«Εάν σε κάτι είμαι γεμάτος, είναι από τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Υπάρχουν άνθρωποι...»!

«Εάν σε κάτι είμαι γεμάτος, είναι από τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Υπάρχουν άνθρωποι...»!

«Εάν σε κάτι είμαι γεμάτος, είναι από τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Υπάρχουν άνθρωποι...»!

Pοδούλα Λουλουδάκη

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 3749 ΦΟΡΕΣ

Ο Ντίνος Μαντικός στην ιστορία της πολυτάραχης ζωής του

Συνέντευξη στη Ροδούλα Λουλουδάκη

Ισχυρή προσωπικότητα ο Ντίνος Μαντικός. Και να μην τον ξέρεις παραπάνω, το καταλαβαίνεις με το που θα τον δεις ακόμα και τώρα στα 79 του, που κρατά το τσιγάρο στο χέρι παρά τα προβληματάκια στην καρδιά που αντιμετώπισε από πολύ νέος.

Είναι που είναι μεγάλη η καρδιά του, μας έβαλε κι όλους μέσα, κι αυτή αισθάνεται πια την πίεση, διαμαρτύρεται. Όσο φυσούσε έξω αδιαφορία, δεκαετίες τώρα δηλαδή, με φωτιές, πλημμύρες, συγκέντρωση ανθρωπιστικής βοήθειας και έξι χρόνια να έχει το γενικό πρόσταγμα στον καταυλισμό των προσφύγων και των μεταναστών, ήταν ο Πρόεδρος των CBR που ενέπνεε την Ομάδα. Ο εμπνευστής της Ομάδας! Αυτό το σπάνιο είδος ανθρώπου που αναζητούν οι πάντες, για να μπαίνει μπρος.

Ξεκίνησε από ανθρακωρύχος στο Βέλγιο, έγινε κρουπιέρης που αναχαίτισε και τον Nick the Greek, ασχολήθηκε με την οικοδομή, αλλά πιο συνεπής απ’ όλα ήταν με τις ανάγκες της ψυχής του.

«Πάπα Ντίνο...», «πατέρα Ντίνο...», τον φωνάζουν μέχρι σήμερα οι πρόσφυγες και μετανάστες που σκορπίστηκαν από τη Ρόδο σε όλη την Ευρώπη!

Ολόκληρος μια προσφορά, από μια εσωτερική ανάγκη. Και περήφανος, άκαμπτος σχεδόν.

Βραδάκι, μπροστά στην κυρα-Λένη την ώρα που από την τζαμαρία ξεκινούσε μια μικρή βροχή, ανάβει τσιγάρο και γυρίζει πίσω, πολύ.

«Ήμασταν έξι παιδιά. Η μεγάλη μου αδελφή, πέθανε το 1946 σε ηλικία 16 χρονών. Ένας βομβαρδισμός των Άγγλων έδωσε την αφορμή και δύο χρόνια μετά η υγεία της επιδεινώθηκε. Ήμουν τεσσάρων χρονών τότε κι ήμασταν πολύ φτωχοί. Εμένα ως παιδάκι στον πόλεμο πρηζόταν η κοιλιά μου, από την πείνα. Παπούτσια φόρεσα πρώτη φορά στα 14 μου. Μεγαλωμένος στα βουνά στο Ροδίνι και στο Μπελ Πάσο δεν είχα ανάγκη να φορέσω.

Η αλήθεια είναι ότι όσο πιο φτωχός είναι ο άνθρωπος, τόσο καλύτερα ζει γιατί ζει γνήσια. Ήμουνα ζωηρός. Στο δημοτικό, έλυνα πρώτος την άσκηση του πολλαπλασιασμού, όχι για τα γράμματα, για να πάρω την καραμέλα. Και κάποια φορά, η Αγλαΐα, η δασκάλα μου, μού λέει: «άσε πια να πάρει κι άλλο παιδί την καραμέλα. Όλο κυρία και κυρία»...

Εμένα αν κάτι με πείραξε ήταν ένα: έπρεπε στο νυχτερινό γυμνάσιο να πληρώνουμε 60 δραχμές τον μήνα, κι όταν έφτασα στη Γ΄ γυμνασίου, κι ενώ δούλευα σε οικοδομή από τα 12 μου χρόνια, δεν μπορούσα να τα δώσω. Έμενα στο Ροδίνι, ξυπνούσα στις 05:30 το πρωί, κατέβαινα με τα πόδια στο Νιοχώρι ή οπουδήποτε αλλού να δουλέψω οικοδομή.

Τότε δεν δούλευες επτάωρα ή οκτάωρα, ήτανε ήλιος με φεγγάρι. Το σπίτι δεν είχε νερό, ήταν από πηγάδι ή από τη μάνα του νερού του Ροδινιού που τότε έτρεχε πολύ νερό για να πλυθείς. Δηλαδή να φύγεις 06:30 από το σπίτι το πρωί, να γυρίσεις το βράδυ, να πλυθείς, να φύγεις επτά παρά τέταρτο να πας στο Βενετόκλειο, να τελειώσεις 22:30, να ξανανέβεις στο Ροδίνι και πέντε η ώρα, πεντέμισι να ξυπνήσεις να το ξανακάνεις από την αρχή.

Το διάβασμα το έκανα στο δεκάλεπτο των διαλειμμάτων. Και ήμουν και καλός. Γι’ αυτό με πείραξε που με σταμάτησαν από το σχολείο στη μισή Γ΄ γυμνασίου γιατί δεν είχα να πληρώσω. Ο πατέρας μου άρχισε να χτίζει σπίτι στην αδελφή μου, να παντρευτεί και το στένεμα ήταν πιο μεγάλο.

Μου έχει μείνει αξέχαστη εκείνη η βραδιά στο σχολείο που είπε εκείνος ο καθηγητής που μάζευε τα λεφτά: «Μαντικός, έξω... Αν δεν πληρώσεις, μην ξανάρθεις».

Σας στοίχισε!
Δεν ήταν ένα χαρτί ήταν κι ο κόπος γι’ αυτό το χαρτί. Όμως τίποτα δεν πάει χαμένο. Όσο πιο φτωχά περάσεις ειδικά τα παιδικά σου χρόνια, τόσο πιο πολύ αντιλαμβάνεσαι και χαίρεσαι τη ζωή σου. Στα 29 μου χρόνια είχα έξι παιδιά αφού παντρεύτηκα στα 18 ως ανήλικος τότε- και η άδεια γάμου δινόταν με δικαστική απόφαση για να παντρευτείς ανήλικος. Και παντρεύτηκα για να έχω την ανεξαρτησία μου, να φύγω από την πατρική οικογένεια, να κάνω εγώ κουμάντο στη ζωή μου, να έχω μία ελευθερία σε όλα. Παντρεύτηκα την κυρα-Λένη, κάναμε δύο φορές δίδυμα.

Γιατί ξενιτευτήκατε και γίνατε ανθρακωρύχος στο Βέλγιο, ό,τι πιο δύσκολο τότε;
Το 1963 ήδη παντρεμένος πήγα εθελοντής στην αεροπορία. Έκανα 26 μήνες, πήγα να κάνω μία επιχείρηση με τσιμεντόλιθους μετά, μ’ έριξε έξω ένας ξενοδόχος κι ας μου έλεγε: «Ντινάκι, όλα θα τα πάρεις...», απελπίστηκα τόσο από την κοροϊδία και τη συμπεριφορά, ήρθα σε αδιέξοδο και αποφάσισα να πάω μετανάστης στο Βέλγιο. Δούλεψα ως ανθρακωρύχος, στο πετροκάρβουνο, στα 1.160 μέτρα βάθος και περπατώντας άλλα πέντε χιλιόμετρα μέσα στις στοές. Οι 60 δραχμές που έπαιρνα την ημέρα στην Ελλάδα εκεί έγιναν 180. Ήμουνα 20 χρονών προς τα 21 και μ’ έβαζαν στο πιο δύσκολο κομμάτι. Έρποντας, δεμένος από τα πόδια με ένα σχοινί γιατί στις γαλαρίες το αέριο στα πέντε-έξι λεπτά σου έφερνε νύστα, κοιμόσουνα και σε τραβούσαν, από το σχοινί για να ξυπνάς να γυρίζεις πίσω να συνεχίζεις. Δύο φορές εργάτες δίπλα μου έχασαν τη ζωή τους σε ατυχήματα που έγιναν, κι άλλοι έχασαν μέλη του σώματός τους. Εκεί είδα την απανθρωπιά των εργοδοτών και επειδή υπογράφαμε συμβόλαιο για τρία χρόνια στα οποία είχαμε δέσμευση να μείνουμε και να δουλέψουμε στην ίδια δουλειά, μία μέρα εγώ και δύο ακόμα Έλληνες το σκάσαμε γιατί καταλάβαμε ότι εκεί θ’ αφήσουμε το κοκαλάκι μας. Ήξερα να διαβάζω χάρτες και προσανατολισμούς γιατί στον στρατό ήμουνα ραδιογονομέτρης. Το σκάμε, περπατάμε 165 χιλιόμετρα και φτάνουμε στο Αϊντχόβεν την Ολλανδίας.

Κι εκεί αρχίζει νέα ταλαιπωρία για εσάς από την πείνα και το κρύο!
Τους άφησα τους άλλους, ρακένδυτος, ολόμαυρος -τα μάτια μας εμάς που δουλεύαμε ανθρακωρύχοι ήτανε μαύρα όσο και να πλενόμασταν. Προσπαθώ να βρω δουλειά, αλλά το γεγονός ότι ήμουν έγγαμος δεν μου έδινε το δικαίωμα γιατί θα ζητούσα να φέρω οικογένεια, να ζητώ επιδόματα για παιδιά κι αυτό η Ολλανδία το απαγόρευε. Είχα μείνει μ’ ένα φιορίνι στην τσέπη, για δεκαοκτώ-είκοσι μέρες έτρωγα μόνο πράσινα μήλα που έβρισκα στα δέντρα και κοιμόμουν σε στάσεις λεωφορείων ή σε μαούνες για να βλέπω το πρωί που έρχονταν καράβια αν χρειάζονταν άνθρωπο, για να μπαρκάρω μαζί τους. Πήγα στο Ρότερνταμ. Το κρύο στον δρόμο τις νύχτες, Οκτώβριο του 1963, αφόρητο κι εγώ πήγαινα να βρω καταφύγιο σε μαούνες που το πρωί έβαζαν μπροστά να φύγουν και πεταγόμουν την τελευταία στιγμή, κατάφερνα να πεταχτώ έξω, να μην με πάρουν μαζί τους. Μ’ έσωσε μια κοπέλα που δούλευε στον δρόμο, μ’ έβαζε κάπου να κοιμηθώ αργά τη νύχτα. Λίγο πριν από την εξαθλίωσή μου αναζήτησα το ελληνικό προξενείο. Όταν είδα την ελληνική σημαία είπα: «εδώ Ντίνο όλα θα τελειώσουνε...». Ο Έλληνας πρόξενος μου έδωσε την κάρτα του και 50 φιορίνια. Μου είπε να πάω στην Ουτρέχτη που έχει βαριά βιομηχανία και θα με πάρουν σίγουρα! Πήρα τα φιορίνια και την κάρτα του. Στη δεύτερη πληρωμή, γύρισα πίσω να του δώσω τα φιορίνια. Δεν τα δέχτηκε. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια είχα στο πορτοφόλι μου την κάρτα! Εάν σε κάτι είμαι γεμάτος, είναι από τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Υπάρχουν άνθρωποι! Το 1964 πήγα στην Ελβετία ως εργάτης σε εργοστάσιο, πήρα και την κυρα-Λένη και το 1965 κάνουμε τα πρώτα δίδυμα. Το 1970 κάνουμε τα δεύτερα δίδυμα, στη Ρόδο.

Τα χαρούμενα να μου πείτε τώρα. Που φτάσατε να γίνετε κρουπιέρης και να κερδίσετε ολόκληρο Nick the Greek!
Δούλεψα κρουπιέρης στο Grand Hotel πήγα τόσο καλά που με ονόμασαν «ο άσπρος σίφουνας». Έχει έρθει να παίξει ο Νick the Greek, ήταν γύρω στα 50 του τότε, κι ερχόταν από το καζίνο της Κέρκυρας όπου είχε πάρει 400.000 δραχμές! Εγώ δεν δουλεύω τότε στο μπλακ τζακ, δουλεύω στις γαλλικές ρουλέτες. Οι κρουπιέρηδες έχαναν μαζί του το πρώτο βράδυ, εκείνος κέρδισε 600.000 δραχμές και το δεύτερο βράδυ ο Γερμανός διευθυντής του καζίνο, βάζει εμένα κρουπιέρη! Χάνει και τις 400.000 που είχε κερδίσει, από την Κέρκυρα. Εγώ 26 χρονών, εκείνος γύρω τα 50. Αυτό μου έδωσε τον τίτλο «άσπρος σίφουνας». Με ρώτησε: «έχεις έρθει από το Λας Βέγκας;». Και μου ζήτησε να πιούμε ένα ποτό μαζί. Όταν ιδρύθηκε το καζίνο στην Πάρνηθα, λόγω της φήμης που είχα αποκτήσει με ζήτησαν για εκεί. Τον Οκτώβρη του 1971 πήρα την οικογένειά μου, ανεβήκαμε Αθήνα και ανέλαβα να διδάξω και στη σχολή κρουπιέρηδων που δημιούργησε το καζίνο. Ανεβαίνω στην κλίμακα και δεν εργάζομαι πια ως κρουπιέρης. Είδα κόσμο να καταστρέφεται όλα εκείνα τα χρόνια από τον τζόγο. Παραμονή Χριστουγέννων του 1976 παθαίνω ανακοπή, μέσα στο καζίνο της Πάρνηθας. Σώθηκα γιατί βρέθηκαν εκεί εκείνη την ώρα κορυφαία ονόματα της καρδιολογίας. Μου είπαν: «για να ζήσεις πρέπει να δουλεύεις χαμηλά. Το υψόμετρο για εσένα τέρμα...». Επιστρέφουμε στη Ρόδο, ανοίγω ένα μπακάλικο στην κυρία Λένη και ξεκινώ εγώ τις εργολαβίες.

Πότε ήταν που στείλατε τις νταλίκες στη Βοσνία;
Το 1995 κάνω την αποστολή στη Βοσνία, με 11 νταλίκες με τρόφιμα, φάρμακα, ρούχα και το πρόγραμμα που είχα ήταν να μείνω εκεί για έξι μήνες. Βοήθησε πολύς κόσμος της Ρόδου γι’ αυτή την αποστολή. Η πρώτη μεγάλη αποστολή που εξετελέσθη. Πάσχα του 1995 έκανα στο Σεράγεβο, μαζί με 11 άτομα συνοδούς.

Και η Ομάδα Ετοιμότητας που δημιουργήσατε; Οι CBR;
Είπα, θα ιδρύσω μία ομάδα, η οποία θα ασχοληθεί με ό,τι ανάγκες έχει το νησί. Κάνω την ομάδα ετοιμότητας η οποία θα είναι πανταχού παρούσα. Όσοι μπορούν και με όσα μπορούν. Φωτιές και πυρόσβεση, κι όταν τελειώνει το καλοκαίρι δενδροφυτεύσεις. Ο άνθρωπος ο οποίος από την πρώτη στιγμή πίστεψε σ’ εμένα ήταν ο Γιάννης Μαχαιρίδης. Με ενδιέφερε να υπάρχει πειθαρχία και να ακούν. Όταν εγώ πω «στη φωτιά μέσα δεν θα μου μπεις εσύ Ροδούλα, θα μπει εκείνος... Δεν θα μου κάνεις λωλάρες και κάποια στιγμή να ψάχνω να σε βρω και να σε βρω καμένο, πουθενά... Κανείς να μη ρισκάρει για να αποδείξει ότι αξίζει. Θα το αποδείξεις πρώτα ακούγοντας. Τη φωτιά και την πλημμύρα δεν είναι εύκολο να τα μάθεις και να τα αντιμετωπίσεις. Προπαντός πρέπει να τα σέβεσαι. Και δεν υπάρχει το «θα το ρισκάρω». Τι θα πει «να το ρισκάρεις; Δηλαδή για να γλιτώσουμε χίλια πεύκα, να καείς; Ξεκίνησα από το 1986 είχαμε 750 μέλη στη Δωδεκάνησο, μέχρι το προηγούμενο καλοκαίρι που είπα: «παιδιά, φτάνει...». Όμως η Ομάδα είναι ετοιμοπόλεμη, με τον Νίκο Κουβάκη, πρόεδρο.

Σας σέβονται πολύ, πρόεδρε!
Ο κόσμος σε σέβεται όχι για την ηλικία σου, αλλά γι’ αυτό που έχεις δείξει. Εγώ τώρα αν ανοίξω το κομπιούτερ και δεις πόσα ονόματα προσφύγων... Πάπα Ντίνο, πάπα Ντίνο, Πατέρα μας. Ο πατέρας μας ο Ντίνος. Ένα βιβλιαράκι που έβγαλα το “Baba Ντίνος-Στον δρόμο για το όνειρο...”, περιγράφει όσα έζησα έξι χρόνια. Έξι χρόνια με 25.000-27.000 πρόσφυγες και μετανάστες στον καταυλισμό στα Σφαγεία. Βρέθηκα να είμαι εκεί λόγω της ομάδας που είχα. Κι ήρθε πολύς κόσμος και βοήθησε. Και γιατροί. Στο τέλος οι γιατροί που έμειναν ήταν ο Μαρτίνος Κανελάκης, ο Σάββας Καραγιάννης και η Άννα Ζωάννου. Δεν ήμουνα τόσο συνεπής στην ίδια τη δουλειά μου, ήμουνα συνεπής στα άλλα. Όταν έγινε ο σεισμός στη Ρόδο με μία νεκρή από πτώση από σκάλα στα Μάσσαρη, ένα σπάσιμο χεριού και ζημιές στο καμπαναριό της εκκλησίας στο Παραδείσι... Ήταν επτά παρά είκοσι το πρωί, κι εγώ σε δέκα λεπτά δίνω αναφορά στην Αστυνομική Διεύθυνση αφού η ομάδα μου δίνει εικόνα από παντού. Έτσι λειτουργούσα. Οι μεγάλες πλημμύρες! Να μην περάσεις. Μη διακινδυνεύεις. Η γέφυρα στην Κρεμαστή καλώς να γίνει, όμως δεν θα αυξήσει τη ροή γιατί υπάρχουν τα παλιά σπίτια σε λίγα μέτρα, που στενεύουν τον δρόμο. Από Φάνες που φεύγουμε για Καλαβάρδα. όπου περνάει ο ποταμός... Εκεί θα έκανα εγώ τη γέφυρα. Φοβάμαι ότι σε μια μεγάλη βροχή εκεί θα πνιγούν οι επόμενοι. Εκεί χρειάζεται να γίνει μεγάλη παρέμβαση.

Καπνίζετε πολύ;
Εξήντα χρόνια καπνιστής. Σαράντα τσιγάρα την ημέρα μόνο, τα λιγόστεψα. Το «Δελφοί». Εδώ ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν η ΝΔ επί Ράλλη είχε βάλει μία δραχμή πάνω στα τσιγάρα είχε σηκώσει και τα δύο του χέρια ψηλά στη Βουλή και είχε πει: «η μόνη απόλαυση του φτωχού και βάλατε μία δραχμή πάνω;...».


Βλέπω φωτογραφίες, επαίνους, από στρατηγούς, από υπουργεία...
« Εμένα ξέρεις τι με ευχαριστεί...» μου λέει στο τέλος. Ότι το βράδυ ανοίγω τον υπολογιστή μου και μιλάω με όλη την Ευρώπη. «Πάπα Ντίνο, Πάπα Ντίνο. Τώρα που χτύπησε ο εγγονός μου τα Χριστούγεννα, νομίζανε ότι είμαι εγώ. Βλέπεις ανθρώπους και σου στέλνουν καρδούλες, λουλούδια, σου στέλνουν την αγάπη τους. Ο άλλος κάνει σουβλάκια στη Γερμανία και μου λέει: «πάπα Ντίνο θα ‘ρθω στη Ρόδο το καλοκαίρι. Για σένα...».

Διαβάστε ακόμη

Ελευθερία Βασιλειάδη - Άθενα: "Τα προβλήματα των μηχανικών βρίσκονται πέρα και πάνω από τα κόμματα"

Ιάκωβος Γρύλλης: Το ΤΕΕ Δωδεκανήσου χρειάζεται ένα νέο ξεκίνημα

Χατζής (πρόεδρος ΠΟΞ): Ποιότητα δεν σημαίνει μόνο τετράστερα ή πεντάστερα ξενοδοχεία

Δήμαρχος Μεγίστης: «Έχουμε ανάγκη για έναν τουλάχιστον γιατρό γενικής ιατρικής»

Βάιος Καλοπήτας: «Εμείς παλεύουμε για το νησί μας κι εκείνοι παλεύουν για τις καρέκλες τους»

Ο 89χρονος Ροδίτης που έχει 6 παιδιά, 66 εγγόνια και δισέγγονα

Γιάννης Παππάς: «Οι Eυρωεκλογές δεν είναι επίδειξη επαναστατικής γυμναστικής»

Νίκος Παντελής: Ο κωμικός από τη Ρόδο, είναι το πιο «φρέσκο» πρόσωπο της ελληνικής stand-up σκηνής