Ο Καλυθενός που έκλεισε τα 100 τον Φεβρουάριο, τον Σεπτέμβρη κόλλησε κορωνοϊό και είναι δυνατός!

Ο Καλυθενός που έκλεισε τα 100 τον Φεβρουάριο, τον Σεπτέμβρη κόλλησε κορωνοϊό και είναι δυνατός!

Ο Καλυθενός που έκλεισε τα 100 τον Φεβρουάριο, τον Σεπτέμβρη κόλλησε κορωνοϊό και είναι δυνατός!

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 9066 ΦΟΡΕΣ

Ο βιονικός παππούς δεν παίρνει κανένα φάρμακο και ποντάρει σε άλλα εκατό

Συνέντευξη στη Ροδούλα Λουλουδάκη

Είναι αυτό που λέμε εκατό και καλά! Με σκληρή δουλειά, όλον αυτόν τον ένα αιώνα, αλλά χωρίς λύπες, χωρίς μεγάλα άγχη, μόνο με μια γερή κράση που τον έφερε μέχρι εδώ: στα 100, που τον έπιασε ο κορωνοϊός, τον έβαλε στο νοσοκομείο, αλλά ο Νικόλας Νικολού από τις Καλυθιές τον νίκησε, κι είναι εδώ δίπλα μου, με μυαλό ξουράφι, με ένα μικρό πρόβλημα στην ακοή και λίγο χαμηλή όραση. Μικρό το κακό.

Πεντακάθαρες οι μικροβιολογικές του εξετάσεις, κάτι για τον προστάτη μου παραπονέθηκε αλλά ούτε καν, προνόμιο είναι πια σήμερα να γερνάς, αλλά αυτό εδώ είναι κάτι άλλο!

«Έλα πιο κοντά γιατί δεν πολλοκούω», μου λέει. «Είμαι ο Νικόλαος Νικολού ή Χατζηνικολού. Κανένας θα πήγε στον Άγιο Τάφο και θα ‘γινε χατζής. Καλυθενός, βέρος. Γεννήθηκα δωνά στη γειτονιά, στου Τσίτση. Το 1923, στις 2 Φεβρουαρίου.

Πήγα δυο χρονιές στο ιταλικό σχολείο, δεν έμαθα και πολλά. Το 1940 ήρθαν οι Γερμανοί. Δεν είχαμε συναναστροφή οι Καλυθενοί ούτε με τους Ιταλούς, ούτε με τους Γερμανούς. Εννιά η ώρα απαγορεύονταν να κυκλοφορήσεις. Ήμασταν οι Καλυθενοί ήσυχοι ανθρώποι. Εδώ είχαμε παραγωγή καλή: σταφύλια, μέλια, λάδια, σύκα.

Συγκεντρώνονταν τόνοι ξερά σύκα, τα πουλούσαν και κάναντα ούζο. Μέλισσες είχε ο πατέρας μου, εγχώριες. Πήγα σ’ έναν πρακτικό μελισσοκόμο και ασχολήθηκα με τα μελίσσια. Πολλά τα τσιμπήματα. Τη βάζαμε τη στολή, αλλά βγαίναμε με τσιμπήματα πολλά. Τόνους το μέλι έβγαζα, έρχονταν και το παίρνασι εμπόροι. Κι οξόν αυτό που πούλαγα εδώ».

Μπράβο σας, είστε πολύ δυνατός.

Φόρτωνα τις μέλισσες στο γαϊδούρι και τις πήγαινα μέχρι την Ελεούσα. Μετά, με δυο νομάτους-τρεις, αγοράσαμε ένα φορτηγό και φορτώναμε και ξεφορτώναμε οικοδομικά υλικά. Ό,τι χρειαζόταν για να φτιαχτεί ένα σπίτι. Έκανα τα αμπέλια, τις ελιές. Κουράστηκα πάρα πολύ, δούλεψα σκληρά, πολύ σκληρά.

Πήγαινα με τα γαϊδουράκια στα Σιάννα, στο Ασκληπειό. Ύστερο πιο εγόρασα ένα μηχανάκι, κι επί πενήντα χρόνια πήγαινα στα Σιάννα. Μακριά και μόλα ταύτα εκαβαλίκουν που το πρωί, έκανα τη δουλειά μου, κι έστρεφα.

Όταν επήγαινα με το γαϊδουράκι έμενα εκεί, έξω στο ύπαιθρο. Μέρα- νύχτα εδούλευα εγώ. Για να ξεμελίσω το μέλι, τη νύχτα με τη λάμπα… Τι είπαμε; Του αγρότη η ζωή είναι δύσκολη.

Γερή κράση είσαστε!

Δόξασι ο Θεός, καλά επεράσαμε.
Δηλαδή τι κάνατε, διασκεδάσατε κιόλας; Περάσατε καλά;
Δεν είχαμε καιρό για τέτοια πράματα. Πηγαίναμε στις δουλειές μας.

Τα χρήματά σας τα βάζατε στην άκρη;

Πέντε σπίτια έφτιαξα.

Προικίσατε κιόλας! Η γυναίκα σας;

Ντόπια. Ευγενία Τοκούζη, ονομάζονταν. Ασχολιόταν κι ο πατέρας της με τ’ αμπέλια. Καλά επεράσαμε. Στον πόλεμο δεν επεινάσαμε. Έσπερνα εγώ, κι έβγαζα σιτηρά πολλά. Τη γυναίκα μου την έχασα το 2009. Είναι αγγόνια αυτά που βλέπεις μαζί μου εδώ! Έχω τρία παιδιά, επτά αγγόνια, δεκατέσσερα δισέγγονα.

Τρισέγγονα δεν έχετε;

Όχι.

Σας εύχομαι να αποκτήσετε!

Ευχαριστώ.

Και να είστε πολλά- πολλά χρόνια γερός, εύχομαι.

Έ, καμιά εκατοστή χρόνια ακόμα.

Τι τρώτε, τι τρώγατε;

Λίγο φαΐ! Τώρα πιο το πρωί πίνω το γάλα μου με το ψωμάκι. Την εποχή των αγροτών ετρώγαμε ό,τι εβρίσκαμε. Μετά τα τρώω όλα τα φαγιά. Τώρα πιο στα τελευταία τα κρέατα δεν τα ‘θελα. Κάποτες έπινα ούζο. Και τώρα αν έβρω ένα ποτηράκι ούζο, πίνω το.

Κανένα τραγουδάκι λέτε;

«Όσο βαρούν τα σίδερα»… Είχαμε στο χωριό το Φλεβαρί. Άπιαστος. Έπιανε πολλούς χαβάδες.

Σε εμάς τι θα λέγατε, δώστε μας μια συμβουλή;

Να ‘στε καλά όλοι και να έχετε θάρρος. Όταν έχετε θάρρος, μη φοβάστε. Τα πράγματα να τα παίρνουμε όπως έρχονται. Και βάρδα στενοχώρια.

Εσείς τι θέλετε τώρα;

Τι να θέλω, μια καλή ζωή. Λεφτά να κάνουμε; Χωράφια ν’ αγοράσουμε; Ό,τι ήταν να κάμω το κανα. Ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος, τίποτα. Αδιαφόρετα. Τα χρόνια που ξέραμε εσβήσασι. Τώρα έρχεται το Πάσχα και δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Πριν είχε χορούς, είχε γλέντια, τώρα όλα εσβήσασι.

Είχαμε φίλους χωριανούς, κι από τα Μαριτσά, κι από την Κρεμαστό. Πριν έβγαινα στο καφενείο τώρα με πάνε με το καροτσάκι, να πιούμε έναν καφέ και να στρέψουμε. Άλλον τίποτα.

Βλέπω αυτή τη φωτογραφία του 1960. Κούκλος ήσασταν!

Έ, στην εποχή μας.

Τον θάνατο τον σκέφτεστε καθόλου;

Και που τον σκέφτομαι κάθε μέρα, δεν περνά. Πρέπει να ‘ρθει η ώρα σου για να πεθάνεις.

Το σπίτι, γεμάτο. Η κόρη του, ο γιος του, τα εγγόνια του… Πήρε το μικρότερο από τα δισέγγονα στην αγκαλιά του. Το μεγαλύτερο είναι δεκαεννιά χρονών. Τρισέγγονο; Δεν ξέρεις καμιά φορά!

Με το μικρότερο από τα δισέγγονά του και πού ξέρεις,  μπορεί να αποκτήσει και τρισέγγονο
Με το μικρότερο από τα δισέγγονά του και πού ξέρεις, μπορεί να αποκτήσει και τρισέγγονο
Βάρδα στενοχώρια, «το μυστικό του για τη μακροζωία»
Βάρδα στενοχώρια, «το μυστικό του για τη μακροζωία»

Διαβάστε ακόμη

Ελευθερία Βασιλειάδη - Άθενα: "Τα προβλήματα των μηχανικών βρίσκονται πέρα και πάνω από τα κόμματα"

Ιάκωβος Γρύλλης: Το ΤΕΕ Δωδεκανήσου χρειάζεται ένα νέο ξεκίνημα

Χατζής (πρόεδρος ΠΟΞ): Ποιότητα δεν σημαίνει μόνο τετράστερα ή πεντάστερα ξενοδοχεία

Δήμαρχος Μεγίστης: «Έχουμε ανάγκη για έναν τουλάχιστον γιατρό γενικής ιατρικής»

Βάιος Καλοπήτας: «Εμείς παλεύουμε για το νησί μας κι εκείνοι παλεύουν για τις καρέκλες τους»

Ο 89χρονος Ροδίτης που έχει 6 παιδιά, 66 εγγόνια και δισέγγονα

Γιάννης Παππάς: «Οι Eυρωεκλογές δεν είναι επίδειξη επαναστατικής γυμναστικής»

Νίκος Παντελής: Ο κωμικός από τη Ρόδο, είναι το πιο «φρέσκο» πρόσωπο της ελληνικής stand-up σκηνής