Λεξιστορείν: Έχω θυμώσει!
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 116 ΦΟΡΕΣ
To ρήμα θυμώνω σημαίνει «αγανακτώ, καταλαμβάνομαι από οργή εναντίον ενός προσώπου ή γεγονότος».
Ετυμολογικά προέρχεται από το ουσιαστικό θυμός με τη σημασία «μένος, μανία, οργή» που με τη σειρά του προέρχεται από το αρχαίο ρήμα θύω/θύννω = εφορμώ εναντίον κάποιου με μανία.
Πράγματι βασικό συναίσθημα ενός θυμωμένου ανθρώπου είναι πολλές φορές η διάθεση να επιτεθεί λεκτικά ή σωματικά σ’ αυτόν που τον έχει κάνει να θυμώσει.