Δρ. Ιωάννης Βολανάκης: Ροδή η κυνορροδή (Rosa canina), κοινώς άγρια τριανταφυλλιά

Δρ. Ιωάννης Βολανάκης: Ροδή η κυνορροδή (Rosa canina), κοινώς άγρια τριανταφυλλιά

Δρ. Ιωάννης Βολανάκης: Ροδή η κυνορροδή (Rosa canina), κοινώς άγρια τριανταφυλλιά

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 802 ΦΟΡΕΣ

ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Γράφει o
Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης
Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων

Η Ροδή η κυνορροδή (Rosa canina) είναι κοινώς γνωστή ως άγρια ροδαριά ή άγρια τριανταφυλλιά και ανήκει στο γένος Ροδή (Rosa), δικοτυληδόνων φυτών, της οικογενείας των Ροδιδών (Rosaceae).

Το γένος Ροδή (Rosa) περιλαμβάνει εκατόν (100) έως εκατόν είκοσι (120) είδη, που φύονται στις εύκρατες και υποτροπικές περιοχές του βορείου ημισφαιρίου της γης. Τα περισσότερα είδη κατάγονται από την Ασία και από τη Βόρεια Αμερική. Μερικά είδη είναι ιθαγενή της Ευρώπης και της ΒΔ. Αφρικής.

Το φυτό αυτό ήτο γνωστό στους αρχαίους με το όνομα «ροδή» ή «ροδέα», για τα ωραία του άνθη. Στο γένος Ροδή (Rosa), ανήκουν θάμνοι φυλλοβόλοι ή αειθαλείς, όρθιοι, αναρριχώμενοι ή έρποντες, συνήθως ακανθοφόροι, με κέντρα (αγκάθια) ευθέα ή αγκιστροειδώς κυρτά. Φέρουν φύλλα επαλλάσσοντα, αζύγως πτερωτά, σπανίως απλά, με φυλλάρια λεπτοφυώς οδοντωτά ή πριονωτά και παράφυλλα μακρώς συμφυή με τον μίσχον.


Τα άνθη είναι μεγάλα, λευκά, ρόδινα, ερυθρά, κίτρινα, μονήρη ή κατά κορύμβους επακρίους, με κάλυκα συμφυή με την σταμνοειδή κοίλη ανθοδόχη, συναυξανόμενο με αυτήν μετά την έκπτυξη και αύξηση του άνθους, συνεσφιγμένο στα χείλη και προεκτεινόμενο σε πέντε (5) ή σπανίως σε τέσσερα (4) σέπαλα απλά ή πλευρικώς έλλοβα, μόνιμα ή εύπτωτα. Φέρουν στεφάνη με πέντε (5) , σπανίως με τέσσερα (4) πέταλα ή πολυάριθμα στις διπλανθείς παραλλαγές, σπειροειδώς επάλληλα στο μπουμπούκι, αντικαρδιώδη, με βραχύτατο όνυχα.


Οι στήμονες είναι πολυάριθμοι. Επίσης οι ύπεροι είναι πολλοί, σπανίως ολίγοι, εντός της σταμνοειδούς κοιλότητας του κάλυκος ή της ανθοδόχης, με στύλους πλευρικούς, επιμήκεις, μονίμους, χωρισμένους ή συμφυείς, με στήλη, η οποία φθάνει μέχρι ή προέχει του στομίου της ανθοδόχης, στίγματα συνεστώτα προς την κεφαλίδα και υποφυείς ωοθήκες. Οι καρποί των φυτών αυτών είναι αχαίνια, σκληρά, οστεώδη, ευρισκόμενοι εντός της μετατρεπομένης κατά την ωρίμανση σε σαρκώδη ή μελανή ράγα ανθοδόχης.


Η ροδή ή ροδέα των αρχαίων, η σημερινή ροδαριά ή τριανταφυλλιά, με τα περικαλλή και ευώδη άνθη της, τα ρόδα ή τριαντάφυλλα, αποτελεί αναμφισβήτητα το ωραιότερο κόσμημα των ανθοκήπων.


Η ροδαριά με τα άνθη της συνεκίνησε και εξακολουθεί να συγκινεί τόσο πολύ τους ανθρώπους, ώστε να αποβεί η πλουσιώτερη πηγή έμπνευσης ποιητών, γλυπτών, ζωγράφων και όλων των καλλιτεχνών γενικά και να συνδεθεί με την Ιστορία της ανθρωπότητας. Κανένα άλλο άνθος δεν έχει εκτιμηθεί και εξυμνηθεί τόσο πολύ, όσον το ρόδο.


Ο ΄Ομηρος, ο Αισχύλος, ο Θέογνις και άλλοι αρχαίοι ποιητές και συγγραφείς εξύμνησαν το ρόδο και την τριανταφυλλιά. Ο Ανακρέων παραβάλλει το ρόδο με τη γλυκιά ανάσα των θεών και θεωρεί αυτό χαρά των θνητών και το ωραιότερο κόσμημα των Χαρίτων και αφροδίσιο άθυρμα στις ώρες του έρωτα. Η Σαπφώ βλέπει στο ρόδο τον τρυφερό καρπό των πρωινών δροσοσταλίδων και τα φιλιά του Ζεφύρου. Η Υμνολογία της Ορθοδόξου Χριστιανικής Εκκλησίας ονομάζει τον θεάνθρωπο Ιησούν Χριστόν «ρόδον το αμάραντον».

Ειδικότερα στον Κανόνα του Ακαθίστου ΄Υμνου αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής :
« Ρόδον το αμάραντον, χαίρε η μόνη βλαστήσασα, το μήλον το εύοσμον, χαίρε η τέξασα».


(Κανών Ακαθίστου ΄Υμνου, Τροπάριον, Μεγάλη Σύνοψις, ΄Εκδοσις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1988, σ. 252).
Επίσης και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία τιμά όλως ιδιαιτέρως την Παναγία – έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερος κλάδος της Θεολογίας, «η Μαριολογία» - αποκαλεί την Παρθένον Μαρία «ρόδον μυστικόν».


Από τα πανάρχαια χρόνια, σχεδόν από καμία εκδήλωση ομαδικής χαράς ή λύπης δεν έλειψε και δεν λείπει ποτέ το ρόδο. Δεν είναι νοητός ανθόκηπος, όσο μικρός και να είναι, χωρίς ροδαριές και ρόδα.


Αν και η ροδαριά καλλιεργείται από την αρχαιότητα, η εξέλιξη της ροδοκαλλιέργειας, ώστε να υπάρχουν σήμερα περίπου είκοσι χιλιάδες (20.000) παραλλαγές, είναι σχετικώς νέα και χρονολογείται από τα μέσα του 18ου αι. μ. Χ. και εξής. Φαίνεται, ότι όλες αυτές οι παραλλαγές και ποικιλίες προέρχονται από το αρχικό φυτό, τη Ροδή την κυνορροδή (Rosa canina), ήτοι την άγρια ροδαριά ή τριανταφυλλιά.


H Ροδή η κυνορροδή (Rosa canina) είναι θάμνος με διακλαδώσεις ισχυρές, ορθοφυείς (ύψους 1,00-3,00 μ. περίπου), ισχυρώς ακανθωτές, με κέντρα κυρτά ή αγκιστροειδή, διαπεπλατυσμένα στη βάση. ΄Εχει φυλλάρια πέντε έως επτά, μάλλον μεγάλα, ωοειδή ή ελλειψοειδή, λεία, απλώς ή διπλώς πριονωτά, ενίοτε αδενώδη. Φέρει παράφυλλα και βράκτεια πλατέα, προμήκη.


Τα άνθη αυτής είναι ρόδινα ή λευκά, μονήρη ή κατά κορύμβους, επί ποδίσκων λείων, σπανίως αδροτρίχων-αδενωδών, με αόσμους αδένες. Τα άνθη φέρουν σέπαλα με πλευρικά εξαρτήματα, κάτω καμπτά, εύπτωτα.


Ο καρπός της ροδαριάς ή τριανταφυλλιάς είναι μικρού σχήματος, ωοειδής, πορτοκαλόχρους ή σαρκόχρους. Από τους καρπούς αυτής, οι οποίοι διακρίνονται για το πολύ ευχάριστο και χαρακτηριστικόν των άρωμα, παρασκευάζεται πολύ εύγεστη μαρμελάδα (Hagebuttenmarmelade).


Η Ροδή η κυνορροδή (Rosa canina) είναι φυτό, το οποίο χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως από την Λαϊκή Ιατρική, από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι και σήμερα. Οι καρποί αυτής ονομάζονται φαρμακευτικώς “Fruchtus cynorhodi” ή “Fruchtus cynospati”. Θεωρούνται, ότι έχουν, μεταξύ άλλων και ανθελμιδικές ιδιότητες. Της ίδιας ωφελιμότητας θεωρούνται και τα υπό του υμενοπτέρου εντόμου “Rhodites rosae” προκαλούμενα κικίδια, τα οποία αποκαλούνται από την φαρμακευτική “Spongia Cynosbati” ή “Fungus Rosarum”.


(Δ. Σ. Καββάδας, Εικονογραφημένον Βοτανικόν - Φυτολογικόν Λεξικόν, τ. 7, Αθήνα, άνευ χρον. εκδ., σ. 3439-3440).


Ως ήδη ανεφέρθη, η Ροδή η κυνορροδή ή τριανταφυλλιά και το άνθος αυτής, το ρόδον ή τριαντάφυλλον, ήσαν γνωστά από την προϊστορική εποχή και οι άνθρωποι τα εκτιμούσαν ιδιαιτέρως. Αναφορές σε αυτά έχουμε από την αρχαιότητα συνεχώς μέχρι σήμερα. Εξετιμώντο για το κάλλος των, αλλά και για τις φαρμακευτικές και αρωματικές των ιδιότητες και χρήσεις.

Παλαιά Διαθήκη
Η Παλαιά Διαθήκη, η οποία περιέχει παλαιότατα στοιχεία ποικίλης φύσεως (θρησκευτικά, μυθικά, ιστορικά, εθνογραφικά, λαογραφικά, πολιτιστικά κ.λπ..) αναφέρεται συχνά στη ροδαριά και στα άνθη αυτής, τα ρόδα. Ενδεικτικά παρατίθενται τα επόμενα παραδείγματα:


1)«Κεκοσμημένη βυσσίνοις και καρπασίνοις τεταμένοις επί σχοινίοις… και στρωμναίς διαφανείς ποικίλως διηνθισμέναι, κύκλω ρόδα πεπασμένα».
( Εσθήρ Α΄, 6).


2)«… και μη παροδευσάτω ημάς άνθος αέρος. Στεψώμεθα ρόδων κάλυξι πριν ή μαρανθήναι».
(Σοφία Σολομώντος Β΄, 5-6).


3) «Εισακούσατέ μου υιοί όσιοι και βλαστήσατε ως ρόδον φυόμενον επί ρεύματος αγρού».
(Σοφία Σειράχ ΛΘ΄, 13).


4)« Ως άνθος ρόδων εν ημέραις νέων».
(Σοφία Σειράχ Ν΄, 8).

Αρχαία Ελληνική Γραμματεία
Επίσης στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία απαντούν συχνές αναφορές στη ροδαριά και τα ρόδα. Ενδεικτικά παρατίθενται τα επόμενα παραδείγματα:
1) Το τριαντάφυλλον ( Λατινικά Rosa) απαντά το πρώτον στον ομηρικό ύμνο, ο οποίος είναι αφιερωμένος στην θεά Δήμητρα ( Ομηρικός ΄Υμνος εις Δήμητραν 6).
( Λεξικόν Liddel-Scott, τ. 4, σ. 21).


2) « Το δε κυνόσβατον τον καρπόν υπέρυθρον έχει και παραπλήσιον τω της ρόας. ΄Εστι δε θάμνου και δένδρου μεταξύ και παρόμοιον ρόαις, το δε φύλλον ακανθώδες».
(Θεόφραστος ο Ερέσιος, Περί φυτών ιστορίας 3, 18, 4).
3) «… το μεν φύλλον όμοιον έχει τη συκαμίνω, το δε όλον φυτόν τοις κυνορρόδοις όμοιον».
(Θεόφραστος ο Ερέσιος, Περί φυτών ιστορίας 4, 4, 8).


4) Ο Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς αναφέρει :
«Οι δε απικόμενοι ες άλλην γην της Μακεδονίης οίησαν πέλας των κήπων των λεγομένων είναι Μιδέω του Γορδιέω, εν τοίσι φύεται αυτόματα ρόδα, εν έκαστον έχον εξήκοντα φύλλα, οδμή τε υπερφέροντα των άλλων».
(Ηρόδοτος Αλικαρνασσεύς, Ιστοριών Θ, 138, 2).
5) Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος ( 295-215 π. Χ.) αναφέρει την «ροδεήν» ( Γ΄, 1020) και το «ρόδον» ( Γ΄, 1030).


6) Ο Διοσκουρίδης αναφέρει μεταξύ άλλων και τα επόμενα σχετικά με τα ρόδα, τα παράγωγά των και τις χρήσεις αυτών:
«Ρόδα ψύχει, στύφει, τα δε ξηρά μάλλον στύφει. Χυλίζειν δε δει τα απαλά αποψαλίσαντες τον όνυχα καλούμενον, όπερ έστι το λευκόν το εν τω φύλλω, το δε λοιπόν εκθλίβειν και τρίβειν εν σκιά εν θυία, άχρις ου συστραφή, ούτως τε αποτίθεσθαι εις τας οφθαλμικάς περιχρίσεις. Ξηραίνεται δε τα φύλλα εν σκιά συνεχώς στρεφόμενα, ίνα μη ευρωτιάση.


Ποιεί δε των ξηρών εψηθέντων εν οίνω το απόθλιμμα προς άλγημα κεφαλής, οφθαλμών, ώτων, ούλων, δακτυλίου απευθυσμένου, εντέρου μήτρας, πτερώ εγχριόμενον και προσκλυζόμενον. Αυτά δε δίχα του εκθλιβήναι κοπέντα ποιεί επιπλαττόμενα προς υποχονδρίων φλεγμονάς και στομάχου πλάδον και προς ερυσιπέλατα. Ξηρά δε λεία παραμηρίοις προσπάσσεται και ανθηραίς και τραυματικαίς και αντιδότοις μείγνυται. Καίεται δε και εις τα καλλιβλέφαρα. Το δε εν μέσοις τοις ρόδοις ευρισκόμενον άνθος προς ούλων ρευματισμούς ξηρόν προσπασθέν ποιεί. Και αι κεφαλαί δε ποθείσαι κοιλίαν ρέουσαν και αίματος αγωγήν επέχουσιν.


Αι λεγόμεναι δε ροδίδες σκευάζονται τούτον τον τρόπον: Ρόδων χλωρών αβρόχων μεμαραμμένων δραχμάς τεσσαράκοντα, νάρδου Ινδικής δραχμάς πέντε, σμύρνης δραχμάς εξ λεία αναπλάσσεται εις τροχίσκους τριωβολιαίους και εν σκιά ξηραίνεται. Αποτίθεται δε εις κεραμεούν αγγείον ακώνητον περιεσφηκωμένον.

΄Ενιοι δε προστιθέασι και κόστου δραχμάς δύο και ίρεως Ιλλυρικής το αυτό μίσγοντες μετά μέλιτος και οίνου Χίου. Χρήσις δε έστιν αυτών επί γυναικών περιτιθεμένων τω τραχήλω αντί όρμου ηδύπνου, αμβλυνουσών την των ιδρώτων δυσωδίαν. Χρώνται δε αυτοίς και λείοις εν διασπάσμασι μετά το λουτρόν και συγχρίσμασι και μετά το ξηρανθήναι εκλούονται ψυχρώ».
(Διοσκουριδης, Περί ύλης ιατρικής 1,99).


7) Ο αυτός Διοσκουρίδης αναφέρεται λεπτομερώς στον τρόπον παρασκευής του «ροδίνου ελαίου», ήτοι του γνωστού μας σήμερον «ροδελαίου» και στην χρήση αυτού, γράφων τα επόμενα


«Ροδίνου (ελαίου) σκευασία : Σχοίνου λίτρας πέντε, ουγγίας οκτώ, ελαίου λίτρας είκοσι, ουγγίας πέντε, κόψας και φυράσας εν ύδατι έψε ανακινών, είτα απηθήσας εις τας είκοσι λίτρας και ουγγίας πέντε του ελαίου βάλε ρόδων αβρόχων αριθμώ χιλίων τα πέταλα και τας χείρας μέλιτι χρίσας ευώδει, ανακίνει πλεονάκις υποθλίβων ηρέμα, έπειτα εάσας την νύκτα έκθλιβε… ΄Ενιοι δε προστύφουσι το έλαιον, κάλαμον και ασπάλαθον παρεμβάλλοντες, οι δε και άγχουσαν ένεκα ευχροίας και άλας προς το μη φθείρεσθαι.


Δύναμιν δε έχει (το ρόδινον έλαιον) στυπτικήν, ψύχουσαν, εύθετον είς εμβρέγματα και καταπλασμάτων μείξεις. Λύει δε και κοιλίαν ποτιζόμενον και καύσον σβέννυσι στομάχου. ΄Εστι δε και ελκών θρεπτικόν κοίλων και των κακοήθων πραϋντικόν, αχώρων και εκζεμάτων επάλειμμα, καφαλαλγίας έβρεγμα εν αρχή, οδονταλγίας τε διάκλυσμα. Ποιεί δε και προς βλέφαρα εσκληρυμμένα εγχρώμενον, προς τε εντέρων ερεθισμούς και υστέρας φλεγμονάς εγκλυζόμενον χρήσιμον».
(Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής 1, 43).


Αλλά και χριστιανοί συγγραφείς και Πατέρες των πρώτων αιώνων αναφέρονται στις «ρωδωνιαίς» και στο «ρόδον», μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο Μέγας Βασίλειος ( περίπου 330-378 μ. Χ.), ο οποίος γράφει :


« Επί τούτω τω ρήματι πάσαι μεν λόχμαι κατεπυκνούντο… πάντες δε θάμνοι ευθύς ήσαν αμφίκομοι και δασείς… αί τε ρωδωνιαί και μυρσίναι… Πλην γε ότι το ρόδον τότε άνευ ακάνθης ην, ύστερον δε τω κάλλει του άνθους η άκανθα παρεζεύχθη, ίνα τω τερπνώ της απολαύσεως εγγύθεν έχωμεν παρακειμένην την λύπην, μεμνημένοι της αμαρτίας…».


(Μέγας Βασίλειος, Ομιλίαι εις την Εξαήμερον, Ομιλία Ε΄, Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων, έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, τ. 4, Αθήναι 1991, σ. 227).


Σήμερα η ροδαριά ή τριανταφυλλιά καλλιεργείται, τόσο για τα ωραία άνθη της, τα ρόδα ή τριαντάφυλλα, όσο και για την παραγωγή από αυτά του ροδελαίου και του ροδονέρου. Πρόκειται για προϊόντα χρήσιμα στην αρωματοποιία, τη ζαχαροπλαστική, τη φαρμακευτική και τη Λαϊκή Ιατρική.

Λαϊκή Ιατρική
Η Λαϊκή Ιατρική συχνά αναφέρεται στη ροδαριά, τα ρόδα και τις χρήσεις αυτών. Ενδεικτικά παρατίθενται τα επόμενα παραδείγματα :


1) « Εις πρίσμα στομάχου
… Κίμινον και πλατικίμινον, μαστίχι, αλώην, χαλβάνην, πιπέρι και κουκιά επτά, χαμόμιλα, ρόδα περσικά, κρίθινον αλεύρι,… κοπάνησον καλά και βάλε κρασί παλαιόν και ύψομα, κάμετα ωσάν ζήμι, βάλετο εις το στομάχι με λινόν πανί».
( Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, Κρητικό Ιατροσόφιον του 19ου αιώνα, Ρέθυμνο 2001, σ. 93-94).


2)« Εις εσοχάδες και εξοχάδες
… Εάν δε και τρέχει αίμα πολί, σχύνου φύλλα και ρογδίου, κικίδια, ρόδα ψεκτά, τα πάντα κοπάνησον και βάλε κρασί και ξύδι να βράσι καλλά και πύριαζε μετά σπόγγου καλλά».
( Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, έ.α, σ. 130).


3)«Εις σορόπιον του σικοτίου
Μαραθόριζες, σελινόριζες, μαγδανόριζες (= ρίζες μαϊντανού), πικραλιδόριζες…ρόδα ξάγιον 1… και ας μουσκέψουν ένα νυκτόμερον και τότε βράσον μετά μέλιτος, έως να μείνει το τρίτον, να τρώγι ( ο ασθενής)».
(Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, έ.α., σ. 134-135).


4) Ειδικότερα σε περιπτώσεις οφθαλμικών παθήσεων συνιστάται η χρήση ροδόφυλλων, είτε ως καταπλασμάτων, είτε, κατά την διάρκεια του βρασμού αυτών με νερό, η έκθεση των οφθαλμών στους υδρατμούς, οι οποίοι επιδρούν ευεργετικά στους πάσχοντες οφθαλμούς.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ :
Ι. Ηλ. Βολανάκης, Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά της Δωδεκανήσου, περιοδικό «ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», τ. ΚΔ΄ (Ρόδος 2010), σ. 712-749.
Εγκυκλοπαιδεία ΝΕΑ ΔΟΜΗ, τ. 11 (Αθήνα αν. χρ. εκδ.), σ. 331.
Ν. Εμμ. Παπαδογιαννάκης, Κρητικό Ιατροσόφιον του 19ου αιώνα (Ρέθυμνον 2001).
Ευ. Φραγκάκι, Η Δημώδης Ιατρική της Κρήτης (Αθήναι 1978).


Γ. Χριστόπουλος (Επιμέλεια), Εκδοτική Αθηνών (Αθήνα 1990), σ. 116.
Βotanica. Das Abc der Pflanzen. 10.000 Arten in Text und Bild (Koeln 1998), σ. 308.
R. Scheppelmann, Flora Graeca. Sibthorpiana, Volksausgabe, Edition Kentavros, (Hamburg 2017).

Διαβάστε ακόμη

Ηλίας Καραβόλιας: Το μέλλον που δεν βλέπουμε

Γιάννης Παρασκευάς: Μία βόλτα στη Λίνδο

Μανώλης Κολεζάκης: Σελίδες από την πολεμική ιστορία της Ρόδου

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες