τα Στούκας, τα οποία είχαν στην κοιλιά τους μόνο μια βόμβα. Το 1945, ενώ οι Ιταλοί περίμεναν τη συνθηκολόγηση, ο Γερμανός Διοικητής της Στρατιάς πήγε στον De Vecchi και του ζήτησε να παραδώσουμε τα όπλα. Οι περισσότεροι τότε δεν πιστέψαμε ότι η Ιταλία συμμάχησε με τις Συμμαχικές Δυνάμεις. Όσοι ήταν στη Φιλέρημο δεν παρέδωσαν τα όπλα. Το στρατόπεδο της Φιλερήμου διοικούσε και προστάτευε το αεροδρόμιο των Μαριτσών που ήταν το μόνο στρατιωτικό αεροδρόμιο τότε στην Ευρώπη το οποίο είχε δύο αεροδιαδρόμους, τον ένα εκ των οποίων για το νοτιά! Τότε, μόλις 200 Γερμανοί επιτέθηκαν στο στρατόπεδο της Φιλερήμου από την πίσω μεριά, από την Παστίδα δηλαδή ενώ οι Ιταλοί τους περίμεναν από μπροστά, από τα Τριάντα! Χρησιμοποίησαν ύπουλα μέσα για να φανεί ότι είναι πολλοί. Υπήρξε αιφνιδιασμός κι έτσι 200 Γερμανοί σκότωσαν εν ψυχρώ 3.000 Ιταλούς στρατιώτες! Οι Γερμανοί σε σκότωναν εν ψυχρώ, δεν σε λάβωναν. Όσους έπιασαν αιχμάλωτους τους έστειλαν στο ʼουσβιτς. Αυτοί που αρχικά παρέδωσαν τα όπλα σώθηκαν; Τους ανέβασαν σε καραβάκια για να τους στείλουν δήθεν στην Ιταλία. Κανένα απ΄ αυτά δεν πήγε στην Ιταλία, σε όλα είχαν βάλει ωρολογιακές βόμβες που έσκασαν μία ή δύο ώρες μετά μεσοπέλαγα. Για μέρες τα πτώματα των Ιταλών έβγαιναν στις παραλίες της Ρόδου. Ο θρησκευτικός μας ηγέτης στη Ρόδο πήγε στην Κομαντατούρ να διαμαρτυρηθεί. Του είπαν ότι γύρισαν όλοι στην Ιταλία. Ψέματα, κανένας δεν γύρισε. Έχω ακούσει ιστορίες για Ιταλούς που οι Ροδίτες έκρυψαν για μήνες στα σπίτια τους! Έκρυψαν πολλούς. Πολλοί όμως προδόθηκαν τελικά και τους πιάσανε. Οι Ροδίτες όμως βοήθησαν τότε τους Ιταλούς στρατιώτες. Χρόνια μετά έρχονταν για να τους ευχαριστήσουν. Εσείς πως γλιτώσατε; Έπρεπε κι εγώ να παραδοθώ αν και είχα πια οικογένεια. Με έσωσε η οικογένεια της γυναίκας μου. Έπιασαν τον δήμαρχο των Τριαντών, Έλληνα, που συνεργαζόταν με τους Γερμανούς, του λένε «θέλεις λεφτά, θέλεις χωράφι…»; Λέει: «δεν μπορώ να κάνω τίποτα». Παρουσιάστηκα κι εγώ στην πλατεία Αποστολίδη. Διακόσιοι στρατιώτες μαζευτήκαμε, μας πήγαν στα Απόλλωνα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η γυναίκα μου ήταν από μεγάλη οικογένεια, του Αναστασάκη. Με φυγάδευσαν με το φορτηγό που ήταν επιταγμένο για την τροφοδοσία. Μπορούσατε να τα φανταστείτε όλα αυτά που θα ζούσατε εσείς ο 18χρονος από τη Σικελία της Ιταλίας; Στην πατρίδα μου έχουμε μια παροιμία που λέει: «Ξέρεις που θα γεννηθείς, αλλά δεν ξέρεις που θα πεθάνεις». Έτσι μου τα φερε η ζωή…

Διαβάστε ακόμη

Ελευθερία Βασιλειάδη - Άθενα: "Τα προβλήματα των μηχανικών βρίσκονται πέρα και πάνω από τα κόμματα"

Ιάκωβος Γρύλλης: Το ΤΕΕ Δωδεκανήσου χρειάζεται ένα νέο ξεκίνημα

Χατζής (πρόεδρος ΠΟΞ): Ποιότητα δεν σημαίνει μόνο τετράστερα ή πεντάστερα ξενοδοχεία

Δήμαρχος Μεγίστης: «Έχουμε ανάγκη για έναν τουλάχιστον γιατρό γενικής ιατρικής»

Βάιος Καλοπήτας: «Εμείς παλεύουμε για το νησί μας κι εκείνοι παλεύουν για τις καρέκλες τους»

Ο 89χρονος Ροδίτης που έχει 6 παιδιά, 66 εγγόνια και δισέγγονα

Γιάννης Παππάς: «Οι Eυρωεκλογές δεν είναι επίδειξη επαναστατικής γυμναστικής»

Νίκος Παντελής: Ο κωμικός από τη Ρόδο, είναι το πιο «φρέσκο» πρόσωπο της ελληνικής stand-up σκηνής