Όταν οι Ιταλοί στρατιώτες ερωτεύονταν Ροδίτισσες στον πόλεμο...

Όταν οι Ιταλοί στρατιώτες  ερωτεύονταν Ροδίτισσες στον πόλεμο...

Όταν οι Ιταλοί στρατιώτες ερωτεύονταν Ροδίτισσες στον πόλεμο...

Pοδούλα Λουλουδάκη

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1661 ΦΟΡΕΣ

Ο Ενρίκο ο Ιταλός στρατιώτης, η Δέσποινα και οι προσπάθειες της οικογένειάς της να τον σώσουν από τους Γερμανούς

Η ιστορία του Ενρίκο του Ιταλού στρατιώτη στη Ρόδο του 1940 και της Δέσποινας από το Παραδείσι, το χωριό «Βιλανόβα» όπως το ονόμασαν οι Ιταλοί κατακτητές, είναι μια ιστορία έρωτα και κατατρεγμού από τις πολλές που διαδραματίστηκαν μέσα στη λαίλαπα του πολέμου κι έγιναν τελικά μέρος της ιστορίας αυτού του τόπου. Ο ιταλικός στρατός άλλωστε ήταν ανέτοιμος να πολεμήσει, αλλά κυρίως δεν τον ήθελε αυτόν τον πόλεμο στον οποίο τον έριξε ο Ντούτσε για να προλάβει μια φορά κι αυτός ο Χίτλερ! Γι αυτό ο στρατός διασκέδαζε, ερωτευόταν όμορφες Ροδίτισσες και κρυβόταν στα σπίτια τους ή στα πιο απίθανα σημεία μέχρι να τους ξετρυπώσουν οι Γερμανοί και να τους σκοτώσουν ή να τους βάλουν στο καράβι το οποίο ανατινάχτηκε στ΄ ανοιχτά… Ο Ενρίκο Τροβάτι, από ένα χωριό της Περούτζια που ήταν ασυρματιστής και καθόταν κάτω απ΄ τη συκιά πολύ κοντά στο σημείο από το οποίο η Δέσποινα έβγαζε νερό απ΄ το πηγάδι, ήταν από τους τυχερούς! Η οικογένεια Χατζηαντωνίου- της Δέσποινας από το Παραδείσι- τον έκρυψε πολλές φορές γλιτώνοντάς τον από το μένος των Γερμανών, από τα σχόλια των γειτόνων, από τη μοίρα του την ίδια… Κοριτσάκι μικρό ήταν τότε η Βασιλεία Πισσαδάκη, αδελφή της Δέσποινας, αλλά θυμάται, κι αυτές οι μνήμες, οι πρωτογενείς μαρτυρίες έχουν μεγάλη αξία και πρέπει να καταγράφονται… Μιλήστε μου για το χωριό σας, πως ζούσατε εκείνα τα χρόνια; Από το Παραδείσι είμαι, «Βιλανόβα» το λέγαν τότε οι Ιταλοί το χωριό. Ήμασταν έξη παιδιά, τέσσερα κορίτσια δύο αγόρια. Εγώ γεννήθηκα το 1934. Επί Ιταλίας πηγαίναμε στην εκκλησία πάνω στο γυναικωνίτη για να μας μάθει η δασκάλα γράμματα. Από πάνω από το χωριό ήταν το βουνό το «Μόντε Παραδείσο» όπως το λέγαν οι Ιταλοί, εκεί είχαν όλες τις μπαταρίες του στρατού. Εμένα ο παππούς μου ήταν το 1919 στην εκκλησία του Παραδεισίου την ημέρα που έκαναν την επανάσταση και σκότωσαν οι Ιταλοί τον ιερέα παπαΛουκά και την Ανθούλα Ζερβού! Τι ξέρετε εσείς, τι σας έχουν πει γι αυτή τη μαύρη μέρα της ιστορίας μας; Ήταν Κυριακή, η ώρα της Λειτουργίας και μπήκαν οι στρατιώτες οι Ιταλοί μέσα και τους είπαν να τη σταματήσουν. Την ώρα εκείνη είχε μέσα και δυό- τρεις δασκάλους και αντιστάθηκαν. Ήταν η ώρα του Ευαγγελίου και είπε ο παπαΛουκάς «δεν σταματώ». Όρμησαν οι δασκάλοι, κι ο παππούς μου να τους πάρουν τα ντουφέκια, αλλά έγινε το κακό, σκότωσαν τον παπαΛουκά, του έσκισαν το κεφάλι. Απ΄ έξω οι στρατιώτες έδερναν ένα παιδί, η Ανθούλα Ζερβού φώναξε «σκύλοι, αφήστε το...». Τη σκότωσαν κι αυτήν. Τους δασκάλους τους εξόρισαν. Ο ένας γύρισε μετά. Ο δάσκαλος ο Νίκος, δεν θυμούμαι το επίθετό του. Περίμενε όλο το χωριό να δέσει τη νύχτα το καράβι να τον εβγάλει έξω, μαζί κι εγώ παιδάκι ήμουν. Ο άλλος δεν γύρισε. Τον παππού μου τον είχαν βάλει φυλακή. Τον παππού μου τον Κυριάκο Αφεντούλη τον έχει κάδρο η κοινότητα και τον εβράβευσε ο βασιλιάς Παύλος, τότε στην Ενσωμάτωση. Κι όμως επήραμε μετά εμείς Ιταλό! Ήταν θυμωμένος ο παππούς μου δεν μας μιλούσε… Πως γνωρίστηκε η αδελφή σας με τον Ιταλό στρατιώτη και μπήκε στην οικογένειά σας; Φτωχοί άνθρωποι του χωριού, είχα δυό αδελφές μεγάλες, όλη μέρα στα χωράφια έβγαζαν νερό από το πηγάδι. Γερανίζαμε, δηλαδή εβγάζανε εκείνες νερό από το πηγάδι, κι εγώ κοριτσάκι μικρό επότιζα, καλαμπόκι, πατάτες, ντομάτες, ό,τι είχαμε. Οι Ιταλοί στρατιώτες ήταν μαζεμένοι σαν τσούρμο στα χωράφια κάτω από τις συκιές. Ο Ιταλός αυτός ήταν ασυρματιστής. Η αδελφή μου η Δέσποινα ήταν όμορφη, όλη την ημέρα απασχολημένη. Την παρατηρούσε πώς δούλευε… Ήθελε ν΄ ανοίξει ένα πηγάδι ο πατέρας μου, κι άρχισε να το ανοίγει μόνος του. Αυτός έβλεπε τον πατέρα μου μοναχό που εδούλευε, φεύγει από τους άλλους και του λέει «σινιόρε-σινιόρε, να σε βοηθήσω»…. Τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς ανοίξαν το πηγάδι μαζί, το χτίσανε… Όταν η αδελφή μου άρχισε να βγάζει νερό απ΄ αυτό το πηγάδι πήρε το θάρρος, της λέει: «Σινιορίνα…»! Η αδελφή μου του λέει «φύγε μη μας δουν ότι μιλώ με Ιταλό», αλλά η μοίρα μας έστησε πολλά παιχνίδια. Έμαθε που μένουμε, πέρασε από το σπίτι μας, εμάθαν οι γειτόνοι ότι μιλούσαμε με Ιταλό, αρχίζουν τα σχόλια, τα κουτσομπολιά του χωριού, κι έπειτα ήρθε ο έρωτας που λένε. Τι δημιουργήθηκε τότε, ποια ήταν τα σχόλια, άλλες κοπέλες δεν είχαν σχέσεις με Ιταλούς στρατιώτες; Είχαμε ιστορίες με τους συγγενείς μας, με τον κόσμο τότε. Δεν ήσουν καλή κοπέλα αν ήσουν με Ιταλό. Όλες αγαπήσαν Ιταλό από το χωριό μας, αλλά όταν χάσαν τον πόλεμο αυτές κάνανε πίσω… Εμείς δεν κάναμε πίσω. Ήταν τυχερός που τον βάλαμε στο σπίτι μας, κι έζησε κιόλας. Έκλεισε δύο χρόνια που ερχόταν στο σπίτι μας και ετοιμάζαμε το γάμο για την άλλη Κυριακή. Τη μπρος Κυριακή όμως έπιασε ο πόλεμος, το Λαρμιτσίτσιο. Οι Γερμανοί κήρυξαν τον πόλεμο στους Ιταλούς. Ο κόσμος όλος αναστατώθηκε, βγήκε στους δρόμους οι Ιταλοί κρυφτήκανε να μην τους βρουν οι Γερμανοί, ο Ενρίκο ήρθε στο σπίτι μας τρέχοντας και λέει στον πατέρα μου, δεν θα τη ξεχάσω αυτή τη στιγμή δέκα έντεκα χρονών ήμουνα, αλλά αυτός ο όρκος αγάπης δεν ξεχνιέται. Του λέει «πατέρα με παίρνουν, φεύγω, δεν ξέρω αν ζήσω. Αν ζήσω εγώ τη Δέσποινα θα ρθω να την πάρω όπου και να ΄μαι»! Κι έφυγε. Πότε τον ξαναείδατε; Τρεις μέρες κάναμε στο ριφούτζιο (καταφύγιο) πάνω στο «Μόντε Παραδείσο» και η αδελφή μου τρεις μέρες δεν σηκώθηκε. Ούτε έτρωγε, ούτε έπινε, ούτε κοιμόταν, μόνο ήταν ξαπλωμένη. Μπήκαμε στο σπίτι μας και λέει η αδελφή μου στη μαμά μου «θα πάω στο χωράφι, αν βραδιάσει και δεν έρθει ο αρραβωνιαστικός μου δεν θα γυρίσω στο σπίτι»! Και πιάνει η μάνα μου τις παντόφλες στο χέρι της και ξυπόλυτη έτρεξε στο Κοντσαντραμέντο. Ήρθε στην πόλη με τα πόδια από το Παραδείσι για να τον έβρει και γύριζε και ρωτούσε πού τους πήρανε τους Ιταλούς. Ήβρε μπροστά της μια Τούρκα, που ΄χε το χωριό μας κι εκείνη της είπε ότι ήταν περικυκλωμένος κάπου και γύρω-γύρω τέλια. Τον βρήκε, το σκάσανε μαζί μέσα στην αναμπουμπούλα. Οι Ιταλοί αξιωματικοί μετέφεραν τους Ιταλούς στρατιώτες για να τους κρύψουν κάπου, τους βάλανε πάνω στα αυτοκίνητα και τους φέρνανε προς την πόλη, αλλά τους είχαν στήσει ενέδρα οι Γερμανοί στη γέφυρα της Κρεμαστής. ʼρχισαν να τους πυροβολούν, οι μπροστινοί σκοτώθηκαν, ο Ενρίκο ενώ βρισκόταν στο αυτοκίνητο πήδηξε από τη γέφυρα της Κρεμαστής και σερνόταν με την κοιλιά μέχρι να φτάσει στην πόλη όπου και τον ξανάπιασαν. Οι Ιταλοί στρατιώτες έπρεπε να παραδοθούν στους Γερμανούς; Όλοι οι Ιταλοί έπρεπε να παρουσιαστούν, κι όσοι δεν το κάνανε τους προδίδαν οι φασίστες Ιταλοί. Τον έπιασαν πάλι και τον πήραν στο Μόντε Παραδείσο αιχμάλωτο. Λίγο πιο πριν τους παντρέψαμε στον ʼγιο Ανδρέα στη Βάρη. Κι ένας από τους λόγους ήταν για να τον γλιτώσουμε. Τίποτα. Ήταν παντρεμένοι όταν τον ξαναπήρανε στο Μόντε Παραδείσο. Πάλι το σκάει, έρχεται κάτω και τον κρύβουμε σε στάβλο με ζώα μέσα στο άχυρο. Έκανε οκτώ μήνες εκεί μέσα. Ένας καλός συγχωριανός μας, μας έκανε τη χάρη να σώσει έναν άνθρωπο,, ο Δημήτρης Πατάκας. Ούτε η γυναίκα του δεν το ήξερε, ούτε τα παιδιά του. Πηγαίναν τα παιδιά του να πάρουν τα ζώα και εκείνος ήταν μέσα στα άχυρα, δεν ήξεραν ότι έχει άνθρωπο μέσα. Από ένα παραθυράκι τον έβλεπε η αδελφή μου και τον έπαιρνε το φαί, τα ξυριστικά του, το νερό του. Να μην τη δει κανείς, αυτό προσέχαμε γιατί θα μας σκοτώναν όλους οι Γερμανοί, αν την προδίνανε. Τα πάθη του Χριστού τραβήξαμε. Τον έψαχναν οι Γερμανοί, έρχονταν και στο σπίτι σας; Οι Γερμανοί κάναν κάθε τόσο στα σπίτια «πασκίνι», έλεγχο, κι έπαιρναν τις κουβέρτες κι ό,τι αντικείμενα τους άρεσαν. Και ψάχναν και για Ιταλούς. Ένα βράδυ πέφτει μια βόμβα στο αεροδρόμιο της Κρεμαστής, ήταν το σπίτι μας κοντά στο βουνό και φοβηθήκαμε. Τον φωνάξαμε να βγει από το άχυρο να τον πάρουμε στο ριφούγκιο. Τον είδε η γειτονιά, είπαμε «θα μας προδώσουν». Η μάνα μου έτρεξε, τους παρακάλεσε, είπε θα μας σκοτώσουν όλους αν τον πιάσουν και δεν μίλησε κανείς. Δεν το ξερε ο κόσμος ότι τον κρύβαμε, λέγαμε ότι τον πήραν αιχμάλωτο στη Γερμανία. Ντύθηκε με πολιτικά και δούλευε κρυφά με τον πατέρα μου στο βουνό, κόβαν πέτρες, κι όταν ακούγαμε ότι έρχονται πάλι οι Γερμανοί για «πασκίνι» η καρδιά μας χτυπούσε σαν το ρολόι. Τρέχαμε στο βουνό και ειδοποιούσαμε να κρυφτεί. Σιγά-σιγά είχανε κόψει πέτρες με τον πατέρα μου και φτιάξανε ένα αυτοσχέδιο καταφύγιο όπου έμπαινε μέσα για να περάσει το κακό, κι ύστερα πάλι έβγαινε κι ερχόταν στο σπίτι. Τον σώσατε λοιπόν, ή η περιπέτεια συνεχίστηκε; Μόνο; Περικυκλώσαν το σπίτι μας μια νυχτιά οι Γερμανοί και μας χτυπούσαν την πόρτα με τα κολοπάτσια στο χέρι. Ο πατέρας μου είχε βάλει ένα σίδερο από πίσω σαν λοστό και με τη δύναμη που χτυπούσαν την πόρτα και δεν άνοιγε, πέφταν οι σοβάδες γύρω από την πόρτα. Ακόμα θυμάμαι πως χτυπούσαν τα δόντια της μάνας μου όταν τους άνοιξε από το φόβο, κι από το κρύο, του Αγίου Νικολάου ξημέρωμα. Μπήκαν μέσα οι Γερμανοί με τους φακούς, πέντε παιδιά ήμασταν πάνω στο σοφά στα θεοσκότεινα και τρέμαμε, μας ρίξαν τους φακούς στα μάτια. Τους έφερε προδότης Έλληνας που έμενε στο χωριό μας αλλά ήταν από άλλο χωριό. Όταν τελείωσε ο πόλεμος πήγαν στο σπίτι του οι Παραδεισιώτες και σπάσαν το φεγγίτη της πόρτας και βάλαν την ελληνική σημαία μέσα με το κοντάρι. Το ίδιο βράδυ τους πήρε και σ΄ άλλα πέντε- έξη σπίτι στο χωριό που κρύβονταν Ιταλοί. Τον παίρναν τον δικό μας Ιταλό, κρατούσαν τα κολοπάτσια στα χέρια τους, ήταν τρομοκρατημένοι όλοι στο σπίτι, μόνο εγώ κουνήθηκα, παιδάκι κρεμάστηκα στο λαιμό του κι έκλαιγα, έκλαιγα… με λυπήθηκε ένας Γερμανός και μου κάνει νόημα «δεν θα τον σκοτώσουμε»… Πήρε θάρρος η μάνα μου τους κέρασε ένα ποτήρι κρασί. Πάλι αιχμάλωτος! Πήρανε το γαμπρό μου, τον βάλανε ξανά φυλακή, κι εμείς παρακάλια και πεσκέσια, και κλάματα. Λυπηθήκανε την αδελφή μου που ήτανε έγκυος πια και πήγαινε κάθε μέρα, λυπηθήκαν το μωρό. Τον άφησαν. Την άλλη μέρα τους άλλους Ιταλούς στρατιώτες τους βάλαν στο καράβι και δεν ξέρουμε τι γίνανε. Μόνο χρόνια μετά ο γαμπρός μας βρήκε έναν σε διπλανό χωριό στην Ιταλία και του είπε ότι ώρες πάλευε στη θάλασσα με τα κύματα και γλίτωσε! Έτσι τελείωσε αισίως η ιστορία του Ενρίκο Τροβάτι; Όχι, δεν τελειώσαμε εδώ. Πάλι τον πήραν στο βουνό. Μας μήνυσαν οι Γερμανοί ότι για να μας τον καλόχουν πρέπει να στείλουμε γυναίκα στο βουνό να πλύνει τα ρούχα του γερμανικού στρατού. Σε ποιάν να πεις; Πήγε η μάνα μου, κι η θεία μου, κι ο μικρός μου ο αδελφός τις συνόδευε, γυναίκες μόνες τους που ανέβαιναν με τα πόδια στο Μόντε Παραδείσο, για να γλιτώσουν το γαμπρό μου. Και να ΄χεις και την κατακραυγή του κόσμου. Αλλά εμάς η συνείδησή μας ήταν καθαρή, αισθανόμασταν ότι κάναμε καλό σ΄ έναν άνθρωπο, τον εγλιτώσαμε, κι ήταν η συνείδησή μας ελαφριά. Πώς έζησε μετά, έμεινε μαζί σας; Όταν έχασε η Γερμανία τον πόλεμο και πέρασε μερικός καιρός βγήκε διαταγή οι Ιταλοί να φύγουν να πάνε στα μέρη τους. Είχε χρόνια να δει τους δικούς του. Του είχανε στείλει γράμμα ότι πέθανε η μάνα του και λέει τώρα θα πεθάνει κι ο πατέρας μου. Είπε στην αδελφή μου: «θα πάμε, κι αν σου αρέσει θα μείνουμε». Φύγανε. Είχε ανθρώπους που μας εκακοχαρακτήριζαν που επήραμε Ιταλό, αλλά εμάς είν’ η ψυχή μας ελαφριά. Την πήγε στο χωριό του στην Περούτζια. Βρήκε κουνιάδες εκεί, κουνιάδους, φτωχοί κι αυτοί μέναν στο ίδιο σπίτι! Η… Γκρέκα, τη φώναζαν! «Φύγε Γκρέκα», κι εκείνη δεν ήξερε να γράψει ούτε ελληνικά, να μας πει τον πόνο της. Έμαθε κάποτε, κι έστειλε ένα χαρτί που έγραφε «σας αγαπώ». Πήγαν από το προξενείο το ελληνικό και της είπαν αν δεν περνά καλά να τη φέρουν πίσω. Τους είπε «η τύχη μου ήταν να ‘ρθω εδώ, δεν μπορώ να αφήσω τον άντρα μου και τα παιδιά μου…». Έκανε τέσσερα παιδιά, επτά εγγόνια και εννιά δισέγγονα! Από τότε ήρθε τρεις φορές. Η αδελφή μου ζει σήμερα και είναι 90 χρονών. Ήτανε το τυχερό της να βρεθεί σε ξένο μέρος. Όταν ήταν κοπελούδα οι φίλες της τη φώναξαν μια μέρα στο σπίτι τους, κι ήταν μια τσιγγάνα εκεί κι έλεγε τη μοίρα! Είπε στην αδελφή μου: «θα ζήσεις στα ξένα μέρη, αλλά θα ζήσεις μακροζωία στα ξένα μέρη»… Όταν ελευθερώθηκαν τα Δωδεκάνησα τι κάνατε εσείς, πού ήσασταν; Χτυπούσαν οι καμπάνες, έρχονταν τα φορτηγά στα χωριά κι εβάζαν τον κόσμο όρθιους πάνω. Έτσι κατεβήκαμε στην πόλη κι εμείς. Λάβαρα, σημαίες, εμβατήρια, πρωτοφανές αυτό που ζούσαμε. Ήμουν 14 χρονών, μέσα στον πολύ κόσμο έχασα τη μάνα μου, δεν θα το ξεχάσω. Στο στάδιο του Διαγόρα γίνονταν χοροί… Για καλή μου τύχη βρήκα άλλους χωριανούς, τους εκράτουν να μην τους χάσω κι αυτούς. Ήταν απ΄ όλα τα χωριά, με τις στολές τους, με τις σημαίες, πρωτοφανές… Ήμασταν πια Ελλάδα…

Διαβάστε ακόμη

Ελευθερία Βασιλειάδη - Άθενα: "Τα προβλήματα των μηχανικών βρίσκονται πέρα και πάνω από τα κόμματα"

Ιάκωβος Γρύλλης: Το ΤΕΕ Δωδεκανήσου χρειάζεται ένα νέο ξεκίνημα

Χατζής (πρόεδρος ΠΟΞ): Ποιότητα δεν σημαίνει μόνο τετράστερα ή πεντάστερα ξενοδοχεία

Δήμαρχος Μεγίστης: «Έχουμε ανάγκη για έναν τουλάχιστον γιατρό γενικής ιατρικής»

Βάιος Καλοπήτας: «Εμείς παλεύουμε για το νησί μας κι εκείνοι παλεύουν για τις καρέκλες τους»

Ο 89χρονος Ροδίτης που έχει 6 παιδιά, 66 εγγόνια και δισέγγονα

Γιάννης Παππάς: «Οι Eυρωεκλογές δεν είναι επίδειξη επαναστατικής γυμναστικής»

Νίκος Παντελής: Ο κωμικός από τη Ρόδο, είναι το πιο «φρέσκο» πρόσωπο της ελληνικής stand-up σκηνής