Ο Ντώναρος ο Βρόντος, το λιοντάρι του πολέμου από τον Αρχάγγελο!

Ο Ντώναρος ο Βρόντος,  το λιοντάρι του πολέμου από τον Αρχάγγελο!

Ο Ντώναρος ο Βρόντος, το λιοντάρι του πολέμου από τον Αρχάγγελο!

Pοδούλα Λουλουδάκη

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 4580 ΦΟΡΕΣ

Γράφει η Ροδούλα Λουλουδάκη

Ο Ντώναρος ο Βρόντος, όπως έλεγαν τον Αντώνη Μαυριό για να τον βρίσκουν, το παλληκάρι που δεν το φόβισαν οι μάχες στην πρώτη γραμμή του πολέμου, και δεν το δάμασαν οι φυλακές, αυτός που γλίτωσε την εκτέλεση με «δις ισόβια», είχε ζωή από αυτές που περιγράφουν τα βιβλία και δείχνουν οι ταινίες.

Από το 1939, μέσα στη μαύρη κατοχή, που έφυγε από το νησί και ήταν 105 κιλά, μέχρι το 1947 που γύρισε ενώ είχε φτάσει στο σημείο στο μεταξύ να μείνει μόλις 46, τα βασανιστήρια και η πείνα δεν τον λύγισαν. Καβάλα στ' άλογο μπήκε στο χωριό του, με την κορμοστασιά του τη λεβέντικη και το μουστάκι του το παχύ.
Γι’ αυτόν τον ήρωα, σχεδόν τίποτα δεν έχει γραφτεί κι από τη ζωή έφυγε πικραμένος. Η χούντα τον βάπτισε κομμουνιστή κι ακόμα και τα εύκολα τα έκανε δύσκολα για εκείνον.

Ο Μιχάλης Μαυριός, ο περήφανος γιος του μου δίνει συγκλονιστικά στοιχεία για τον πατέρα του και μιλάει για πρώτη φορά για εκείνον 30 χρόνια μετά τον θάνατό του. Γιατί η τιμή πρέπει να αποδοθεί και οι νέοι να μάθουν- τώρα που όλα έγιναν ίδια κι όμοια- ότι κάποιοι δεν γνώρισαν σκλαβιά γιατί γεννήθηκαν για να είναι ελεύθεροι!

«Ο πατέρας μου, ο Αντώνης Μαυριός, μου λέει, γνωστός ως Βρόντος ή Ντώναρος όπως τον αποκαλούσαν λόγω σωματικών προσόντων (δεν είσαι και ο Ντώναρος ο Βρόντος), λέγανε, ήταν ταπεινός άνθρωπος. Αυτά που θα σας πω του τα έβγαλα λέξη-λέξη, στο πέρασμα των χρόνων και κάποια τα έμαθα από στενούς του φίλους.

Γεννήθηκε το 1908 στον Αρχάγγελο από κτηνοτρόφους γονείς κι ήταν το πρώτο παιδί εξαμελούς οικογένειας. Τρεις γιοι, τρεις κόρες. Πήγε μέχρι την Ε΄ δημοτικού κι όταν οι Ιταλοί του επέβαλαν να πάει και στο ιταλικό Σχολείο, σταμάτησε.

Προσπαθούσε να βρει δουλειά σε δημόσια έργα, αλλά τον είχαν ήδη κακοχαρακτηρίσει οι Ιταλοί. Έτυχε το σπίτι του να είναι κοντά σ’ ένα καφενείο που σύχναζαν όλοι οι προύχοντες οι Ιταλοί καθώς και τα τσιράκια τους, που φόραγαν το μαύρο κουμπί του φασισμού. Ήταν ο δρόμος του και κανονικά θα έπρεπε με ευλάβεια να τους καλημερίζει, να τους καλησπερίζει.

Ο πατέρας μου έκανε το αντίθετο, τους γυρνούσε την πλάτη κι έτσι τον είχαν στιγματίσει. Οπότε δεν έβρισκε δουλειά και έβοσκε τα γιδοπρόβατα του πατέρα του. Στην ηλικία των 28 ετών μην αντέχοντας άλλο αυτή τη ζωή και σε συνεννόηση με τρεις συγχωριανούς του τον Παναγιώτη Σαρρή ή Πάντο, τον Ανδρέα Αργυράκη του πεθερού μου θείο και τον Μανόλη Τηλιακό, αποφασίζουν να το σκάσουν από το νησί.

Επισκεύασαν μία παλιά παρατημένη βάρκα και μία αφέγγαρη νύχτα του Νοέμβρη έφυγαν από το λιμανάκι των Κολυμπίων κι έφτασαν κωπηλατώντας στις απέναντι τουρκικές ακτές. Για να ζήσουν ελεύθεροι. Ο στόχος τους ήταν να φτάσουν Πειραιά, μέσω Τουρκίας. Την τελευταία μέρα που έφευγε ο πατέρας μου, έλουσε τον μικρότερο αδελφό του, τού είπε να πηγαίνει στο σχολείο και ν’ ακούει τους γονείς του. Ήταν μικρότερός του περίπου 16 χρόνια ο θείος μου ο Γιωργάς ο Βρόντος».

Τι έγινε μετά από εκείνη τη νύχτα; Τι απέγιναν;
Τέσσερα άτομα, κωπηλατώντας μες τη νύχτα, φτάνοντας στις απέναντι τουρκικές ακτές τους συνέλαβαν οι Τούρκοι κι αφού τους ξυλοκοπήσανε τους έριξαν στο μπουντρούμι. Αυτοί ζήτησαν να μιλήσουν με το ελληνικό προξενείο το οποίο ωστόσο δεν τους αναγνώρισε ως Έλληνες! Ήταν Ιταλοί υπήκοοι, είχαν Ιταλική ταυτότητα. Το ελληνικό προξενείο αρνήθηκε να τους βοηθήσει οπότε οι Τούρκοι ή θα τους άφηναν επ’ αόριστον στα μπουντρούμια ή θα τους έδιωχναν. Τους έδιωξαν, ήθελαν να τους ξεφορτωθούν και τους φόρτωσαν σ’ ένα εμπορικό καΐκι που έκανε το δρομολόγια Ρόδο- Μάκρη. Ένας ναύτης του καραβιού ήταν Καλύμνιος και μάλιστα ο αδελφός του ήταν παντρεμένος στον Αρχάγγελο! Αυτός ο άνθρωπος τους βοήθησε, τους έδωσε σουγιά κι έκοψαν τα σχοινιά με τα οποία ήταν δεμένοι στ’ αμπάρι, τους έδωσε και κάποια τρόφιμα και μια στάμνα νερό.

Πήγαν έδεσαν τον καπετάνιο για να μην πουν οι Τούρκοι ότι αυτός ήταν η αιτία που δραπέτευσαν και πήραν ένα μικρό βαρκάκι από το καΐκι. Ανάμεσα Τουρκίας και Σύμης έχοντας τις οδηγίες του Καλύμνιου ναύτη, κωπηλατούσαν τη νύχτα και κρύβονταν την ημέρα σε μικρούς κολπίσκους γιατί οι Τουρκικές περίπολοι έριχναν στο ψαχνό. Μετά από τρείς-τέσσερις μέρες τελείωσε το νερό, το φαγητό, αλλά το ταξίδι αυτό διήρκησε 14 μερόνυχτα. ‘Εκαναν εξορμήσεις για να βρουν νερό και κούμαρα για να φάνε και ξαναμπαίνανε στη θάλασσα. Φτάσανε στη Σάμο κι έτσι τουλάχιστον δεν θα τους κυνηγούσαν και οι Ιταλικές περίπολοι. Ωστόσο κι εκεί πρόβλημα! Το Λιμεναρχείο δεν τους δέχτηκε, δεν τους αναγνώριζε ως Έλληνες γιατί είχαν Ιταλική ταυτότητα.

Εδώ πάλι οι προοπτικές ήταν δύο: ή να μπούνε φυλακή ή να γυρίσουν πίσω. Φύγανε νύχτα δήθεν για να γυρίσουν πίσω, αλλά βρήκαν ένα χωριουδάκι όπου οι χωρικοί τους υποδέχτηκαν καλά, τους έδωσαν τροφή, τους φίλεψαν. Ο στόχος τώρα που πάτησαν σε ελληνικό έδαφος ήταν να βρουν κανένα μεροκάματο, να εξοικονομήσουν χρήματα, να πάνε Πειραιά. Δούλεψαν στα χωράφια, κατάφεραν να εξοικονομήσουν τα χρήματα για την αγορά ενός εισιτηρίου για τον Πειραιά και έστειλαν μ’ αυτό τον Ανδρέα Αργυράκη, με σκοπό να βρει στον Πειραιά φίλους και συγγενείς για να τους στείλουν χρήματα να πάρουν τα εισιτήρια, να έρθουν κι αυτοί.

Ακούγεται απλό για τα σημερινά δεδομένα! Τι δεν πήγε καλά;
Τελικά δεν τα κατάφερε ο άνθρωπος, αλλά εκείνοι μπήκαν λαθραία σε καράβι, τα κατάφεραν κι έφτασαν Πειραιά. Βρήκαν κάποιες δουλίτσες, βολεύτηκαν για λίγο καιρό. Τους πρόλαβε η κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Και τότε ο πατέρας μου, δηλώνει εθελοντής μαθαίνοντας ότι δημιουργήθηκε το Σύνταγμα Εθελοντών Δωδεκανησίων και ζήτησε να πολεμήσει στο μέτωπο όπως και έγινε. Τον πήγαν στα σύνορα με την Αλβανία.

Ήταν στο πυροβολικό απ’ ό,τι μου είπε. Μπαινόβγαιναν από την Αλβανία ήταν στα χαρακώματα, το χιόνι ήταν ένα μέτρο, πάθαιναν κρυοπαγήματα, πέφτανε τα νύχια τους. Είχαν αρκετές νίκες, αλλά και υποχωρήσεις. Όταν μπήκαν οι Ιταλοί στην Ελλάδα, ο πατέρας μου ήταν τραυματισμένος στη γάμπα. Είχαν σκοτωθεί οι περισσότεροι από τους συμπολεμιστές του, ήταν πρώτη γραμμή.

Στο τέλος της μάχης βρέθηκε μόνος του στο χαράκωμα. Μπήκανε οι Ιταλοί, άρχισαν μάζευαν τα λάφυρα και έδιναν χαριστικές βολές στους τραυματίες. Ο πατέρας μου, η μόνη του επιλογή ήταν να κάνει τον πεθαμένο. Σκεπάστηκε με πτώματα, πήρε αίμα από τη γάμπα του πασάλειψε το πρόσωπό του κι άφησε μια χαραμάδα ίσα για να μπορεί να βλέπει με το ένα μάτι. Τον πέρασαν για νεκρό. Όταν νύχτωσε βαθιά και δεν ήταν κανείς έβγαλε από τους σκοτωμένους γερά άρβυλα να τα φορέσει γιατί τα δικά του ήταν τρύπια και πήρε ό,τι άλλο βρήκε: καμιά κουβέρτα, ένα παγούρι νερό και προχώρησε μέσα στο δάσος μόνος του, ανάμεσα σε νεκρούς. Προχωρούσε με οδηγό τη μικρή και τη μεγάλη άρκτο για να μην βρεθεί στο πεδίο του εχθρού. Πριν ξημερώσει βρέθηκε μπροστά σ’ ένα μικρό σπιτάκι, χτύπησε την πόρτα που ήταν μισάνοιχτη. Καμιά απάντηση, ούτε σπίρτα δεν είχε πάνω του για να φωτίσει. Κι έπεσε σε κάτι κούτες όπως τις κατάλαβε και εξαντλημένος όπως ήταν κοιμήθηκε. Το πρωί, κατάλαβε ότι κοιμήθηκε έξω από το οστεοφυλάκιο ενός νεκροταφείου. Πήρε τον δρόμο για το χωριό, το πρώτο ελληνικό στα σύνορα όπου οι άνθρωποι τον φίλεψαν.

Γιατί συνέχισε να πολεμά, με τέτοιες κακουχίες γιατί δεν συμβιβαζόταν;
Ήθελε ακόμη να πολεμήσει, δεν είχε χορτάσει πόλεμο. Το μίσος του για τους Ιταλούς ήταν μεγάλο. Πληροφορήθηκε ότι στην περιοχή υπήρχαν ομάδες που ‘κάναν αντάρτικο! Ξεκίνησε για να τις βρει, τον εντόπισε αντάρτικη περίπολος, τον συνέλαβε, τον πήρε στο αρχηγείο τον ανέκριναν είδαν ότι είχε Ιταλική ταυτότητα, νόμισαν ότι είναι κατάσκοπος, δεν τον εμπιστεύτηκαν, τον έβαλαν στα μαγειρεία. Όταν κατάλαβαν τις προθέσεις του, τού εμπιστεύτηκαν μυστικές αποστολές, με άκρως απόρρητα έγραφα και κατέβαινε τακτικά και τα παρέδιδε σε άγνωστά του άτομα, στη Λαμία. Πολλές φορές τον πήραν χαμπάρι οι δωσίλογοι και τον κάρφωσαν. Μία από αυτές τον συνέλαβαν, τον παρέδωσαν στους Γερμανούς, οι οποίοι τον ξυλοκόπησαν άγρια και τον παρέδωσαν στους Ιταλούς, τους συμμάχους τους πια. Οι Ιταλοί τον μετέφεραν στην Αθήνα και τον προφυλάκισαν στις φυλακές Αβέρωφ, με κάποιους λιποτάκτες Ιταλούς και πολιτικούς κρατουμένους.

Εδώ εθελοντής στην Αίγυπτο γιατί δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω.
Εδώ εθελοντής στην Αίγυπτο γιατί δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω.

Ήταν εκεί που συναντήθηκε με όλους τους πολιτικούς κρατουμένους της εποχής, μεταξύ των οποίων ο Γεώργιος Παπανδρέου!
Ακριβώς, με τον οποίο κρατήθηκε στον ίδιο θάλαμο, στις αρχές του 1942 κατά τη διάρκεια της τρίμηνης κράτησης του Γεωργίου Παπανδρέου στον οποίο έριχνε και βεντούζες με τα κέρματα και έτσι είχαν αναπτύξει στενή σχέση. Βεντούζες έριχνε και σε άλλα σπουδαία πρόσωπα, πολιτικούς κρατουμένους. Όλοι εκείνοι είχαν επισκεπτήριο αραιά και πού, ο δικός μας άνθρωπος δεν είχε γιατί αγνοούσε η οικογένειά του ότι ζούσε. Στις φυλακές Αβέρωφ έκανε πάνω από δύο χρόνια ο πατέρας μου και η κατηγορία ήταν «εσχάτη προδοσία»! Τότε ο Γεώργιος Παπανδρέου, του πρότεινε να του βγάλει πλαστά έγγραφα ότι είναι Τούρκος, επειδή γεννήθηκε το 1908 που στη Δωδεκάνησο είχαμε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Του απάντησε «κύριε Παπανδρέου, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για το ενδιαφέρον σας, αλλά προτιμώ να πεθάνω σαν Έλληνας από το να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου, σαν Τούρκος»! Μέσα στη φυλακή ζήτησε από τη διεύθυνση να του δώσουν βιβλία για να μάθει Ιταλικά. Είχε κάποιες βάσεις από τη Ρόδο κι ο λόγος που το ήθελε ήταν για να μπορέσει ο ίδιος να υπερασπιστεί τον εαυτό του στο δικαστήριο. Μήπως του προσάψουν κι άλλα πράγματα, αυτό φοβόταν. Κι εκεί μέσα έμαθε πολύ καλά και γραφή κι ανάγνωση στα Ιταλικά.

Αντιμετώπιζε την ποινή της εκτέλεσης από τους Ιταλούς! Πώς γλίτωσε;
Προς μεγάλη του έκπληξη, την τελευταία μέρα πριν τη δίκη του, του ανακοίνωσαν ότι το Ιταλικό Δημόσιο του όρισε συνήγορο, σύμφωνα με το Ιταλικό δίκαιο. Με μία ψήφο διαφορά γλίτωσε την εκτέλεση και καταδικάστηκε, δις ισόβια. Επιστρέφοντας στο θάλαμό του οι κρατούμενοι τον σήκωσαν ψηλά στα χέρια τους και φώναζαν «Αντώνης, Αντώνης»! Τους λέει» γιατί ζητωκραυγάζετε;». Του απαντούν ότι περίμεναν να τον καταδικάσουν σε εκτέλεση. Ωστόσο ο Ιταλός δικηγόρος του, είχε πείσει το δικαστήριο πως αν ο κατηγορούμενος ήταν Ιταλός, με τη δράση που είχε ο πατέρας μου, θα του έστηναν άγαλμα. Τους έπεισε ότι πρόκειται για αγνό πατριώτη και «κέρδισε τα «δις ισόβια». Αποφυλακίστηκαν όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι, κι ο ίδιος έμεινε στη φυλακή ως Ιταλός πολίτης, μαζί με τους λιποτάκτες Ιταλούς.

Και ξεκινά μία ακόμα μεγάλη περιπέτεια, στις φυλακές της Ιταλίας, τώρα πια!
Τους φόρτωσαν σε καμιόνια κι έφτασαν Ιταλία, έξω από τη Νάπολη σ’ ένα νησάκι που λέγεται Πρότσιτα, κι έχει φυλακές. Στο υπόγειο του τριώροφου κτιρίου ήταν οι ισοβίτες και οι θανατοποινίτες. Εκείνον τον έβαλαν σ’ ένα κελί 1,5Χ2 μ’ ένα φεγγίτη ψηλά και αμυδρό φως. Ερχόταν ο δεσμοφύλακας με την καραβάνα, τους την έδειχνε από το μικρό πορτάκι, κι όταν πλησίαζε ο κρατούμενος την έπαιρναν πίσω. Αυτό συνεχιζόταν για εβδομάδες. Ο πατέρας μου, ήταν ένα πολύ δυνατό παλληκάρι. Ξεκίνησε από εδώ 105 κιλά και μέσα σ’ αυτή τη φυλακή της Ιταλίας έφτασε 46 κιλά. Από την πείνα του, έσκισε το στρώμα κι έφαγε το άχυρο!

Ήταν σκελετός. Μια μέρα άκουσε τα βήματα του δεσμοφύλακα. Στην απελπισία του, του την έστησε πίσω από το πορτάκι, κι όταν εκείνος πήγε να βάλει μέσα την καραβάνα και να την τραβήξει πίσω, όρμησε σαν λύκος, τον άρπαξε από το χέρι, κι έμεινε όλη η σάρκα του χεριού στα δόντια του. Ούρλιαζε ο δεσμοφύλακας, κατεβήκαν όλοι οι δεσμοφύλακες κάτω, τον πιάνουν, τον δένουν και τον ανεβάζουν στον διευθυντή των φυλακών! Γιατί το έκανες αυτό, τον ρωτά ο διευθυντής, λέει «το κορμί μου μπορείτε να το δαμάσετε, αλλά την ψυχή μου δεν μπορείτε να τη δαμάσετε γιατί άδικα κάθομαι εδώ. Είμαι Έλληνας και θα πεθάνω σαν Έλληνας». Μάλλον χτύπησε κάποιες ευαίσθητες χορδές του διευθυντή και αντί να τον εκτελέσουν, διέταξε να του φέρουν ρούχα και φαγητό. Τον ντύσανε, τον ταΐσανε και τον βγάλανε από τα υπόγεια, τον έβγαλαν από τους βαρυποινίτες και τον έβαλαν μ’ αυτούς που είχαν την πολυτέλεια να τρώνε τα αποφάγια των αξιωματικών. Τα κόκκαλα που πετούσανε, τα κοπανούσε, τα έκανε σκόνη και τα έτρωγε. Κι έτσι έζησε γιατί οι πιο πολλοί σ’ αυτές τις φυλακές πέθαιναν από πείνα ή από αρρώστιες. Δεν προλάβαιναν να τους εκτελέσουν. Ένας που έμαθε ότι την επόμενη μέρα θα τον εκτελέσουν, από ολόμαυρα τα μαλλιά του μέσα σε μία νύχτα έγιναν κάτασπρα. Ήταν ο μόνος που μιλούσε εκεί ο πατέρας μου.

Πώς γλίτωσε από τις φυλακές της Ιταλίας;

Για καλή του τύχη κάποιος Ιταλός που υπηρετούσε στον Αρχάγγελο, πήγε για επισκεπτήριο στις φυλακές αυτές. Ήξερε τον αδελφό του, τον Γιωργά. Γυρνώντας αυτός, η οικογένειά μας έμαθε ότι από το 1939 που έφυγε από το χωριό ο πατέρας μου, ήταν 1943 και ζούσε!

Τον είχαν σχεδόν διαγραμμένο. Μάζεψαν χρήματα και όταν ο Ιταλός ξαναπήγε στη φυλακή, του τα πήγε. Εκείνος δεν είχε πού να τα ξοδέψει οπότε λάδωνε τον μάγειρα και του ‘δινε κρεμμύδια στα οποία εκείνος έβαζε μπόλικο αλάτι, έπινε και νερό κι έτσι ζούσε.

Κάποια στιγμή τον αποφυλάκισαν και έξω από τις φυλακές τον περίμενε κλιμάκιο του Συμμαχικού Στρατού. Του είπαν, μπορούμε να σε πάμε με ασφάλεια στην Ελλάδα και στη Ρόδο, αλλά η Ρόδος ήταν ακόμη Ιταλοκρατούμενη. Σκέφτηκε ότι θα είχε μία από τα ίδια, πάλι φυλακή. Επέλεξε την τρίτη: εθελοντής στο Συμμαχικό Στρατό στην Αίγυπτο. Δήλωσε εθελοντής. Τους πήγαν δύο μήνες στην Καλαβρία, τους φόρτωσαν σε καράβι για την Αλεξάνδρεια. Αλεξάνδρεια, Κάιρο, ένας πόλεμος με τον οποίο δεν είχε καμία σχέση, αλλά αναγκάστηκε να πάει για να σωθεί από εδώ.

Δυστυχώς, κι εκεί οι Έλληνες αξιωματικοί δεν τους δέχτηκαν στο ελληνικό σώμα στρατού και τους έστειλαν στο Εγγλέζικο. Πάλι μάχες, αλλά εκεί έτρωγε κιόλας και αμειβόταν. Έπαιρνε μία χρυσή λίρα τον μήνα. Αλλά δεν ξόδευε τίποτα και μιας και για πρώτη φορά είχε αλληλογραφία με την οικογένειά του ρωτούσε τι προίκα να φέρει για τις αδελφές του. Αγόρασε τόσα πολλά πράγματα για την οικογένεια που γέμισε δύο μπαούλα. Γύρω στο 1946 όταν έχασε πια η Γερμανία τον πόλεμο απελευθερώθηκαν και γυρνούσε πια ο καθένας στον τόπο του. Πρώτη στάση ο Πειραιάς.

Ανάποδα το ταξίδι τώρα και επιτέλους φτάνει Πειραιά!
Δεν πρόλαβε να φτάσει δυστυχώς γιατί ανοιχτά της Κρήτης, πήρε φωτιά το καράβι. Είχε 350 επιβαίνοντες. Πρόλαβε και μπήκε σε σωσίβια λέμβο, όμως βλέποντας άλλοι να μην ξέρουν κολύμπι και μάλιστα να κινδυνεύουν παιδιά, βγήκε από τη βάρκα, παραχώρησε τη θέση του και έμεινε στο νερό κρατώντας μία μισοκαμμένη σανίδα για επτά ώρες, στο πέλαγος. Το Αιγυπτιακό καράβι που τους έσωσε τους πήγε πάλι πίσω στην Αίγυπτο και έχασε και τα μπαούλα, τις πραμάτειές του, αλλά έσωσε αρκετούς. Όταν έφτασε πια Πειραιά, έκατσε κάποιους μήνες γιατί δεν είχαν φύγει ακόμη οι Ιταλοί από τη Ρόδο. Στο πρώτο δρομολόγιο καραβιού που έκανε Πειραιά- Ρόδο το πήρε και γύρισε στο νησί.

Από το 1939 μέχρι το 1947!
Ήταν γερό παλληκάρι και έκανε δουλειές για δέκα άντρες. Ο μελλοντικός πεθερός του τον θαύμαζε και πήρε το μουλάρι του, ταξίδευε όλη νύχτα και πήγε στο λιμάνι, τον περίμενε και έτρεξε και μπροστά από τους γονείς του πατέρα μου για να τον αγκαλιάσει και να τον συγχαρεί.
Το Ντώναρο, το Βρόντο με το παχύ μουστάκι και τη λεβεντιά! Γράφτηκε στο Σύνταγμα Εθελοντών Δωδεκανησίων και δεν επωφελήθηκε από κανένα προνόμιο των αντιστασιακών.

Εδώ μία φωτογραφία του 1949, καβαλάρης
Εδώ μία φωτογραφία του 1949, καβαλάρης

Γιατί δεν αναγνωρίστηκε η μεγάλη του δράση;
Το μεγάλο του έγκλημα ήταν που πολέμησε με τους αντάρτες, γιατί έτσι το έφεραν οι συνθήκες, για να σωθεί. Ήταν η επιβίωσή του. Δεν ήταν καν αριστερός και του κολλήσαν την ταμπέλα του κομμουνιστή. Αλλά όπως τους είπε ο ίδιος: «έζησα Ιταλούς, Γερμανούς, Τούρκους, Εγγλέζους, αλλά οι χειρότεροι είσαστε εσείς οι χουντικοί…»! Κι όταν του έλειπαν 100 ένσημα για να βγει στη σύνταξη, μέσα στη δεκαετία του ‘70, δύο μήνες πριν πεθάνει του έστειλαν επιστολή ότι δεν θα του δώσουν τα δωρεάν ένσημα! Έφυγε πικραμένος, στις 22 Μαΐου 1981.

Μετάνιωσε για τα χρόνια στις φυλακές και στους πολέμους;
Όχι, δεν μετάνιωσε. Έλεγε «ό,τι έκανα, το έκανα για την πατρίδα μου..». Μας έδωσαν κάποια μετάλλια ανδρείας, τα επόμενα χρόνια. Και πήρε το όνομά του ένας δρόμος κοντά στο σπίτι του.

Το μετάλλιο ανδρείας που πήρε από τη Νομαρχία
Το μετάλλιο ανδρείας που πήρε από τη Νομαρχία

Είχε αγάπη όμως στον Γιάννη Ζίγδη και κυρίως του είχε εκείνος! Πώς προέκυψε αυτό;
Το 1963, επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου πρωθυπουργού με είχαν πάει οι γονείς μου στην Αθήνα με πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας. Μείναμε μήνες στον «Ευαγγελισμό», η μάνα μου στο νοσοκομείο μαζί μου κι ο πατέρας μου από δω κι από κει και να δουλεύει στην Αθήνα για να τα βγάλουμε πέρα εμείς και να στείλει και στην οικογένεια να ζήσει. Δεν απευθύνθηκε στον Γεώργιο Παπανδρέου, τόσο περήφανος ήταν. Τον εντόπισε όμως ο Γιάννης Ζίγδης που ήξερε τη δράση του κι αμέσως άλλαξαν όλα για εμάς. Με έξοδα του Ζίγδη έγινα καλά, έφερε γιατρούς από το εξωτερικό. Αλλά ο πατέρας μου ούτε για τη ζωή του παιδιού του δεν ζήτησε βοήθεια. Ούτε όταν από λάθος το όνομά του γράφτηκε Μαυρής, αντί Μαυριός, δεν κατέστη δυνατόν να του το αλλάξουν ακόμα κι όταν ο αείμνηστος Τζίμης Κρεμαστινός πίεζε γι αυτό, γνωρίζοντας τα πάντα για τη δράση του! Τόσο δύσκολα ήταν όλα για τον πατέρα μου.

Πέθανε στα 73 του χρόνια, απροσκύνητος, αλύγιστος και πέθανε όρθιος, στο κεπούλι εκεί που πριν από λίγη ώρα έσκαβε! Μόνο αυτός ο θάνατος άξιζε στον Ντώναρο, τον Βρόντο!

«Εδώ είναι ο πατέρας μου, το 1981, τη χρονιά που πέθανε»,  λέει ο γιος του Μιχάλης Μαυριός
«Εδώ είναι ο πατέρας μου, το 1981, τη χρονιά που πέθανε», λέει ο γιος του Μιχάλης Μαυριός

Διαβάστε ακόμη

Χατζής (πρόεδρος ΠΟΞ): Ποιότητα δεν σημαίνει μόνο τετράστερα ή πεντάστερα ξενοδοχεία

Δήμαρχος Μεγίστης: «Έχουμε ανάγκη για έναν τουλάχιστον γιατρό γενικής ιατρικής»

Βάιος Καλοπήτας: «Εμείς παλεύουμε για το νησί μας κι εκείνοι παλεύουν για τις καρέκλες τους»

Ο 89χρονος Ροδίτης που έχει 6 παιδιά, 66 εγγόνια και δισέγγονα

Γιάννης Παππάς: «Οι Eυρωεκλογές δεν είναι επίδειξη επαναστατικής γυμναστικής»

Νίκος Παντελής: Ο κωμικός από τη Ρόδο, είναι το πιο «φρέσκο» πρόσωπο της ελληνικής stand-up σκηνής

Αυξημένοι οι ατμοσφαιρικοί ρύποι στο κέντρο της Ρόδου το καλοκαίρι

Άφησε την Αδελαΐδα για να μεγαλώσει την οικογένειά της στη Λαχανιά