Η Μαρία του Χαμάμ

Η Μαρία του Χαμάμ

Η Μαρία του Χαμάμ

Pοδούλα Λουλουδάκη

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 3383 ΦΟΡΕΣ

Ένα ταξίδι στο χρόνο απ’ τη γυναίκα που συναντούσες στα Λουτρά της Ρόδου χίλιες και μία μέρες

Η Μαρία του Χαμάμ μου είπε ιστορίες που γράφονται και ιστορίες που δεν γράφονται, κι αυτές οι δεύτερες σχεδόν πάντα είναι οι καλύτερες. Σήμερα ζει και νοσταλγεί… Με τα απομεινάρια μιας ομορφιάς ολοφάνερα πάνω της, με τους καημούς και τα βάσανα που της έφερε η ζωή να την κάνουν να κλαίει, κι αμέσως μετά να γελάει, ύστερα να θυμάται και πάλι απ΄ την αρχή. Δυό ώρες μαζί της με ταξίδεψε στο χρόνο, με μετέφερε στο μαγικό φωτισμό του χαμάμ, στη γλυκιά ραστώνη που δημιουργεί το ζεστό νερό, κι ο ατμός, με πήγε στην εποχή των Λουτρών όπου με μια λεπτή ρομπίτσα η Μαρία σε έλουζε, σε έπλενε, σου έκανε μασάζ και σ΄ ανακούφιζε απ΄ τα πιασίματα. Τριανταπέντε χρόνια που πέρασαν όμορφα με τούμπανα που έπαιζαν οι Τουρκάλες, με χορούς και γλυκά που γεύονταν πίνοντας καφέ. Στο Χαμάμ της Ρόδου, στην πλατεία Αρίωνος στην Παλιά Πόλη κοντά στο Τζαμί! Πόσα χαμάμ είχε η Ρόδος, κάποτε; Πέντε, αλλά τα ‘φαγε η πόμπα, ο πόλεμος τα ‘καμε γη. Αυτά που τα πλάκωσε η πόμπα ήτανε ένα στην οδό Ιπποτών, ένα εκεί που είναι το ζαχαροπλαστείο η “Στάνη” κοντά στη Μητρόπολη...ωραίο χαμάμ... Μου λεγε αυτός που το ΄χε ο Τούρκος “έλα Μαρία να δουλεύεις εδώ, να ΄σαι μαζί με τη μάνα μου”... Του ‘λεγα “όχι το χαμάμ μας είναι ένα... είναι στην Παλιά Πόλη, δίπλα στο τζαμί”. Και στην ταβέρνα του Αλέξη είχε χαμάμ, το καλύτερο ήτανε λέει. Είχε κι άλλα, πρέπει να βρω μια Τούρκα να μου πει πού ήταν. Και στου Κόκκινου την Πόρτα, που πας κάτω για τον ʼγιο Παντελεήμονα, είχε χαμάμ. Η Ρόδος είχε πολλά γιατί οι Τούρκοι αν δεν πλυθούνε δεν μπορούν να μπούνε μέσα στο τζαμί. Εγώ εδούλευα στην Παλιά την Πόλη στο μεγάλο το κτίριο. Το τζαμί και το Λουτρό δίπλα. Εδούλεψα καλά, εδούλεψα τίμια και τα χέρια μου δεν εγγίζανε τίποτα. Από πού είστε, από πού είναι η καταγωγή σας; Ήμουν 13 χρονών που ήρτα από τη Λέρο και ζήταγα δουλειά το κακόμοιρο. Είχα μια μάνα που δεν έβλεπε, στραβή και δούλευα για να τη ζήσω. Τον πατέρα μου τον εσκοτώσαν οι Γερμανοί στη Λέρο. Ήταν ο πρώτος κασάπης, πήγαινε στην Τουρκία, κι έφερνε ζώα να σφάξουνε με καΐκι μεγάλο. Ήμουν πέντε -έξι χρονών όταν τον εσκοτώσανε. Ήμασταν μέσα στη γαλαρία, πεντακόσια άτομα, κι ήρτε ο παπά Ναστάσης να μας κοινωνήσει για να μην πάμε ακοινώνητοι. Κάτι πόμπες που πέφταν μπροστά μας, ένα τόσο δα να μας σκοτώσουν. Η αδελφή μου κι ο αδελφός μου σκοτώθηκαν μέσα στο σπίτι μας. Μόλαρε μια πόμπα μέσα στο σπίτι καήκανε, στάχτη γίνανε ούτε τα βρήκαμε. Δεκαοχτώ και δεκαεννιά χρονών ήτανε. Φωνάξανε τη μάνα μου της είπανε “το σπίτι σου επήρε φωτιά”... Έτρεξε κι όταν εκατάλαβε ότι εκαίγονταν μέσα τ΄ αδέλφια μου έδωσε μια στα μάτια της, κι έσπασε και τους δυό βολβούς. Που ‘κείνη την ώρα δεν έβλεπε. Πικραμένη κι αυτή. Κι ήρτε κι η είδηση ‘κείνη δα την ώρα: “Τον Τζερέ, τον Τζερεμέ τον κασάπη τον εσκοτώσανε”... εφωνάζαν οι Λεριοί.... Εσείς τι γίνατε; Εμάς μας βάλαν σ΄ ένα καΐκι, μας πήρανε στην Πάτμο, κάναμε τρεις μήνες σε κάτι σπίτια παλιά. Κρύο...Τι τραβήξαμε. Οι Γερμανοί παλιοτόμαρα, αλλά εμένα δεν με χτυπούσαν. Πόσοι μείνατε στην οικογένεια; Ο Δημήτρης μου, ο Μιχάλης μου, κι εγώ. Δεκατριών χρονών όταν ήμουν ήρθαμε στη Ρόδο. Επήγα στο δήμαρχο Πετρίδη για δουλειά. Μου λέει “θα σε ειδοποιήσω...”, τίποτα. Στον ʼγιο Φανούρη καθόμουνα, στην εκκλησία μέσα ανατράφηκα, να σκουπίσω, να γυαλίσω… Τα πάντα έκανα, ο παπά Κυριάκος, ο παπά Βασίλης, ο παπά Ευθύμιος... Μετά ήμουνα στη Σχολή Χωροφυλακής έξι-επτά χρόνια πλύστρα. Βουνά τα ρούχα, πενηντάρικο το μήνα μου δινε η γυναίκα που την είχε τη δουλειά. Αγριέψανε τα χέρια μου, με το πράσινο σαπούνι, για βάλε τα χέρια...κοριτσάκι δεκαπέντε χρονών. Εκεί γνώρισα τον άντρα μου, ήμουνα 16 χρονών κι εκείνος ήρθε που την Καλαμάτα να γίνει χωροφύλακας. Ο Αλέκος μου, δόκιμος χωροφύλακας. Έξι μήνες βγαίνανε χωροφύλακες. Και μετά: “ποιος θα μείνει στη Ρόδο”, σηκώνανε το χέρι τους. Μου λεγε ο διοικητής: “ποιο είναι το αγόρι σου Μαρία”; “Κυριακέα, το αγαπάς το κορίτσι”; Εγαπιούμασταν. Μέσα στον Αϊ Φανούρη που ΄μασταν, που πήγαινα και κοιμόμουνα, μέσα στα καλντερίμια... Στο χαμάμ ποια ήταν η δουλειά σας; Στο χαμάμ πήγα στα 16! Το ‘κανα λαμπίκο, για ρώτα να σε πουν. Στις τέσσερις ξυπνούσα, στις πέντε το πρωί άνοιγε το χαμάμ μέχρι τη μία το μεσημέρι. Χριστούγεννα, Λαμπρή, το Μεγάλο Σάββατο εχτυπούσαν οι καμπάνες τη νύχτα και ‘κόμα εκείνη την ώρα το καθαρίζαμε για να το κλείσουμε, να κάνουμε ταμείο. Και μια γυναίκα να ΄τανε την περιμέναμε. Έλεγε “θα σας πάρω στο δήμαρχο, πού είναι η Μαρία, τη Μαρία θέλουμε...”...γιατί δεν τις έδιωχνα, να τις αφήσω άπλυτες να παν να κοινωνήσουν; Το αντρικό που ήταν στην άλλη πόρτα; Στους άντρες δεν έμπαινα. Το βράδυ που φεύγαμε βάζαμε κι άλλα κούτσουρα να καίει όλη τη νύχτα το νερό, να κρατά τη θερμοκρασία και το πρωί το νερό ήτανε χοχλαστό, ευχαριστιούνταν οι άνθρωποι. Εμπαίνανε στα λουτρά, κι ελέγανε «πού είναι κείνο το ξανθό, εκείνο θέλουμε…». Ελέγανε «Μαρία, κρύο το νερό…», «Μη στενοχωριέστε, έλεγα, Παναγία μου και Χριστέ μου, να πάω να το βράσω, να ρίξω ξύλα. Για να γεμίσει η δεξαμενή, να ρθει στη γραμμή μου θέλαμε τρείς μέρες έκανε και τρεις να βράσει μέρα νύχτα η φωτιά. Ποιοι έρχονταν από τους ντόπιους; Όλοι, ερχούνταν ο κόσμος κι από τον Αρχάγγελο, κι από τ΄ Αφάντου κι από τις Καλυθιές… Αντρόγυνα με τα παιδιά τους… Έρχουνταν ο δεσπότης, ο δήμαρχος… Στα σπίτια τότε ήταν πολλοί που είχαν λουτρό; Πολλοί είχαν, αλλά σαν το Λουτρό δεν ήτανε. Αυτό άμα κάτσεις και τρέξει το νερό από πάνω σου και βλέπεις τον καπνό… Κι είχαμε κάτι τρίφτες από την Τουρκία και τρίβαμε… ʼμα ανοίξει πάλι που λένε, έχει ο Θεός, μακάρι Παναγιά μου, να σε πάρω να σε κάνω μπάνιο που είναι η επιδερμίδα σου όμορφη, να σε κάνω μασάζ, περιστεράκι θα γίνει. Κάνατε και μασάζ; Έρχονταν κοπέλες σαν το κρύο το νερό, ετσά σαν εσένα. Τις έβαζα στην κεντρική πέτρα που είχε γύρω-γύρω τις γούρνες, ιδρώνανε, τις έτριβα, τις έπλενα… Ξάπλωνες στον πάγκο τον μαρμάρινο, όση ώρα θέλεις, δεν σ΄ έδιωχνα. Το νερό το ζεστό και ο ατμός τονώνουν το σώμα και ανοίγουν τους πόρους. Και στο στήθος τις έριχνα παγωμένο, να το ξέρεις κι εσύ, το παγωμένο κάνει καλό. Και μετά να πιείς ένα καφέ, να φουμάρεις το τσιγάρο σου… Από πάνω είχε θόλο, έβλεπε κανείς; Έ, έρχουνταν κι οι άντρες να κάμουν μπανιστήρι… Το εισιτήριο πόσο ήταν; Τρεις δραχμές ξεκίνησε, πήγε πέντε δραχμές, πήγε είκοσι και μετά πενήντα και τέλος, δεν ανέβαινε πια. Περνούσε η ώρα, γελούσαμε όλη την ώρα. Να τις λούσω, να τις πλύνω, να τις κόψω να νύχια τους. Καλώς τις αγάπες μου τις έλεγα, κι αυτές να μου φέρουν γλυκά, να μου φέρουν δωράκια. Έρχονταν οι τουρίστριες «πλήιζ Μαρία, μασάζ, γκουντ…»… Από τα ξενοδοχεία τους εστέλνανε, το «Καψής» και τ΄ άλλα, εμένα παίρνανε τηλέφωνο. Αν ήταν η Μαρία εκεί ερχόντουσαν. Δεν είχαν λουτρά εκεί; Είχαν αλλά το Λουτρό μας ήταν άλλο. Τις έριχνα νερό, τις έκανα μασάζ, τις έβαζα στη σκάμνα. Με το κύπελλο αυτό, (τάσι), θα σε το δώσω να με θυμάσαι, έχει στην Τουρκία. Αν ήθελες πράσινο σαπούνι, αν ήθελες μοσχοσάπουνο, νοικοκυρά ήσουν. Έρχονταν οι γάμοι, οι νύφες, οι γαμπροί, οι πεθερές, εφέρναν τα σαπούνια τους… Τι γινόταν όταν υπήρχε γάμος; Έκανες 30 εισιτήρια από το ένα σόι, κι άλλα τόσα από το άλλο, ο γάμος ήταν την Κυριακή έρχουνταν την Παρασκευή στο Λουτρό, Δέκα το πρωί, κι εφεύγαν στις τέσσερις τ΄ απόγευμα. Και μια γριά Τούρκα έπαιζε στις γυναίκες το τούμπανο, να χορέψουμε, να τραγουδήσουμε, κι ερίχναν τα κέρματα κάτω. Μαζεύαμε λεφτά, χορεύαμε εμείς, όμορφα πού ΄τανε. Όμορφα επεράσαμε, δεν εμάλωσα με κανέναν. Μια μέρα γλίστρησα, έσπασα το πόδι μου. Επί δημάρχου Βρούχου και Αυγουστάκη, έρχουνταν μας εβλέπανε, κι ο Βενετοκλής μου, κι ο Γιαννόπουλος λεβέντης. Ο Κουσουρνάς είπε «είναι παθητικό τα Λουτρά»… και τα ‘κλεισε. Και τότε παθητικό ήταν δεν τα ‘κλεισε κανένας. Πόσοι δουλεύατε στα Λουτρά, ήταν και οι μουσουλμάνοι της Ρόδου που έρχονταν και θα είχατε και πολλούς μουσουλμάνους που θα εργάζονταν… Ού…, η Μινιβέ, η Σαριφέ, ο Χασάνης… Πέθανε κι αυτός, τον βρήκα μια μέρα πεθαμένο μέσα στα Λουτρά, εβάστα και τη ρετσίνα. Σύνολο ήμασταν εννιά, σε άντρες και γυναίκες. Η Μινεβέ έκοβε και βεντούζες, έβαζε και αβδέλες στα πόδια τους να βγάλουν το αίμα το ακάθαρτο. Κι εγώ κόβω, αλλά το Μάιο. Πονούσες γόνατα να σε τρίψω, να σε σαπουνίσω, να το καθαρίσω μετά το Λουτρό.. Τριανταπέντε χρόνια στο χαμάμ. Νύχτα ως νύχτα. Τα φορτηγά μας έφερναν τα ξύλα από τα χωριά. Γιατί το κλείσανε καλέ, έρχουνταν οι τουρίστες και το ψάχναν…

Διαβάστε ακόμη

Ελευθερία Βασιλειάδη - Άθενα: "Τα προβλήματα των μηχανικών βρίσκονται πέρα και πάνω από τα κόμματα"

Ιάκωβος Γρύλλης: Το ΤΕΕ Δωδεκανήσου χρειάζεται ένα νέο ξεκίνημα

Χατζής (πρόεδρος ΠΟΞ): Ποιότητα δεν σημαίνει μόνο τετράστερα ή πεντάστερα ξενοδοχεία

Δήμαρχος Μεγίστης: «Έχουμε ανάγκη για έναν τουλάχιστον γιατρό γενικής ιατρικής»

Βάιος Καλοπήτας: «Εμείς παλεύουμε για το νησί μας κι εκείνοι παλεύουν για τις καρέκλες τους»

Ο 89χρονος Ροδίτης που έχει 6 παιδιά, 66 εγγόνια και δισέγγονα

Γιάννης Παππάς: «Οι Eυρωεκλογές δεν είναι επίδειξη επαναστατικής γυμναστικής»

Νίκος Παντελής: Ο κωμικός από τη Ρόδο, είναι το πιο «φρέσκο» πρόσωπο της ελληνικής stand-up σκηνής