Τα πέτρινα εκείνα χρόνια: Η παύση της εφημερίδας «Νέα Ρόδος» και ο θάνατος του Γ. Κοκκίδη

Τα πέτρινα εκείνα χρόνια: Η παύση της εφημερίδας «Νέα Ρόδος» και ο θάνατος του Γ. Κοκκίδη

Τα πέτρινα εκείνα χρόνια: Η παύση της εφημερίδας «Νέα Ρόδος» και ο θάνατος του Γ. Κοκκίδη

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 652 ΦΟΡΕΣ

Μέγας υποστηρικτής του Αποστόλου Τρύφωνος

Γράφει ο Κώστας ΤΣΑΛΑΧΟΥΡΗΣ

Ο Γιώργος Κοκίδης, στο διάβα της περιόδου του Μεσοπολέμου, άλλαξε τακτική ή μάλλον γραμμή στην εφημερίδα του και ακολούθησε την πολιτική υποστηρίξεως του μητροπολίτη Ρόδου Αποστόλου Τρύφωνος, με πάθος, μάλιστα δε η αλληλογραφία των δύο ανδρών λογοκρίνεται και δεν δίνεται στον αποδέκτη-παραμένει στο αρχεία των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών.

Σε μια απ’ αυτές γράφει στον Απόστολο Τρύφωνος: «Κατόπιν τούτων Σεβασμιώτατε θα μοι επιτρέψητε, ως φίλον ειλικρινή και πατέρα, πονούντα το παιδί του, να επιστήσω την φιλικήν και πολύτιμον πατρικήν Σας προσοχήν και μέριμναν επί του κατωτέρω ιδιαίτατα ενδιαφέροντός με προσωπικώς ζητήματος, του προστεθέντος τελευταίως εις τα τόσα επισειρωθέντα(1) επί της γηραιάς ράχεώς μου δεινά της βιοπάλης μου…». Και συνεχίζει…
Δεν είναι η μοναδική φορά που τον αποκαλεί πατέρα. Γράφουν στην αλληλογραφία τους, για την πολιτική κατάσταση, τον Άγιο Τραπεζούντος, και πολλά άλλα…

Για την Ιστορία σε υπόμνημά του(2) προς τον υπουργό των Εξωτερικών της Ελλάδος Νικόλαο Μαυρουδή(3) γράφει για το κλείσιμο της «Νέας Ρόδου» τα εξής:
«Ιδρύσας εν Ρόδω το πρώτον Ελληνικόν Τυπογραφείον τω 1908, επί Τουρκοκρατίας, εξέδωκα και την πρώτην εν Δωδεκανήσω ελληνικήν εφημερίδα «Νέα Ρόδος» και εξηκολούθησα έκτοτε επί 29 έτη δημοσιογραφών, ως Διευθυντής και υπεύθυνος Συντάκτης της εν λόγω δισεβδομαδιαίας εφημερίδος, αγωνιζόμενος υπέρ των εθνικών συμφερόντων, της εξυψώσεως του εθνικού των Δωδεκανησίων φρονήματος, και της διατηρήσεως της γλώσσης, της θρησκείας, των ηθών και εθίμων ημών αλωβήτων, πάσης ξενικής επηρείας.

Το τελευταίο φύλλο της εφημερίδας «Νέα Ρόδος»
Το τελευταίο φύλλο της εφημερίδας «Νέα Ρόδος»

»Η πολυετής δε αύτη δημοσιογραφική μου σταδιοδρομία, υπήρξεν αγών τραχύς και δυσχερής. Είχον να υπερνικήσω ανυπέρβλητα υλικά εμπόδια και να εξουδετερώσω τα εκάστοτε υπό των ιταλικών αρχών λαμβανόμενα μέτρα, προς ματαίωσιν του έργου μου, αι οποίαι εθεώρουν πάντοτε την «Νέαν Ρόδον» ως κάρφος εις τους οφθαλμούς των, όργανον της ελληνικής προπαγάνδας εν Δωδεκανήσω και συνεκτικόν δεσμόν των Ελλήνων κατοίκων αυτής, μετά της μητρός Ελλάδος. Υπέμενον εν τούτοις και ενεκαρτέρουν μαρτυρικώς, πιστός τηρητής του εθνικού καθήκοντος και άγρυπνος φρουρός και θεματοφύλαξ, της υψηλής αποστολής μου, ως διαπιστούται και εκ του όλου έργου μου και εκ των εκθέσεων των κατά καιρούς Προξένων της Ελλάδος εν Ρόδω, τη συστάσει και υποδείξει των οποίων, εχορηγείτο εκ μέρους του σεβαστού υπουργείου των Εξωτερικών ετησίως μικρά τις χρηματική επιχορήγησις προς την «Νέαν Ρόδον(4)», διά την συνέχισιν και ενίσχυσιν του εθνωφελούς έργου της.

»Ατυχώς, όμως, ο νέος Διοικητής της Δωδεκανήσου Ντε Βέκκι, όστις ως μοναδικόν μέλημα έταξεν εις τον εαυτόν, την εξαφάνισιν παντός του ελληνικού, τον πλήρη εξιταλισμόν των κατοίκων, την κατάπνιξιν του εθνικού των φρονήματος και την καταπολέμησιν της ελληνικής γλώσσης των, εθεώρησεν επάναγκες και την παύσιν της εφημερίδος μου «Νέας Ρόδου», μεταξύ των τόσων άλλων ανελευθέρων και πιεστικών μέτρων, τα οποία επέβαλεν εις τους κατοίκους και εις τα σχολεία με την σωρείαν των Διαταγμάτων του.

»Την 15ην λοιπόν του μηνός Ιουλίου ο Διευθυντής της Αστυνομίας, καλέσας με, μοι ανεκοίνωσεν επισήμως την απόφασιν του Διοικητού ότι εφεξής δεν επιτρέπεται η έκδοσις της «Νέας Ρόδου» εν Δωδεκανήσω και εις ερώτησίν μου, ζητήσαντος τον λόγον της παύσεως, μοι εδόθη η απάντησις ότι ηδυνάμην να αποταθώ εγγράφως προς τον Διοικητήν.

 Υπόμνημα Κοκκίδη προς τον υφυπουργό Εξωτερικών Μαυρουδή
Υπόμνημα Κοκκίδη προς τον υφυπουργό Εξωτερικών Μαυρουδή

Μετά το αδόκητον δε τούτο κυβερνητικόν μέτρον ανεφέρθην εις τον εν Ρόδω Πρόξενον της Ελλάδος κ. Όθ. Κοντόσταβλον(5) και συνεσκέφθην μετ’ αυτού περί του πρακτέου. »Απεφασίσαμεν δε όπως, ο μεν εκλ. Πρόξενος εκθέση τα λαβόντα χώραν εις το σεβαστόν Υπουργείον, εγώ δε υποβάλω παρακλητικήν αίτησιν εις τον Διοικητήν περί επανεκδόσεως της εφημερίδος μου, τονίζων την καταστρεπτικήν δι’ εμέ, αστήρικτον όλως και άδικον παύσιν της, τουθ’ όπερ και έπραξα. Ουδεμιάς, όμως, έτυχον απαντήσεως καίτοι επί μήνα ολόκληρον ματαίως ανέμενον την απάντησιν. Πλην εκ των παρασκηνιακών διοικητικών κύκλων μοι υπεδείχθη ότι……..(6) βέβαια αφορμή της παύσεως του φύλλου μου, υπήρξε το ότι είμαι Έλλην υπήκοος, πράγμα το οποίον επί σειράν τόσων ετών απεδέχθησαν και ανεγνώρισαν από της Ιταλικής κατοχής των νήσων του Αιγαίου, όλοι οι Διοικηταί μέχρι του νυν Ντε Βέκκι “de jure(7) et de facto”.

»Συνεπεία δε της σιωπής ταύτης του διοικητού και της στερήσεως της εξασκήσεως του δημοσιογραφικού μου επαγγέλματος, ηναγκάσθην εκών άκων(8) ν’ απέλθω της Ρόδου μετά τριακονταετή όλην δημοσιογραφικήν δράσιν, ουδεμίαν έχων κτηματικήν ή χρηματικήν περιουσίαν, προβεβηκώς(9) ήδη την ηλικίαν και προστάτης πολυμελούς οικογενείας και να καταφύγω ως Έλλην υπήκοος εις την θαλπωρήν της Ελληνικής μητρικής αγκάλης.». Και συνεχίζει…

Το τέλος της ζωής του, που επεσυνέβη στις 23 Φεβρουαρίου 1942, μας το διηγήθηκε η εγγονή του, αείμνηστη Σάντρα Κοκίδου, πριν λίγα χρόνια, και τι απέγιναν τα σώματα της εφημερίδας. Γνωρίζουμε ότι το σώμα της «Νέας Ρόδου», του έτους 1918, ολόκληρο, δεν υπάρχει, δεν το είδαμε ποτέ. Ίσως να είναι καταχωνιασμένο κάπου και περιμένει τον ερευνητή του αύριο να το φέρει στο φως.

Το τελευταίο φύλλο της εφημερίδας τυπώθηκε στις 15 Ιουλίου 1937, έπρεπε να κυκλοφορήσει την επομένη αλλά δεν είδε ποτέ το φως. Τυπώθηκε η πρώτη και τέταρτη σελίδα, με ημερομηνία Παρασκευή 16 Ιουλίου 1937, αριθμός φύλλου 2119, έτος 30ό. Η δεύτερη και τρίτη σελίδες παρέμειναν λευκές-μόνο στην τρίτη σελίδα ο Γ. Κοκίδης έγραψε: «Την 15ην Ιουλίου 1937 επαύθη η Νέα Ρόδος αποφάσει του Διοικητού Δωδεκανήσου Ντε Βέκκι το τελευταίον φύλλον παρέμεινεν ημιτυπωμένον ο Διευθυντής Γ. Κοκκίδης».

Η πρώτη σελίδα ειδησεογραφικώς αφιερώνεται στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, ενώ στην τελευταία υπάρχει χρονογράφημα με τίτλο σε μια θαλασσινή φυσιογνωμία της πόλης, τον Πατελλινά, αυτόν που πουλούσε πατελίδες και όχι πεταλίδες(10).
Και πάλιν για την Ιστορία αντιγράφουμε το τελευταίο χρονογράφημα της εφημερίδας, τον Πατελλινά, ένα κείμενο εκπληκτικό, όπως και τα άλλα που έβλεπαν το φως κατά καιρούς, με τους τύπους που κυκλοφορούσαν στη Ρόδο.
Το κείμενο-υπογραφή Δ. ΑΔΟΞΟΣ-με την ορθογραφία και τη γραφή του:

Επιστολή Εμμ. Πολεμικού και Ζωής Πολεμικού για το κλείσιμο της εφημερίδας
Επιστολή Εμμ. Πολεμικού και Ζωής Πολεμικού για το κλείσιμο της εφημερίδας

«Απ’ ως τον θυμάμαι δεν τον είδα ποτέ με το ψαράδικο καλάθι περασμένο στο αριστερό μπράτσο και με κάποια ορμαθειά «σκαράκια» ή «χανάκια» στο δεξί το χέρι, όπως θα δήτε τους πραγματικούς ψαράδες να γυρίζουν διαλαλώντας ξηρά ξηρά σ’ όλους και τους πιο απόμακρους και λιγοκατοικημένους μαχαλάδες, τα λιγοστά τους ψαράκια.
Αυτός περιορίστηκε αποκλειστικά και μόνο στο είδος το δικό του, αποχτώντας μια μοναδικήν ειδικότητα που του κόστισε και κοστίζει ακόμα, περισσότερες στέρησες παρά χαρές.

Γεννημένος, βαφτισμένος και μυρωμένος στο υγρό και αρμυρό στοιχείο, έμαθε ν’ αντικρύζη τη ζωή μοιρολατρικά, κι όπως υποχωρεί στην φουρτουνιασμένην επιμονή του αδελφωμένου του υγρού στοιχείου, δεν αντιστέκεται στις ιδιότροπες πολλές φορές απαιτήσεις των πελατών του. Η θάλασσα τον έκανε πειθαρχικό, υποταχτικό, μοιρολάτρη. Κι αυτό μπορείτε να το νιώσετε με την πρώτη ματιά, που θα του ρίξετε, βλέποντάς τον κάθε απόγευμα σχεδόν πάντα στην ώρα του εσπερινού να κατεβαίνη αργά αργά, σχεδόν ξένοιαστα μα και κατά βάθος σίγουρος ότι θα πουλήση τα λιγοστά του «μ ε ζ ε κ λ ί κ ι α».

Περιπατεί ήρεμος και στη συλλογισμένη και πένθιμη έκφρασή του, καθρεπτίζεται ολόκληρη η ψυχή του. Νιώθεις μια συμπόνοια, που σου φουσκώνει μέσα σου, μόλις αφήσης τη ματιά σου να τον περιεργασθή απ’ την κορφή στα νύχια, και τον αντικρύσης στο ελεεινό ντύσιμό του-ξεθωριασμένο μωσαϊκό, των πιο ανομοιόχρωμων και πολύμορφων μπαλλωμάτων.
Σπάνια αφήνει τη φωνή του να διαλαλήση μ’ ένα τόνο συρτό και παραπονιάρικο, όμοιο με την πονεμένη κραυγή του ανέμου, στα καραβόσχοινα, τις πατελλίδες του, που κρατεί πίσω στη ράχη του μέσα σ’ ένα τσουβάλι, που στάζει στα πισινά του αραιές σταλαματιές προορισμένες να ζωγραφίσουν εκεί, αργότερα όταν θα ξηραθούν, αφροστόλιστα ακρογιάλια.

Όταν σε συναντήση σε ρωτά αν θέλης κάτι κι αν του αρχίσης τα παζαρέματα τον βλέπεις να παίρνει την καρτερική και γλυκειά έκφραση κάποιας παληάς και γνώριμης αγιογραφίας. Γρήγορα υποχωρεί, παίρνει ό,τι του δώσης και σ’ αφήνει και φεύγει αμίλητος πολλές φορές.

Τραβά για τις ταβέρνες, τις πιάνει μιά μια με τη σειρά, κοντεύει τις παρέες τους, και πολλές φορές τους πουλά του μεζέδες του για, μια δυό, τρεις μαστίχες. Ώσπου τις πουλήση έτσι όλες είναι κιόλα στο κέφι κι αρχίζει το τραγούδι και το χορό αν τύχη να παίζη στην ταβέρνα κάποια μουσική έστω κι από μια μονάχη λύρα. Οι παρέες τον κάνουν χάζι και τον ποτίζουν απανωτά μαστίχες και κείνος δεν τις αρνιέται, αλλά ρουφά ηδονικά, ώσπου, βράδυ βράδυ, σηκώνεται και φεύγει, παραπατώντας, τρικλίζοντας μα και τραγουδώντας τα μερακλίτικα τραγούδια του.
Μ’ αυτά εκδηλώνει τη χαρά του που πέρασε και την ημέραν εκείνη αινώντας τον Κύριον «εν τυμπάνω και χορώ εν χορδαίς και οργάνω».

Το κρυπτογράφημα του Προξενείου μας στη Ρόδο που καταγράφει την παύση της έκδοσης της «Νέας Ρόδου»
Το κρυπτογράφημα του Προξενείου μας στη Ρόδο που καταγράφει την παύση της έκδοσης της «Νέας Ρόδου»

Περπατώντας και τραγουδώντας αφήνει πίσω του την πόλιν και χάνεται στο βουνό. Θα κοιμηθή όπου νυστάζη, πάντα, όμως, στο φως έστω κι ενός μονάχου και τρεμουλιάρικου άστρου, βέβαιος ότι το νυχτερινό αγιάζι θα τον ξεμεθύσουν, και κάποιοι νυχτερινοί ψαλμοί της εξοχής, θα τον νανουρίσουν. Στο καλημέρισμα της πρώτης αχτίδας του ήλιου είναι κιόλας στο ποδάρι, ρίχνει το τσουβάλι στη ράχη του και κατεβαίνει στις ακρογιαλιές. Χώνεται σε σπηλιές και σε βαθειές σχισμάδες, πηδά από βουναλάκι σε βουναλάκι, ξυπόλυτος χωρίς τα μυτερά και θαλασσοφαγωμένα βράχια να του ξεσχίζουν τα χοντρόπετσα πέλματά του, σκύβει όλο κι η θάλασσα λούζει πολλές φορές το κεφάλι του και πρόσωπό του, κι έτσι τον χάνεις για λίγο ή για πολύ, για να τον ξαναδής αργότερα να ορθώνεται σε θαλασσοφαγωμένα και χορταριασμένα βάθρα, άγαλμα ζωντανό σε νέα και πρωτότυπη στάση.

Έτσι προχωρεί τραγουδώντας, σιγομουρμουρίζοντας κάπου, κάπου κάποια βλαστήμεια, αν του ξεφύγη καμιά πεταλίδα αν τον δαγκάση κανένα καβούρι Φτάνοντας ανυποψίαστα σε κάποια κακοτοπιά που να μην έχη ούτε τα δω ούτε τα κει, δεν διστάζει να ριχτή στη θάλασσα και κολυμπώντας να κάμει στάση σε βολικότερη στεριά. Ξαναρχίζει αμέσως τη δουλειά του ενώ ο ήλιος ξηραίνει στο κορμί του πάνω τα μουσκεμένα του κουρέλια.
Όταν πεινάση μασσά λίγες πατελίδες μ’ ένα κομμάτι ξηρό ψωμί, μη ζηλοφθονώντας τα πλούσια τραπέζια, όντας βέβαιος ότι την αληθινή αμβρωσία θα την βρη μονάχα στα μυρισμένα ρακοπότηρα της ταβέρνας, το βράδυ όταν θα ξαναπάη να πουλήση τος πατελίδες του»...

Ο Γεώργιος Κοκκίδης
Ο Γεώργιος Κοκκίδης

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Έτσι το γράφει(;).
2. Το υπόμνημα γράφτηκε στην Αθήνα, στην οδό Μαυρομιχάλη 35, χωρίς ημερομηνία.
3. Νικόλαος Μαυρουδής (1873-1942). Υπουργός των Εξωτερικών από 31.8.1936-20.4.1941. Επίσης χρημάτισε υπουργός των Εξωτερικών, για λίγες μέρες, από 7.3.1933 μέχρι 10.3.1933.

4. Διδόταν και στη «Ροδιακή».
5. Όθων Κοντόσταβλος του Αλεξάνδρου πρόξενος της Ελλάδος στη Ρόδο, από 31.1.1937, μέχρι 14.4.1939.
6. Μια λέξη δυσανάγνωστη

7. De Jure –κατάσταση ή δικαίωμα που δημιουργήθηκε ή απορρέει από το νόμο, κατά το νόμο, αυτοδίκαια. De facto- των πραγμάτων. Χρησιμοποιούμε τη φράση για χαρακτηρισμό ή αναγνώριση κατάστασης, δικαιώματος ή σχέσεων που δημιουργούνται ή πηγάζουν από τετελεσμένο γεγονός.
8. Εκούσια ή ακούσια, με το ζόρι, θέλοντας και μη.
9. Προχωρημένος.
10. Έχουν και τις δύο ονομασίες-γαστερόποδα μαλάκια.

Διαβάστε ακόμη

Η Παλιά και η Νέα Αγορά της Ρόδου (Γ' Μέρος)

Η Παλιά και η Νέα Αγορά της Ρόδου (β' μέρος)

Η Παλιά και η Νέα Αγορά της Ρόδου

Η Ρόδος, ο Γρίβας και ο απελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου

Δωδεκάνησα: Η Ενσωμάτωση, η ημερομηνία που δεν άλλαξε και μια προσωπική μαρτυρία

Η ιστορία της Αρχαγγελίτισσας Παρασκευής Γιακουμάκη: Στη Στράτα του Προφήτη Ηλία

Σελίδες Ιστορίας: Ο δρόμος των Παθών με τα γλυπτά, ο Σταυρός του Φιλερήμου και η κατάληψη της Μονής στις 20 Σεπτεμβρίου 1947

Τήλος: Οι πρώτοι γάμοι ομοφύλων το 2008, όπως τους έζησαν 3 από τους πρωταγωνιστές τους