ΚΕΙΜΕΝΑ. Για 28η Οκτωβρίου
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1963 ΦΟΡΕΣ
Επιμέλεια-Παρουσίαση
Αντώνης Αγγελής
Από τις φιλόξενες σελίδες της «Ροδιακής» ξεκινά σήμερα μια προσπάθεια που στόχο έχει, παραθέτοντας κείμενα συγγραφέων να:
• κάνει γνωστές τις απόψεις πνευματικών ανθρώπων, πάνω σε σπουδαία γεγονότα του τόπου μας.
• παρακινήσει τον διάλογο.
• να δώσει απαντήσεις.
• προβληματίσει.
Ο τίτλος που επέλεξα «Κείμενα» θα μπορούσε να ήταν και «Απόψεις» ή «Ξεφυλλίζοντας» και οι δύο θα ήσαν σωστοί. Απόψεις και μάλιστα ξεχωριστών διανοούμενων θα παραθέτω. Αλλά και όλα ξεκινούν από το ξεφύλλισμα των βιβλίων, των χιλιάδων βιβλίων που είχα την τύχη να περάσουν από τα χέρια μου, κοντά 40 χρόνια τώρα.
Και σύμφωνα με τα λεξικά, η λέξη ξεφύλλισμα για μεν τα φυτά σημαίνει την αφαίρεση ή αραίωση των φύλλων, και για τα βιβλία «το στρέφειν τα φύλλα, τας σελίδας προς επιπολαίαν ούτως αντίληψιν των περιεχομένων ή εικονιζομένων, το φυλλομέτρημα».
Από αυτό το ξεφύλλισμα ξεκίνησαν όλα, από αυτήν την επιπολαίαν αντίληψιν των περιεχομένων, που ο χρόνος, η ίδια η ζωή και η καθημερινότητα, τα μικρά ή μεγάλα που μας απασχολούν, συχνά οδηγούν στο να γίνει ανάγνωση, απόλαυση και κάποτε γνώση. Και αυτά επιθυμώ να μοιραστώ με τους αναγνώστες της «Ροδιακής».
Για 28η Οκτωβρίου
Πρώτη στάση, πρώτη «επιλογή» λοιπόν η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου.
Έγραψε ο Κωστής Παλαμάς την 1η Νοεμβρίου του 1940:
«Αυτό κρατάει ανάλαφρο μες την ανεμοζάλη
το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι,
αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα
Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα».
Παρατίθενται κείμενα των Παύλου Παλαιολόγου από την Εφημ. «Ελεύθερον Βήμα» της 29ης Οκτωβρίου 1940, του Στράτη Μυριβήλη που δημοσιεύθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1940 στο περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 334, και του Δασκάλου μας, του Φώτη Βαρέλη, από τα βιβλία του «Κίταλα», αυτοτελής έκδοση της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου [ΑΘΗΝΑ-1977] και «ο Δάσκαλος» έκδοση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ρόδου [ΡΟΔΟΣ-1996].
Καλή ανάγνωση!

Παύλος Παλαιολόγος: Προς το καθήκον.i
(Από την εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» της 29ης Οκτωβρίου 1940)
Σειρήνες και κωδωνοκρουσίες. Δευτεριάτικο πρωινό. Ανήσυχες μορφές στα παράθυρα. Κοιτάζονται οι γείτονες, συνεννοούνται με το βλέμμα, και μένουν σύμφωνοι. Τα πάντα για την τιμή. Δεν είναι η μανία του πολέμου που τους εμπνέει, δεν είναι το πάθος της περιπέτειας. Είναι η συναίσθηση της αξιοπρέπειας.
Όταν αυτή είναι εκτεθειμένη σε κινδύνους, τότε το τροπάριο της ειρηνοφιλίας διακόπτεται. Όχι από αγάπη προς τον πόλεμο. Από αγάπη προς αυτή την ειρήνη. Γιατί τίποτα δεν εξυπηρετεί την ειρήνη χειρότερα από την καλοπροαίρετη διάθεση των λαών να δέχονται ραπίσματα. Κακός είναι ο πόλεμος.
Αλλά υπάρχει κάτι πιο απαίσιο κι απ' αυτόν ακόμα, η λάσπη που πέφτει και κηλιδώνει τις υπολήψεις των λαών όταν θελήσουν να τον αποφύγουν με θυσία της τιμής τους. Τέτοιες κηλίδες τίποτα δεν είναι ικανό να τις καθαρίσει. Ούτε το σβήσιμο της γενεάς που τις έχει προκαλέσει.
Οι γενεές φεύγουν, αλλά μένουν οι σελίδες της Ιστορίας, για να θυμίζουν τη ντροπή. Μένουν οι μεταγενέστεροι, και ζητούν ευθύνες από τη στάχτη μας. Στρατιώτες της ειρήνης όσο δεν προσβάλλεται η Ελευθερία και το Δίκαιο. Όταν όμως κινδυνεύουν τα δύο αυτά αγαθά, τότε η εμμονή στην ειρήνη αποτελεί ανανδρία, αναξιοπρέπεια και αφιλοτιμία.
Για όλα μπορούν να μας κατηγορήσουν. Ένα μόνο δεν θα πει κανείς: ότι δεν διατηρήσαμε, μέσα στο πέρασμα των αιώνων, άσπιλη την εθνική μας φιλοτιμία. Έτσι άσπιλη θα την διατηρήσουμε και τώρα. Κοινή είναι η θέληση: Να το ξαναφορέσουμε. Γνώριμη στολή του λαού μας.
Τη φόρεσε ο παππούς, τη φόρεσε ο πατέρας, θα τη φορέσει τώρα ο γιος. Και πάντα για τον ίδιο σκοπό. Για την Τιμή και για την Ελευθερία. Για τους ίδιους λόγους καλούμαστε και σήμερα. Το καθήκον υπογράφει τις προσκλήσεις. Η φωνή του είναι η πιο επιβλητική απ' όλες τις φωνές. Τη δέχεσθε χωρίς υπολογισμούς.
Η περηφάνια αγνοεί την αρίθμηση. Δεν μετρά τις δυνάμεις εκείνου που θέλει να την τσαλακώσει. Βαδίζει με το μέτωπο ψηλά στο δρόμο της τιμής. Οι Θερμοπύλες δεν είναι ένα γεωγραφικό σημείο, δεν είναι ένα απλό ιστορικό γεγονός. Είναι ένα σύμβολο. Το σύμβολο αυτό το διατήρησαν ψηλά οι γενεές των Ελλήνων.
Από τις Θερμοπύλες ως το 21, και πέρα απ' αυτό, με κλειστό το βιβλίο της αριθμητικής βάδισε το έθνος στους δρόμους των πεπρωμένων του. Με την αριθμητική στο χέρι δούλοι θα είμαστε σήμερα. Στην περιφρόνηση της αριθμητικής οφείλουμε την εθνική μας υπόσταση.
Το 1940 δεν θα κάμει εξαίρεση. Παλιά και πρόσφατη ιστορία δείχνει ποιο κατάντημα περιμένει τους λαούς εκείνους που, με οδηγό τον υπολογισμό, έστερξαν σε ταπεινώσεις και σε διασυρμό της τιμής τους. Η τιμή που σπίλωσαν δεν είναι η μόνη τους θυσία.
Μαζί μ' αυτήν έχασαν και τα υλικά αγαθά που πίστεψαν ότι θα εξασφάλιζαν αν δέχονταν τον εξευτελισμό. Καθήκον και συμφέρον είναι η προάσπιση της εθνικής τιμής. Στην εκτέλεση του καθήκοντος καλούνται οι πολίτες.
Καθήκον προς τα μάρμαρα που αποτελούν τη δόξα των περασμένων, προς το βράχο που κοίλαναν ο ιδρώτας και το αίμα των γενεών που προηγήθηκαν, προς εμάς τους ίδιους, προς τους τάφους των πατέρων μας, προς τα λίκνα των παιδιών μας, που θα ντρέπονταν αν μας έβλεπαν απρόθυμους να συνεχίσουμε την εθνική μας παράδοση.
Αλλά τέτοια περίπτωση δεν υπήρξε, δεν υπάρχει, δεν θα υπάρξει. Μας το είπε η χθεσινή μέρα. Θα μας το πουν οι επόμενες. Θα μας το λένε όλες οι μέρες, όσο υπάρχει ο γαλάζιος ουρανός μας, όσο υπάρχουν οι αφροί του Αιγαίου μας, για να σχηματίζουν την απέραντη κυανόλευκη, που αγκαλιάζει πέρα ως πέρα τους ελληνικούς ορίζοντες.
Στράτης Μυριβήλης: Η ώρα της ιστορίαςii
(Δημοσιεύθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1940 στο περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 334)
Σε μιαν ώρα που κανείς δεν ξέρει, σε μια στιγμή που μόνο ο Θεός ορίζει, μέσα στο ναό της Ιστορίας σημαίνει ξαφνικά η βαθειά καμπάνα της Μοίρας πάνω στα ριζικά των λαών. Τότε τα άτομα που αποτελούν την εθνικήν ολότητα, πετούν θεληματικά ένα μεγάλο μέρος από τα πιο ακριβά προνόμιά τους, αυτά ίσα-ίσα που κατοχυρώνουν τη μονάδα μέσα στο κοινωνικό σύνολο.
Όλοι τότες, υποταγμένοι σε μιαν ακατανίκητη κεντρομόλο δύναμη, αναζητούν τον πυρήνα της ομογένειας, πυκνώνουνται γύρω εκεί, για να δώσουν, όσο γίνεται πιο υπεύθυνα, το μεγάλο «παρών» της φυλής. Μπροστά στο κάλεσμα της Μοίρας. Μια φυλή, ένα έθνος, ένας λαός, είναι προικισμένα με βιολογικά νειάτα τόσο περισσότερο, όσο πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά θα μπορέσουν να κάνουν τη σωτήρια προσαρμογή, από το άτομο στην ομαδική ολότητα.
Σαν γίνει αυτό, τότες πια η φυλή, οπλισμένη με όλα τα ψυχικά και ζωικά της χαρίσματα, παίρνει την ιστορική της φυσιογνωμία και από μια σκόνη ατόμων, που ήταν πριν, γίνεται ξαφνικά μια πελώρια ενιαία μορφή, εμψυχωμένη από μια μοναδική θέληση. Αναπνέει μέσα της ένας ολάκερος λαός, μ' ένα στήθος πελώριο, και το ρυθμό στις πράξεις και στους λογισμούς τους, τον δίνει μια θεόρατη καρδιά με το σφυροκόπημα του ρυθμού της.
Μόνο στους λαούς πού ‘ναι γερασμένοι βιολογικά, βλέπουμε τα άτομα και τις μικρές ομάδες, να τραβάνε παραζαλισμένα, το καθένα το δρόμο του, μπροστά στην κρίσιμη ώρα, όταν επίσημα θα βαρέσει η βαριά καμπάνα της Μοίρας.
Αυτή η ομοθυμία των δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων, με την οποίαν αντίκρυσαν το φοβερό γεγονός του πολέμου, είναι θαρρώ το πιο σπουδαίο φαινόμενο μέσα στην ιστορία του έθνους μας ολόκληρη. Η Ελλάδα σύσσωμη, σύψυχη, στάθηκε μπροστά στο ανοιχτό βιβλίο της Μοίρας και υπαγορεύει το νέο κεφάλαιο της ιστορίας της.
Δεν έγινε αυτό με εξαναγκασμούς ούτε με φοβέρες. Τα δέκα εκατομμύρια των Ελλήνων πρόσφεραν τους πληγωμένους εγωισμούς των, τις φιλοδοξίες και τα μίση και τα πάθη τους τα πολιτικά, και τους προσωπικούς φθόνους και τις ματαιοδοξίες τους, πρόσφεραν τις κοσμοθεωρίες τους και τις διαφωνίες τους και τις αυταρέσκειές τους, πρόσφεραν τις ελευθερίες τους στο βωμό της Ελλάδας, με τον ίδιο τρόπο που τα ζευγάρια πρόσφεραν τις χρυσές βέρες τους και οι πτωχές υπηρέτριες τις οικονομίες τους. Έτσι οι πεντακόσιες χιλιάδες των στρατευμένων νέων πρόσφεραν τα νειάτα και τη ζωή τους. Όλοι με λεύτερη τη θέληση, όλοι από το περίσσευμα της καρδιάς.
Αυτό το θάμα δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται μέσα στην ιστορία της φυλής, Δε θα' ναι και η στερνή. Γιατί η Ελλάδα, μέσα στο προνομιούχο κύτταρό της, είναι ένας αιώνια νέος και ολοζώντανος οργανισμός. Είναι η ίδια η έννοια της νιότης, ενσαρκωμένη σε μια ράτσα εύστροφη, ευφάνταστη, γεμάτη πείσμα και γοητευτική τρέλα.
Απ' την άλλη μεριά των συνόρων μας χτυπά ένας λαός 45 εκατομμυρίων. Τον νικούμε γιατί είμαστε μια φυλή αρσενική και λεύτερη, κι είναι μια φυλή από 45 εκατομμύρια σκλάβους.
Είναι ένας αγώνας άνισος αυτός και οι λαοί του κόσμου, οχτροί και φίλοι και αδιάφοροι, τον παρακολουθούν με κατάπληξη.
Ποιο θα ‘ναι το τέλος του;
Ελάχιστα ενδιαφέρει αυτό το τέλος. Ολάκερη η δικαίωσή μας στέκεται στην αρχή. Το πώς όλοι μαζί κάναμε τον πόλεμο, αυτό είναι η νίκη της φυλής. Όλα τ' άλλα είναι μηχανολογία. Και δεν είναι μόνο μια πράξη τιμής ετούτη η ομόψυχη ενέργεια. Είναι ακόμα μια πράξη υγείας και μια πράξη φαντασίας.
Μόνο ένα οργανισμός πλημμυρισμένος από τη χαρά και τη δόξα της ζωής έχει τη δύναμη να ορμά προς τη θυσία με τόσο κέφι. Και μόνο ένας λαός με ισχυρή φαντασία, μπορεί να εξαρθεί πάνω από το υλικό βάρος των ατομικών συμφερόντων και να χυμήξει με τέτοια αποκοτιά, με ανοιχτές τις φτερούγες προς την αναμμένη φλόγα.
Σήμερα στεκόμαστε στην υψηλότατη κορφή της ιστορίας μας. Εκεί που ο αέρας είναι αμβροσία. Μπορούμε σήμερα να δεχτούμε τον Αισχύλο κοντά μας, δίχως να μας ταπεινώσει ο μεγάλος και ιερός ίσκιος του.
Και είναι μια υπεράνθρωπη χαρά για κάθε πνευματικό άνθρωπο, να μπορέσει να σταθεί με ασφάλεια και με επίγνωση σε τούτη την επικίνδυνη θέση, όπου το χώμα είναι σφραγισμένο από τα βήματα των θεών και των ηρώων. Να σταθεί με τη συνείδηση φωτισμένη από το μεγάλο ήλιο της φυλής, φωτισμένη ως τα βαθειά, έτσι όπως φωτίζεται ο καθάριος βυθός της θάλασσας, όταν τον χτυπάει κάθετα ο ήλιος, και ξεχωρίζεις μέσα να γαλανίζουν λογής-λογής πετράδια και νερολούλουδα.
Όρθιος πάνω στη βίγλα της επίσημης ώρας, γεμάτος από ολάκερο το παρελθόν της φυλής, γεμάτος από όλο το νόημα της Ελληνικής Γης, που γέννημα και φύτρο της είναι ο καθένας μας, έργο του ήλιου της και του χώματος και της θάλασσάς της. Να σταθεί ο καθένας μας δικαιωμένος και ήσυχος μπρος σ' οτιδήποτε κι αν πρόκειται να συμβεί.
Φτάνει αυτό να 'ναι μέσα στο Νόμο της Ιστορίας της φυλής, που αυτός προστάζει και εμείς πράττουμε. Να σταθεί ευτυχισμένος και να αναπνεύσει με όλο του το στήθος τον αέρα των ελληνικών αιώνων, που' ναι μεθυστικός σαν κρασί, γιατί είναι γεμάτος από σπέρματα ζωής, από τραγούδια και μύθους και φαντασίες.
Ο καθένας να σταθεί έτσι με τη ψυχή γυμνή μπροστά στο Θεό, ώσπου να αισθανθεί την ασήμαντη μονάδα της ύπαρξής του απόλυτα ενσωματωμένη μέσα στην αιώνια μορφή της φυλής, αιώνιος κι αυτός μαζί της.
Γιατί σήμερα μέσα στον καθένα μας υπάρχει ολάκερη η Ελλάδα, ζει μέσα μας με όλους τους αιώνες της ιστορίας της, κοιτάζει μεσ' από τα μάτια μας με όλους τους ήρωές της, λατρεύεται στην προσευχή μας με όλους τους θεούς της, χορεύει μέσα στη φαντασία μας με όλα τα χρώματα, τους ήχους και τις γραμμές της.
Αν όλοι μπορέσουμε να φωτίσουμε την πράξη του πολέμου που πολεμούμε με αυτό το ήρεμο και σταθερό φως, δεν υπάρχει φόβος να λυγίσει κανένα γόνατο, ως το τέλος. Αυτό το φως, το « ιλαρόν φως », που λέει η εκκλησία, είναι κείνο που έκαμε και κάνει όλους τους ήρωες της πανανθρώπινης ιστορίας να τραβάνε χαμογελαστοί το δρόμο της αποστολής τους, με τόση ασφάλεια, με τόση χάρη.
Φώτης Βαρέλης: «Κίταλα»
»Δυό αξιωματικοί ξετύλιξαν τους κυλίνδρους το χαρτί και κάρφωναν κιόλας τον ένα, σύμφωνα με τη διαταγή του Διοικητή τους, στον τοίχο. Ήταν από κείνες τις ζωγραφιές – καρικατούρες που συνήθιζαν να στέλνουνται στους στρατιώτες για να διαλαλήσουν με τις σκηνές τους τις μεγάλες εκείνες ιστορικές στιγμές της ανθρωπότητας. Οι κακόγουστες αυτές ζωγραφιές έπρεπε να κολλιούνται στα γραφεία των Διοικήσεων, στα κέντρα των στρατώνων και καμμιά φορά και στους τοίχους των καφενείων.
Ο πίνακας αυτός σήμερα παρίστανε την παρακάτω σκηνή. Ήταν ένας εύζονας πεσμένος τανάσκελα διπλωμένος σχεδόν και πλακωμένος από ένα τεράστιο βράχο, με τα χαρακτηριστικά του προσώπου αλλοιωμένα απ’ τον πόνο, το στόμα ανοιχτό και τα μάτια σχεδόν έξω απ’ τις κόγχες τους. Απάνω του ορθοί δυό σκληροί και υπεροπτικοί στρατιώτες, ένας γερμανός με μπότες και κράνος κι ένας ιταλός το ίδιο, τον πατούσαν ακουμπόντας τις λόχες των όπλων τους στην πέτρα. Κάπως έτσι.
-Τι έχετε να πείτε τώρα κύριε Ποσιντόνιο; Ρώτησε ο συνταγματάρχης Φαρλάτσι το Θανάση, που βλέποντας εκείνη την τρομερή σκηνή δεν μπορούσε να χωνέψει πως ένας άνθρωπος με το αξίωμα του διοικητή ενός συντάγματος καταδεχόταν να εξευτελίζει με τέτιο τρόπο ένα άνθρωπο της θέσης ενός χωρικού όπως ήταν αυτός, ο Θανάσης.
Όσο και νάταν, δεν ήταν αστείο πείραγμα. Ήταν κάτι πούφτανε πολύ μακρύτερα. Θέλαν να τον ταπεινώσουν. Να πικράνουν. Να εκμηδενίσουν ένα δούλο τους. Τούρχονταν ως τα χείλη να φωνάξει «δεν ντρέπεστε;» ωστόσο βρήκε τη ψυχραιμία του Στάθηκε ίσια ορθωμένος σαν σε προσοχή, με αναγερμένο κεφάλι και κάρφωσε το βλέμμα στον τοίχο.
Από το ανοιχτό παράθυρο ο λίγος αέρας έπαιζε τάσπρα μαλλιά του και ταλάντευε από τις δυό άκρες του προσώπου του τις μαρκιές του μουστάκες. Έμεινε εκεί ακίνητος προσπαθόντας να τεντώσει το χρόνο της προσδοκίας τους νακούσουν τα λόγια του, ενώ παράλληλα γύρευε μέσα του την πιο αληθινή έκφραση της καρδιάς του, που θαποκρυστάλλωνε αυτό που κανένα τρόπο δεν ήθελε να τανακαλύψουν αλλιώς. Στους μορφασμούς του, λόγου χάρη, ή στο δάκρι των ματιών του.
-Λοιπόν; Τον ξαναρώτησε επιτέλους ο Φαρλάτσι, κι ο Θανάσης έπιασε με την άκρη των ματιών του πόσο σκληρά έγινε αυτή η δεύτερη ερώτηση. Κι ο Θανάσης μίλησε.
-Ζει ακόμα; Είπε κάποτε χωρίς να ξεκαρφώσει το μάτι του απ’ τη ζωγραφιά. Το ερώτημα αυτό του Θανάση έγινε χωρίς ερώτημα, που περιμένει από άλλον απάντηση. Ήταν διαπίστωση μαζί, σαν να ρωτούσε ο ίδιος, απαντούσε ο ίδιος, κι έβγαζε ο ίδιος το συμπέρασμα.
Έλεγε: ζει ακόμα; Ναι ζει. Κι αφού ζει… Τέτια ερωτηματικά, που μόνο ο ήχος της φωνής, μόνο η κίνηση του κεφαλιού, μόνο η μουσική των λέξεων και το χρώμα του συναισθήματος μπορούν να δώσουν, γίνονται εύκολα αντιληπτά αλλά και πολύ εύκολα μπορούν ανοιχτούν σε πολλές υποθέσεις.
Γιαυτό οι άνθρωποί μας, της σκηνής αυτής, κι οι τρεις, ο Φαρλάτσι δηλαδή, ο Ντιτσόνι κι ο Θανάσης, βρίσκοταν σε άλλο δρόμο ο καθένας κι η ξανασύνδεση της συμπεριφοράς τους δεν ήταν εύκολο να νικήσει την αμηχανία τους.
-Πόρκα μιζέρια, κοίταξε τι είδε ο κύριος Ποσιντόνιο! Είπε αναπάντεχα ο Ντιτσόνι ρίχνοντάς το στο αστείο.«
Φώτης Βαρέλης: «ο Δάσκαλος»
Ο συγγραφέας περιγράφει πώς έζησε την 28η Οκτωβρίου του 1940, στην Κωστάντζα της Ρουμανίας, όπου βρέθηκε, όντας εξόριστος από τα Δωδεκάνησα, να διδάσκει στο εκεί Γυμνάσιο της ελληνικής Κοινότητας.
»Ήτανε το σχολικό έτος 1940-1941. Το έτος που αρχίνησε με τη μεγάλη λαχτάρα του έθνους μας, την μεγάλη του δόξα, αλλά και την τρομερή του συμφορά. Στις 28 του Οκτώβρη, ερχόμενα απ’ όλες τις αρτηρίες της πόλης τα παιδιά στο σχολείο, φέρναν μαζί τους μια τρομακτική είδηση. Η Ιταλία χτύπησε από τα χαράματα την Ελλάδα μεσ’ απ’ την Αλβανία, που είχε υπό την προστασία της. (Αμαρτία του προηγούμενου πολέμου).
Έμπαινε στην τάξη του, την τρίτη νέου τύπου, και με την είσοδο έπιασε τα μάτια των παιδιών να ρωτάνε «τι θα γίνει κύριε;». Έτσι τάκουε, γιατί έτσι είχε έτοιμη την απάντησή του.
-Εκείνο που πάει να γίνει από σήμερα, παιδιά μου, (άρχισε με ένα μικρό χαμόγελο βεβαιότητας), είναι ότι με πολύ αίμα και μεγάλες θυσίες θάρθει αυτό που δεν περίμενα να γίνει ποτέ: Να γυρίσω στην ελεύθερη πατρίδα μου.
- Ώστε θα νικήσουμε; Είπε ένα παιδί, όπως συμβαίνει όταν θέλει κανείς να χορτάσει εκείνο που ήδη έχει γευθεί κι είναι τόσο νόστιμο.
- Ναι, είναι βέβαιο μαθηματικά ότι θα νικήσουμε.
Και τους θύμισε τον Ξενοφώντα που διδάσκουνταν.
Ήταν ο χρόνος που ο Μουσολίνι είχε κλονισθεί συθθέμελα.
Ήρθεν όμως ο Απρίλης, ο μήνας πούρχεται μαζί του συνήθως η Ανάσταση, κι έφερε εφέτος όλα τα ανάποδα στον τόπο μας. Την κατοχή, την πείνα, την εξαθλίωση και την φρίκη των εκδικήσεων. Αυτά που ξέρει ο κόσμος«
i Ο Παύλος Παλαιολόγος (1895-1984) γεννήθηκε στο Κουζουντζουκί του Βοσπόρου. Από τα μαθητικά χρόνια του ασχολήθηκε με τα γράμματα, κυρίως με τη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε αρχικά με εφημερίδες και περιοδικά της Κωνσταντινούπολης και το 1915 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Από το 1928 και ως το τέλος της ζωής του συνεργάστηκε με τον δημοσιογραφικό οργανισμό Λαμπράκη και διακρίθηκε στο χώρο του χρονογραφήματος από τις σελίδες της εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα». Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε με την ταξιδιωτική λογοτεχνία και το θέατρο. Τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του Φοίνικα, τον Αργυρό Σταυρό του Σωτήρος και με τον τίτλο του Άρχοντος μεγάλου ρήτορος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Πέθανε στην Αθήνα.(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
ii Ο Στράτης Μυριβήλης 1890-1969 (πραγματικό όνομα Ευστράτιος Σταματόπουλος) γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου. Φοίτησε στην Αστική Σχολή Συκαμιάς και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης, από όπου αποφοίτησε το 1910. Το 1912 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, εργαζόμενος παράλληλα ως συντάκτης σε περιοδικά και εφημερίδες. Τις σπουδές του εγκατέλειψε σύντομα για λόγους βιοπορισμού. Κατατάχτηκε εθελοντικά το 1912 και πολέμησε στους βαλκανικούς πολέμους (όπου τραυματίστηκε στο πόδι), στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία (ως ανθυπολοχαγός). Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε να γράφει τη «Ζωή εν τάφω».
Στην Αθήνα συνεργάστηκε με εφημερίδες όπως η «Καθημερινή», η «Εθνική», η «Ακρόπολις», η «Πρωία», η «Απογευματινή», η «Ελευθερία» και περιοδικά όπως ο «Θεατής», η «Νέα Εστία», η «Ελληνική Δημιουργία», ο «Ακρίτας», τα «Στρατιωτικά Νέα». Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Ακαδημίας Αθηνών (εκλέχτηκε το 1958 μετά από πέντε υποψηφιότητες που απορρίφθηκαν) και τιμητικό μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών. Πέθανε άρρωστος από βρογχοπνευμονία στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού στην Αθήνα. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών Ε.ΚΕ.ΒΙ.).