Ο δάσκαλος που έγινε κοινοτάρχης και γράφει για την Ίστριο!

Ο δάσκαλος που έγινε κοινοτάρχης και γράφει για την Ίστριο!

Ο δάσκαλος που έγινε κοινοτάρχης και γράφει για την Ίστριο!

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 5325 ΦΟΡΕΣ

Ο Γιάννης Μανουσάκης, στην ιστορία της ζωής του και του χωριού του

Συνέντευξη στη Ροδούλα Λουλουδάκη

Είναι μακριά η Ίστριος, κι είναι δύσκολη η επιστροφή μέσα στη νύχτα, που είχε μάλιστα τραβήξει αφού δυνάμωσαν οι μουσικές.
Αλλιώς πώς να χάσεις το να πας για ν’ απολαύσεις στη μεγάλη πλατεία τις ομορφιές, τους ανθρώπους, την παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Μανουσάκη, που έγινε πριν λίγες μέρες εκεί.

Πέρασαν όμορφα, ήταν βραδιά συγκίνησης για όλους στο χωριό που ο κοινοτάρχης τους, ο δάσκαλος, ο άνθρωπος που είναι παρών πάντα μιλούσε για τα χρόνια στο χωριό, τις μνήμες και τις θύμησες. Έχασα εκείνη τη βραδιά και δεν ήθελα να χάσω την αφήγηση από πρώτο χέρι για αυτή την αυτοβιογραφία με τα λαογραφικά στοιχεία που διαβάζεται απνευστί.

«Εμείς δάσκαλοι ήμασταν σ’ όλη μας τη ζωή, μου λέει. Το αγαπήσαμε το επάγγελμα, αλλά είχαμε μέσα μας και τη φλόγα της προσφοράς. Θέλαμε κάτι να προσφέρουμε.

Σ’ όλη μου τη ζωή πάντα μία σφραγίδα κρατούσα! Ή ήταν του Πολιτιστικού Συλλόγου, ή ήταν του Αθλητικού Συλλόγου ή της κοινότητας Ιστρίου ενώ και μέχρι σήμερα, επί 12 χρόνια είμαι πρόεδρος του Σωματείου Ερασιτεχνών Αλιέων Κολυμπίων ο «Άγιος Νικόλαος».

Πήραμε ένα αλιευτικό καταφύγιο που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε και αυτοδιαχειριζόμαστε το λιμάνι στο οποίο έχουμε κάνει σημαντικό έργο σε πολλαπλούς τομείς».

Στο βιβλίο σας, παρουσιάζετε πολλά βιώματά σας, μέσα από τα οποία περνάει η ιστορία όλης της δικής σας γενιάς, αυτή των παιδιών από τα χωριά της Ρόδου! Σε ποιά σημεία δίνετε έμφαση κατά τη συγγραφή του;
Γεννήθηκα στην Ίστριο το 1950, ένα χωριό ορεινό, 80 χλμ από την πόλη, που είχε τρία ραδιόφωνα, ένα τηλέφωνο στην κοινότητα και το λεωφορείο ερχόταν τρεις φορές την εβδομάδα, από την πόλη.

Έζησα εκεί τα παιδικά μου χρόνια μέχρι τα 12 που μπήκα κι εγώ σ’ ένα τέτοιο λεωφορείο να μείνω σε οικογένεια οικότροφος για να πηγαίνω στο Γυμνάσιο. Ήμουν ο πρωτότοκος.

Αποφοίτησα από το μονοθέσιο Δημοτικό, όπου ευτυχώς δάσκαλος ήταν ο Αθανασιάδης από το Βάτι, νεοδιόριστος, ο οποίος εντόπιζε τα παιδιά που είχαν τη δυνατότητα να προχωρήσουν στα γράμματα και προέτρεπε τους γονείς να τα στείλουν στο Γυμνάσιο.

Πού αλλού είχε γυμνάσιο τότε πέραν την πόλης;
Αμέσως μετά την απελευθέρωση είχε φτιαχτεί στο Γεννάδι, αλλά έκλεισε γιατί δεν υπήρχε επαρκής αριθμός μαθητών. Τότε όλα τα παιδιά της Νότιας Ρόδου πήγαν στην πόλη για το Γυμνάσιο. Έτσι στα 12 μου φεύγω για πρώτη φορά από το χωριό μου, μ’ ένα μικρό σακίδιο.

Ο πατέρας μου μετανάστης στη Γερμανία και η μητέρα μου είχε μείνει στο χωριό να φροντίζει τα άλλα μου αδέλφια. Κάθε Δευτέρα, το λεωφορείο έφερνε από το χωριό την άσπρη σακούλα με το ψωμί που έστελνε η μάνα.

Πηγαίναμε στο Σαν Φραγκίσκο που ήταν η αφετηρία των λεωφορείων και κρυβόμασταν μετά με τη σακούλα, περνάγαμε από στενά, μην μας δουν και μας κοροϊδεύουν, εμάς τα χωριατόπαιδα που αισθανόμασταν ντροπή που κουβαλούσαμε τη σακούλα, σήμα κατατεθέν ότι είμαστε χωριατόπαιδα.

Τι σας έστελναν από το χωριό;
Η σακούλα είχε μέσα και φρούτα και ό,τι άλλο έβγαζε η γη και τα μοιραζόμασταν με την οικογένεια που μας φιλοξενούσε. Δηλαδή έτρωγε η οικογένεια και ό,τι περίσσευε τρώγαμε εμείς!

Θυμάμαι, έμενα στο Μόντε Σμιθ, το πρωί έφευγα με ένα τσάι και ένα κουλουράκι, ή ό,τι μου πρόσφεραν, το πανίνο δεν είχαμε λεφτά για να το πάρουμε και θυμάμαι το μεσημέρι που γύρναγα και περπάταγα στον ανήφορο, ζοριζόμουνα, παιδάκι μικρό. Ήταν όμως μονόδρομος. Ή γράμματα έπρεπε να μάθουμε ή μετανάστες στη Γερμανία να πάμε! Εργάτες.

Είχαν φύγει οι πολλοί. Πήγαιναν, δούλευαν πολύ σκληρά γιατί οι Γερμανοί τους έδιναν τις πιο σκληρές δουλειές, φορούσαν το κοστούμι το καρό μετά, έφερναν τη μηχανή τη Φλορέτα, κι εμείς χαιρόμασταν που έρχονταν, κι οι οικογένειες περίμεναν την επιταγή, από τη Γερμανία για να ζήσουν.

Ο πατέρας μου ο Στάθης, έμεινε 22 χρόνια δουλεύοντας στη Γερμανία, μέχρι να μεγαλώσουμε εμείς, να τελειώσουμε τις σπουδές, να παντρέψει τις κόρες… Έμεινε μόνος του εκεί, ερχόταν ανά δύο- τρία χρόνια, τα καλοκαίρια κι όλη την ευθύνη την είχα εγώ, ο πρωτότοκος.

Εσείς λοιπόν θέλατε να σπουδάσετε!
Κάθε Σεπτέμβριο γινόταν παζάρι βιβλίου, έξω από το Βενετόκλειο. Πουλούσαμε της παλιάς χρονιάς, κι αγοράζαμε της καινούργιας. Καθηγητές μας ο Μαμαλίγκας, ο Παπαμανόλης από τη Σορωνή των Μαθηματικών, κάποιος Λεγάκης που μας έμαθε πολύ καλή Φυσική, είχαμε την Κωνσταντάκη από τον Έμπωνα, τον Βαρέλη, τον Χαμουζά.

Είχαμε πολύ καλούς καθηγητές και το μάθημα το μαθαίναμε από την παράδοση. Έβαλα τη μάνα μου εκείνο το καλοκαίρι στο χωριό και καθάρισε ένα κοτέτσι, το άσπρισε, κι έκατσα εκεί και διάβασα να δώσω πανελλαδικές στην Αθήνα. Πέρασα σε πολύ υψηλή θέση, κι αυτό μου έδωσε αυτοπεποίθηση.

Σκεφτόμουν ότι τίποτα δεν θα με σταματήσει πια! Πέρασα στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ρόδου, την περίοδο που αν δεν ήσουν ευπρεπώς ενδεδυμένος ή ήσουν αξύριστος, έτρωγες αποβολή όπως έγινε μ’ εμένα.

Ήταν η περίοδος τη Χούντας. Εξακολουθούσα να είμαι οικότροφος, από εδώ κι από εκεί. Έμενα λοιπόν στο Νιοχώρι και τότε ήταν υποχρεωτικό στο μάθημα της Μουσικής να μάθεις ακορντεόν και να έχεις αγοράσει ακορντεόν!

Στο ισόγειο που νοίκιαζα με τον αδελφό μου, μια μέρα έπιασε δυνατή μπόρα, βούλωσε η αποχέτευση, πλημμύρισε ο σπίτι, το ακορντεόν το είχα στο δάπεδο μόλις το είχα αγοράσει, γυρίζω στο σπίτι το βλέπω να πλέει το ακορντεόν!

Βγάλαμε το νερό από το σπίτι, κοιμηθήκαμε στο σπίτι εκείνο το βράδυ, αλλά από τότε με συνοδεύει ένα πνευμονικό, μέχρι σήμερα. Κλονίστηκε και η υγεία μας για να μάθουμε πέντε γράμματα.

Κάνατε κι εσείς 32 μήνες φαντάρος ή είχε μειωθεί η θητεία;
Είχαν γίνει 27 οι μήνες ενώ γυρνώντας φάγαμε άλλους τρεις μήνες επιστράτευση, το 1974. Όσο για εμένα, φαντάρος στην Ορεστιάδα, δάσκαλος στην Κομοτηνή, γαμπρός στο Διδυμότειχο. Η Θράκη δεν με άφηνε. Έφευγα και ξαναγυρνούσα.

Περίμενα να διοριστώ, δουλεύοντας στη Ρόδο σε ξενοδοχεία, κι έπαιρνα τον μήνα 7.500 χιλιάρικα ενώ ως δάσκαλος θα έπαιρνα 1.500 δραχμές. Ήταν πολύ υποβαθμισμένο το επάγγελμα του δασκάλου. Και μετά διορισμός στη Ροδόπη, στην άκρη της Ελλάδος.

Λεωφορείο για το αεροδρόμιο, ένα αεροπλάνο για Αθήνα, δεύτερο αεροπλάνο για Αλεξανδρούπολη, το τρένο… μου τραβούν κι από εκεί ένα διορισμό στα Πομακοχώρια της Κομοτηνής, δίπλα στα Βουλγαρικά σύνορα…

Κι η περιπέτεια συνεχίζεται!
Ψάχναμε το χωριό και δεν το βρίσκαμε. Ανεβήκαμε σ’ ένα φορτηγό, ίδιο μ’ αυτά που βλέπαμε στα ινδικά έργα που μεταφέρανε, ανθρώπους και ζώα μαζί. Ήμασταν καμιά δεκαριά οι νεοδιόριστοι, αλλά για το δικό μου χωριό δεν υπήρχε καν δρόμος.

Με πήγε η αστυνομία στους πρόποδες ενός βουνού όπου με περίμενε ο Πομάκος, να με πάει στο χωριό. Είχα πάρει κι ένα κοστούμι, φορτώσαμε τα βιβλία που μετέφερα, πάνω στο μουλάρι να τα πάμε στο χωριό… Γύρω στα 20χλμ ποδαρόδρομος.

Μας πιάνει και μια μπόρα, έβρεχε καταρρακτωδώς, πήγαμε σε μία σπηλιά να φυλαχτούμε, κι οι Πομάκοι μαζί… Στο χωριό έπρεπε και μία φορά την εβδομάδα, εναλλάξ με άλλους, να ζυμώνω μέσα στη σκάφη το ψωμί. Τέλος πάντων, τα υπομείναμε κι αυτά. Μέναμε σε σπίτι με λάμπα, δεν υπήρχε εκεί ηλεκτρικό, δεν είχαμε τρεχούμενο νερό, τα σπίτια δεν είχαν νερό και οι μυρωδιές ήταν αφόρητες.

Πότε διοριστήκατε σε μεγάλη πόλη;
Στους σεισμούς της Θεσσαλονίκης, το 1979 κανείς δεν ήθελε να πάει δάσκαλος εκεί. Πήγα εγώ! Εκεί γνωριστήκαμε με την Αγλαΐα που ήταν νηπιαγωγός. Εκεί κάναμε τον Στάθη και μετά το δεύτερό μας παιδί τον Βαγγέλη.

Ήρθαμε στη Ρόδο το 1983, μου έλειπε πολύ όλα τα χρόνια η Ρόδος. Άκουγα Ροδίτικα τραγούδια, κι έκλαιγα. Διορίστηκα στα Μαριτσά. Στη Ρόδο όταν είσαι εργατικός υπάρχουν ευκαιρίες, δημιουργήσαμε την περιουσία μας.

Επιστρέψατε στο χωριό σας και προσφέρατε σ’ αυτό, από διάφορες θέσεις!
Στην αρχή αισθανόμουν ξένος στον τόπο μου. Με κάλεσε ο Παπα-Δημήτρης Φώκιας που ήταν κοινοτάρχης και τώρα παπάς, να γίνω κοινοτικός σύμβουλος. Το 1992 ήταν οι μεγάλες φωτιές που απείλησαν το χωριό. Είπα θα τεθώ επικεφαλής συνδυασμού!

Έγινα ο τελευταίος κοινοτάρχης, έξι χρόνια ήμουν στη Λαϊκή Επιμόρφωση με νομάρχη τον Γιάννη Παρασκευά… Δημοτικός Σύμβουλος Νότιας Ρόδου, με δήμαρχο τον Φίλιππο Αντωναρά. Επί δημάρχου Μανόλη Σαββή πρόεδρος του Τοπικού Συμβουλίου Ιστρίου, κάναμε πολλά και μεταξύ αυτών και τη μεγάλη πλατεία της Ιστρίου.

Στην οποία μεγάλη πλατεία της Ψίνθου, παρουσιάσατε και το βιβλίο σας, πριν λίγες ημέρες, παρουσία πολλών φίλων σας από παντού!
Γέμισε η πλατεία, γύρω στα 500 άτομα ήταν εκεί κάτι πρωτόγνωρό για το χωριό, όπω ήταν πρωτόγνωρο να γίνει και παρουσίαση βιβλίου. Ήθελα να το κάνω αυτό με ανθρώπους που μ’ αγαπάνε και τους αγαπώ.

Κι εκείνο που με συγκίνησε είναι ότι από το βιβλίο εμπνεύστηκε ένα πολύ ωραίο τραγούδι ο Βασίλης Αυγουστάκης που έγραψε του στίχους και τη μουσική, έκανε βίντεο κλιπ, προβλήθηκε και άρεσε πάρα πολύ. Και η τελευταία μου επιθυμία η οποία σήμερα εκπληρώνεται ήταν και μία συνέντευξη με τη Ροδούλα Λουλουδάκη.

 

Του είπα ότι περιμένουμε κι άλλα από εκείνον, κι άλλα όνειρά του να πραγματοποιηθούν, κι άλλα να έχει να περιμένει. Μου έδωσε μέλι που βγάζει ο ίδιος, καθάρισε φραγκόσυκα, με κέρασε σύκα, η κυρία Αγλαΐα έβγαλε και το δικό της γλυκό του κουταλιού. Μαζί μας ήταν ο Στάθης, η Στέλλα και τα παιδιά, αυτό το ωραίο απόγευμα καλοκαιριού.

Διαβάστε ακόμη

Ελευθερία Βασιλειάδη - Άθενα: "Τα προβλήματα των μηχανικών βρίσκονται πέρα και πάνω από τα κόμματα"

Ιάκωβος Γρύλλης: Το ΤΕΕ Δωδεκανήσου χρειάζεται ένα νέο ξεκίνημα

Χατζής (πρόεδρος ΠΟΞ): Ποιότητα δεν σημαίνει μόνο τετράστερα ή πεντάστερα ξενοδοχεία

Δήμαρχος Μεγίστης: «Έχουμε ανάγκη για έναν τουλάχιστον γιατρό γενικής ιατρικής»

Βάιος Καλοπήτας: «Εμείς παλεύουμε για το νησί μας κι εκείνοι παλεύουν για τις καρέκλες τους»

Ο 89χρονος Ροδίτης που έχει 6 παιδιά, 66 εγγόνια και δισέγγονα

Γιάννης Παππάς: «Οι Eυρωεκλογές δεν είναι επίδειξη επαναστατικής γυμναστικής»

Νίκος Παντελής: Ο κωμικός από τη Ρόδο, είναι το πιο «φρέσκο» πρόσωπο της ελληνικής stand-up σκηνής