O παππούς μου ο μπογιατζής

O παππούς μου ο μπογιατζής

O παππούς μου ο μπογιατζής

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 668 ΦΟΡΕΣ

Γράφει ο
Κώστας Ε. Μηνέττος
συντ/χος εκπ/κός

Αναπόσπαστο κομμάτι της Δωδεκανησιακής μας παράδοσης είναι και τα επαγγέλματα που ασκούσαν από παλιά, μέχρι και τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση, οι κάτοικοι των νησιών μας. Στενά δεμένα με την ανθρωπογεωγραφία του τόπου μας επηρέαζαν σε πολύ μεγάλο βαθμό την οικονομική και κοινωνική τους ζωή. Η πρόοδος της επιστήμης και η εξέλιξη της τεχνολογίας τα περισσότερα απ΄αυτά τα έχουν εκτοπίσει κι άλλα τα έχουν εκσυγχρονίσει. ΄Εστω όμως και ξεχασμένα, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία του λαϊκού μας πολιτισμού, μάρτυρες αψευδείς μιας άλλης εποχής κι ενός άλλου τρόπου ζωής.

Οι προχωρημένης ηλικίας Ρόδιοι και Δωδεκανήσιοι θυμόμαστε τον παπλωματά, τον καλαθοπλέκτη, τον πεταλωτή, τον (ν)τελάλη, το στρατίνο, το χοχλακά, τον ψαθά, τον αγροφύλακα, το σιδερά με το φυσερό, το βυρσοδέψη, το μυλωνά, το σαμαρά και άλλους, που ασκούσαν τα παραδοσιακά επαγγέλματα και με το γνωστικό μηχανισμό του συνειρμού, οσάκις τα ανακαλούμε στη μνήμη μας, έρχονται παρέα δεμένα με χαρακτηριστικούς αντιπροσωπευτικούς ανθρώπινους τύπους που τα ασκούσαν και μας εντυπωσίαζαν.

Ένα από τα παραδοσιακά επαγγέλματα που έχουν εκλείψει, είναι και αυτό του «μπογιατζή» - βαφέα ανδρικών και γυναικείων ρούχων. Εγκαταλείφθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1930, όταν την πατροπαράδοτη βράκα αντικατέστησαν τα παντελόνια.

Το επάγγελμα αυτό ασκούσαν λίγοι τεχνίτες στην Κύπρο και τα νησιά του Αιγαίου. Στη Ρόδο, στο χωριό μου το Γεννάδι, το ασκούσε ο αείμνηστος παππούς μου, μέχρι το θάνατό του το 1931. Δεν τον γνώρισα, άκουσα όμως αρκετά για τον ίδιο και το επάγγελμά του, τα οποία και θα παραθέσω.

Ζακυνθινός την καταγωγή από πατέρα, είχε γεννηθεί στη Ρόδο, όπως και ο αδελφός του Γιάννης, στο μαράσι του Αγίου Νικολάου και εγκαταστάθηκε, μικρός ακόμα, στο Γεννάδι, όπου και παντρεύτηκε, ασκώντας το επάγγελμα του «πογιατζή» ή «μπογιατζή».

Το εργαστήριό του, γνωστό ως «μπογιατζίδικο»,το είχε εγκαταστήσει στο κέντρο του Γενναδιού. Εργαλεία του αρκετά πιθάρια, μισοπίθαρα πήλινα, «τσούκες» πήλινες ή μπακιρένιες, καζάνια, φαούτες, βαφές διάφορες, φυσικές και τεχνητές και απλά υλικά που η μεγάλη του εμπειρία κατάλληλα αξιοποιούσε.

Πελατεία του οι βρακοφόροι του Γενναδιού αλλά και των άλλων χωριών της περιοχής. Πρόλαβα τους τελευταίους βρακοφόρους στη δεκαετία του 1950. Με εντυπωσίαζαν με το λεβέντικο παράστημά τους, ιδιαίτερα μάλιστα όταν χόρευαν τη ροδίτικη σούστα στους γάμους και τα πανηγύρια.

Με μεταφορικό του μέσο ένα δυνατό μουλάρι, γύριζε τα χωριά Λαχανιά, Κατταβιά, Μεσαναγρό, Βάτι, ΄Ιστριο, Προφύλια, Αρνίθα, Απολακκιά, Μονόλιθο, Σιάννα,΄Αγιο-Ισίδωρο, Ασκληπειό, Αλάερμα, με προγραμματισμένα κατά ομάδες χωριών δρομολόγια, παραλαμβάνοντας και παραδίνοντας πραμάτεια-ρουχισμό.

Σ΄ όλα αυτά τα χωριά οι κάτοικοί τους τον γνώριζαν καλά, τον θεωρούσαν καλό «μπογιατζή», τον αγαπούσαν σα δικό τους άνθρωπο και του εμπιστεύονταν απόλυτα το ρουχισμό τους για βαφή. Κι εκείνος, στις βαφές του άριστος, στις ημερομηνίες του ακριβής, ήταν για πολλά χρόνια, καλοδεχούμενος επισκέπτης.

Μέσα απ΄αυτή τη σωστή άσκηση του επαγγέλματός του ανέπτυσσε και διαπροσωπικές σχέσεις φιλικές, που επεκτείνονταν και σε οικογενειακές. Είχε «γιαρένηδες» σε όλα σχεδόν τα χωριά. Τον φιλοξενούσαν στα σπίτια τους κι εκείνος ανταπέδιδε με το παραπάνω, οσάκις οι «γιαρένηδές» του, έρχονταν για δουλειές στο κεφαλοχώρι της περιοχής που ήταν το Γεννάδι. Γνώρισα αρκετούς «γιαρένηδες» του παππού μου. ΄Ολοι τους μου μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για τον καλοσυνάτο, πάντα πρόσχαρο, ευφυολόγο – χορατατζή - «μπογιατζή».

Τα ταξίδια του με το μουλάρι στα χωριά κουραστικά κι επικίνδυνα σε χρόνια τουρκοκρατίας κι έπειτα ιταλοκρατίας. Πολλά τα συμβάντα στις διαδρομές του με πρωταγωνιστές τον ίδιο και το μουλάρι του αλλά και τα στοιχεία της φύσης, τους φουσκωμένους χειμάρρους του χειμώνα και τις έναστρες θερμές-καυτές νύχτες του καλοκαιριού. Συμβάντα πραγματικά ή φανταστικά, που γεννούσε ο φόβος της νύχτας και της μοναξιάς με τα «στοιχειά» και τις «ανεράες» σε «στοιχειωμένους» τόπους, όπως η «Ευρωμάχια», ανάμεσα Γεννάδι-Βάτι, ο «Καταραμένος» από Αρνίθα προς Απολακκιά και άλλα. Τα άκουγα να μου τα διηγείται με καμάρι στα παιδικά μου χρόνια ο πατέρας μου, θέλοντας να μας δείξει και την αγάπη του παππού μας στη δουλειά του αλλά και την τόλμη και το θάρρος του.

Γράφοντας στον πρωτογιό του Μηνά, που, σε χρόνια ιταλικής κατοχής, είχε μεταναστεύσει το 1924 στην Αυστραλία, του παραγγέλλει:

«……..Αν χρειαστούν τίποτες χρώματα μαλλίτικα ένα χρώμα όπου δεν το ξέρει κανείς. Πάρε 25 δράμια μαλλιά κλωσμένα και βάλε μιαν τσούκα 1,1/2 οκάδες νερό και βάλε μέσα 150 δράμια σιταράχερο να χοχλάσει και στράγγισε το άχερο σε κείνον το νερό. Μέσα βάλε τα μαλλιά να χοχλάσουν να βγάλεις ένα χρώμα ωραίον όπου δεν το ξέρει κανείς δείξε το και στο εργοστάσιον μην πεις τον τρόπον ίσως να μην το ξέρουν να πληρωθείς καλά. Σαν το βγάλεις που το τσουκάλι να το πλύνεις με το νερό δεν ξεβάφει χίλια χρόνια.

Έτερα άλλα χρώματα με γαριβάλτια:

1 οκά μαλλιά να βάλεις μες το καζάνι 25 οκάδες νερό 30 δράμια άσπρη στίψη και 100 δράμια ξίδι λιώσε και 4 με 5 δράμια γαριβάλντι και ρίξε το μέσα στο καζάνι και νακάτεψέ το να χοχλάσει πρώτα και ρίξε λίγο κρύο νερό να σταθεί και βάλε γρήγορα τα μαλλιά και νακάτεβγέ τα. ΄Υστερα τα βγάλεις και τα πλύνεις καλά με κρύο νερό και τα πλώνεις στον ίσκιον ότι μπογιάν βάλεις τέτοιον χρώμα θα βγάλεις και μπορεί να μπεις και σε ένα εργοστάσιον μέσα να δουλεύεις».

Ο αείμνηστος παππούς μου ήταν ανάμεσα στους 30 Γενναδενούς που συνέλαβαν οι Ιταλοί το Φεβρουάριο του 1913, και τους οδήγησαν στις φυλακές της Ρόδου. Ήταν τότε που δόθηκε στο Γεννάδι η « μάχη της σημαίας», η πρώτη αντιστασιακή πράξη, σε Πανδωδεκανησιακό επίπεδο, με ενεργό συμμετοχή και των γυναικών του Γενναδιού, με αμμοπόλεμο κατά των Ιταλών στρατιωτών. Με τις ενέργειές τους εκείνες δεν αποτίναξαν, βέβαια, τον ιταλικό ζυγό. ΄Υψωσαν όμως τις ελληνικές σημαίες, άναψαν τη φλόγα, ζέσταναν τις καρδιές, για ν’ ακολουθήσουν οι εξεγέρσεις του 1919, του 1935 και να γραφτούν ένδοξες σελίδες αντίστασης του δωδεκανησιακού λαού, ως την ευλογημένη μέρα της Ενσωμάτωσης!

Γράφοντας για το παραδοσιακό επάγγελμα του «μπογιατζή», θα ΄θελα να υποστηρίξω την άποψη ότι «παράδοση» δεν είναι μόνο το φαγητό, ο χορός και το τραγούδι, αλλά και ο χώρος της επαγγελματικής και κοινωνικής δραστηριότητας των ανθρώπων, και κατ’ επέκταση, και τα εργαλεία και οι τεχνικές και οι ανθρώπινες σχέσεις, χαρακτηριστικά στοιχεία και γνωρίσματα μιας περασμένης εποχής, αρκετά από τα οποία θα ήταν σκόπιμο, ως γόνιμα στοιχεία παραγωγής πολιτισμού και προαγωγής της ζωής μας, να διατηρήσουμε στην σημερινή καθημερινή μας πρακτική και λειτουργία.

Διαβάστε ακόμη

Χρήστος Γιαννούτσος: Τελικά ψηφίζουμε στις Ευρωεκλογές με κριτήριο την πολιτική ή το lifestyle;

Ηλίας Καραβόλιας: Το αφανές κόστος του δυνητικού

Θεόδωρος Παπανδρέου: Διορθωτικές παρεμβάσεις στο Αναλυτικό και Ωρολόγιο πρόγραμμα του Δημοτικού Σχολείου

Γιατί να ψηφίσουμε στις Ευρωπαϊκές εκλογές του 2024;

Στην Ηλιούπολη για τα μπαράζ ανόδου ο ΠΑΟΚ Ρόδου

Ηλίας Καραβόλιας: Παγκόσμια ημέρα βιβλίου

Δρ. Μελίνα Φιλήμονος - Τσοποτού: Τα νησιά, τα μουσεία και οι φύλακες

Σπύρος Συρόπουλος: "Δωριέας: Ο αρχιτέκτονας του πολιτικού μεγαλείου μιας διαχρονικής πόλης"