«Ο καθένας στο είδος του, εμείς φτιάχνουμε ωραία τρεχαντήρια…»!

«Ο καθένας στο είδος του,  εμείς φτιάχνουμε ωραία τρεχαντήρια…»!

«Ο καθένας στο είδος του, εμείς φτιάχνουμε ωραία τρεχαντήρια…»!

Pοδούλα Λουλουδάκη

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 2519 ΦΟΡΕΣ

Ο τελευταίος καραβομαραγκός στη Δωδεκάνησο, είναι στο Πέδι της Σύμης

Τον βλέπω να σερβίρει, να τρέχει στην κουζίνα, να γυρνά να κοιτά τη θάλασσα και το πρωί να είναι στον ταρσανά που έφτιαξε ο πατέρας του από το 1944 και συνεχίζει με τον αδελφό του μέχρι σήμερα!

Ο Αποστόλης Χάσκας, όλα τα προλαβαίνει, μου λένε. Με τον πατέρα του και τ’ αδέλφια του, έριξαν στο νερό πάνω από 300 σκάφη! Στόλο ολόκληρο και δεν υπάρχει πιο μεγάλη χαρά από το να δεις το δημιούργημά σου, να πλέει!

Τώρα οι παραγγελίες λιγόστεψαν, ξύλα δεν υπάρχουν, η συντήρηση που απαιτεί το ξύλινο αποθαρρύνει πολλούς και τα πλαστικά σκάφη έχουν πληθύνει με τις ευλογίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θέλοντας να περιορίσει τις άδειες από τα ψαράδικα, σ’ έβαζε να αποσύρεις το ξύλινο σκαρί και να πάρεις επιδότηση! Πόσα ξύλινα σκάφη κάηκαν έτσι, τα προηγούμενα χρόνια!

Ο Αποστόλης, ο μικρότερος γιός του Ηλία, ο οποίος είχε μάθει την τέχνη του καραβομαραγκού στους ταρσανάδες του Γιαλού μέσα στον πόλεμο του ‘40, συνεχίζει μαζί με τον αδελφό του τον Πανορμίτη την τέχνη, αλλά οι δυσκολίες μεγαλώνουν.

Τον συνάντησα στην άκρη του γιαλού στο Πέδι, εκεί που σήμερα από μπροστά είναι η ταβέρνα του και πίσω ο ταρσανάς στον οποίο δουλεύει όλες τις άλλες ώρες.

«Μαρία», το λένε το τελευταίο σκαρί 13 μέτρων που έριξε στη θάλασσα του Γιαλού. Από ψαράδικο το ξεκίνησαν οι ιδιοκτήτες του, τουριστικό κατέληξε.

Άλλαξαν οι εποχές, οι ανάγκες, αλλά είναι κι αυτοί που επιμένουν ακόμα, και σ’ αυτούς πρέπει να δίνουμε το λόγο.

«Ο τελευταίος από τα παιδιά, είμαι, μου λέει. Με το μεγάλο μου αδελφό έχουμε διαφορά 20 χρόνια. Ο πατέρας μου με τον αδελφό του ήταν από τους πολλούς καραβομαραγκούς που είχε η Σύμη, αμέσως μετά τον πόλεμο. Όταν ήταν ακόμα εδώ οι Γερμανοί τον επιστράτευσαν για ένα διάστημα και τον πήγαν στη Ρόδο, να τους φτιάχνει τα σκάφη.

Ήτανε ναυτική δύναμη τότε η Σύμη, κι αυτό οφείλεται και στους καραβομαραγκούς της. Τη δεκαετία του ΄50 ήταν πολλοί που πήγαιναν να μάθουν την τέχνη. Έφτιαχναν τρεχαντήρια, σφουγγαράδικα, γυαλάδικα, τις βάρκες που είναι σκεπασμένες από πάνω για να πηγαίνουν πιο γρήγορα με τα κουπιά γιατί δεν είχαν μηχανές»…


Η Σύμη ήταν η ναυτική δύναμη ή η Κάλυμνος, τελικά; Τα σφουγγαράδικα ποιοι τα είχαν, τα πολλά;

Οι Καλύμνιοι έρχονταν μετά, όπως λένε οι παλιοί. Εγώ θυμάμαι τους Καλύμνιους όταν πια σταμάτησαν οι Συμιακοί να πηγαίνουν στην Τρίπολη της Λιβύης, να έρχονται να τα αράζουν τα δικά τους εδώ στο Πέδι, που ήταν το βοηθητικό λιμάνι γιατί ο Γιαλός ήταν γεμάτος από Συμιακά σκάφη.

Ο δικός σας ο πατέρας όπως και οι άλλοι της εποχής, πώς ξεκίνησε;

Ο πατέρας μου ξεκίνησε να φτιάχνει μικρές βάρκες, κι έφτασε να φτιάχνει σκάφη 15 και 16 μέτρων. Τότε γίνονταν όλα στο χέρι, με το πισκί με το οποίο οι πισκιτζίδες έβγαζαν τα μαδέρια σε όποιο πάχος ήθελαν. Μια βάρκα 4 μέτρα ο πατέρας μου την έκανε σε δύο μήνες.

Ποια ήταν τα ξύλα, τότε;

Η μουριά που είχε σκληρό ξύλο για να φτιάξουν τον σκελετό, ενώ τα μαδέρια, το πέτσωμα δηλαδή ήταν από πεύκο. Είχε πολλούς βοηθούς τότε ο πατέρας μου, αλλά φτωχοί κι αυτοί που παραγγέλνανε, φτωχοί και οι μαστόροι.

Εσύ πότε μπήκες στη δουλειά, μαζί με τον Πανορμίτη;

Στο τέλος της δεκαετίας του ‘80. Ο πατέρας μου έμεινε μέχρι το 1995, κι όταν τα τελευταία χρόνια πια δεν έβλεπε καλά, με το χέρι του άγγιζε και καταλάβαινε το λάθος.

Τι άλλαξε στη δουλειά, πώς έγινε πιο σύγχρονη, πιο εύκολη;

Εμείς πια είχαμε την κορδέλα που σκίζει τα ξύλα και πηγαίναμε στη Ρόδο, στη Λάρδο, για πεύκο. Κι αυτό όμως δεν είναι εύκολο. Οι παλιοί έλεγαν ότι το πεύκο πρέπει να κόβεται στο χάσιμο του φεγγαριού για να μην πιάνει σκουλήκι.

Η Λάρδος, σταμάτησε κάποια στιγμή, έκλεισε το καρνάγιο, μετά πηγαίναμε στη Ρόδο για τον καταρράκτη (κορδέλα) του Χατζηνικόλα, πέθανε κι αυτός και η δουλειά μας δυσκόλεψε. Αναγκαζόμαστε να πηγαίνουμε ή στη Σάμο, ή στη Μυτιλήνη, αλλά λιγόστεψαν και οι παραγγελίες. Ιταλοί και Γάλλοι που έρχονται για ένα μήνα τον Αύγουστο μας παραγγέλνουν τα σκάφη τους.

Όταν σταματήσουμε κι εμείς, δεν θα φτιάχνει κανείς ξύλινα σκάφη. Είναι και δύσκολη η συντήρησή τους. Το πλαστικό το βγάζεις έξω το πλένεις, το ξαναρίχνεις μέσα, το ξύλινο το χειμώνα πρέπει να το συντηρήσεις. Έγινε μια πρόσκληση να έρθουν να μάθουν με επιδότηση, δεν ήρθε κανένας.

Οι Τούρκοι πώς φτιάχνουν τόσα ξύλινα σκάφη, από τι ξύλο είναι τα δικά τους;

Είναι από πεύκο, έχουν πολλά πεύκα, και δεν είναι ότι «βρίσκω απλά πεύκο», πρέπει να έχει και καμπύλες το ξύλο.

Το σημείο σ’ ένα σκάφος που χρειάζεται το πιο πολύ μεράκι για να γίνει, ποιο είναι για εσάς;

Προσοχή χρειάζεται στο πέτσωμα, στα μαδέρια δηλαδή. Κι ο καθένας στο είδος του! Εμείς φτιάχνουμε ωραία τρεχαντήρια. Και για τη Ρόδο φτιάξαμε πολλά.

Εσύ Αποστόλη, έφτιαξες για σένα βάρκα;

Όχι. Αφού όποια θέλω, μπαίνω μέσα και πάω.

Διαβάστε ακόμη

Ελευθερία Βασιλειάδη - Άθενα: "Τα προβλήματα των μηχανικών βρίσκονται πέρα και πάνω από τα κόμματα"

Ιάκωβος Γρύλλης: Το ΤΕΕ Δωδεκανήσου χρειάζεται ένα νέο ξεκίνημα

Χατζής (πρόεδρος ΠΟΞ): Ποιότητα δεν σημαίνει μόνο τετράστερα ή πεντάστερα ξενοδοχεία

Δήμαρχος Μεγίστης: «Έχουμε ανάγκη για έναν τουλάχιστον γιατρό γενικής ιατρικής»

Βάιος Καλοπήτας: «Εμείς παλεύουμε για το νησί μας κι εκείνοι παλεύουν για τις καρέκλες τους»

Ο 89χρονος Ροδίτης που έχει 6 παιδιά, 66 εγγόνια και δισέγγονα

Γιάννης Παππάς: «Οι Eυρωεκλογές δεν είναι επίδειξη επαναστατικής γυμναστικής»

Νίκος Παντελής: Ο κωμικός από τη Ρόδο, είναι το πιο «φρέσκο» πρόσωπο της ελληνικής stand-up σκηνής