Σελίδες Ιστορίας: Η αναρρίχηση στο Φιλέρημο προς αναζήτηση της αρχαίας Ρόδου

Σελίδες Ιστορίας:  Η αναρρίχηση στο Φιλέρημο  προς αναζήτηση της αρχαίας Ρόδου

Σελίδες Ιστορίας: Η αναρρίχηση στο Φιλέρημο προς αναζήτηση της αρχαίας Ρόδου

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1187 ΦΟΡΕΣ

Η Ευρώπη ακούραστη εργάτρια και η Ανατολή

Επιμέλεια και γράφει ο Κώστας Τσαλαχούρης

Ο Charles Cottu περιγράφει την αρχαία Ρόδο: «Τρεις ώρες μετά την αναχώρησή μας από την πόλη, στην άκρη μιάς πεδιάδας γεμάτης με μυρτιές και ρείκια, τα ερείπια της αρχαίας Ρόδου φάνηκαν στην κορυφή ενός βουνού.

Καθένας από μας άρχισε να καλπάζει, αλλά το μονοπάτι, που έπρεπε να ακολουθήσουμε, έγινε τόσο απότομο, που προτιμήσαμε να κατέβουμε από τα ζώα μας για να αναρριχηθούμε πεζή στον λόφο. Στα μισά του δρόμου, έκανα στάση κοντά σε μια ξύλινη καλύβα χαμένη μέσα στις φυλλωσιές. Δύο νεαροί με ένα μαύρο σκλάβο πελεκούσαν πασσάλους μπροστά σε ένα σεβάσμιο τούρκο με μακριά γενειάδα, ο οποίος κάπνιζε το ναργιλέ του καθισμένος ανακούρκουδα κάτω από ένα δέντρο.

ΕΞΑΙΣΙΟ ΤΟΠΙΟ
Από πάνω μου, οι σύντροφοί μου είχαν σταματήσει μέσα σε ένα δάσος από συκομουριές και πεύκα.
Μαζεμένοι κοντά στα υποζύγια, πάνω σε ένα βράχο, μου ’καναν νόημα να βιαστώ και μού ’δειχναν τα μπουκάλια και τις προμήθειες που έβγαζαν από το καλάθι. Αυτή η θέα μου ’δινε κουράγιο και μετά από μια τελευταία προσπάθεια έφτασα σε μια κατάσταση απομόνωσης σαν κι αυτές που αγαπούσαν οι ασκητές.

Ο ουρανός, η θάλασσα, το νερό που κελάρυζε, η πεδιάδα που χανόταν στον ορίζοντα, τίποτα δεν έλειπε από το τοπίο.
Οι οδηγοί μας είχαν στρώσει τα χαλιά κοντά σε μια πηγή, που έπεφτε από το βουνό δε μια μαρμάρινη δεξαμενή. Μας σέρβιραν κατόπιν το ψωμί και τα κρέατα πάνω σε πλατιά φύλλα, έβαλαν το κρασί στο νερό, και όλοι ακουμπισμένοι στα ζώα, που κουνούσαν τα κεφάλια τους φορτωμένα με κουδουνάκια, αρχίσαμε το γεύμα με ευχαρίστηση.

Τη στιγμή που έφερνα το ποτήρι μου στα χείλια, είδα να έρχεται ο Τούρκος με την άσπρη γενειάδα, δίπλα από τον οποίο είχα μόλις περάσει. Τον ακολουθούσαν οι δυο του γιοι, καθώς και ο σκλάβος, που έφερνε φωτιά σε ένα πήλινο δοχείο και φλιτζάνια καφέ μέσα σε ένα πανέρι.

Ο καλός φέροντας, χωρίς καθόλου να διστάσει, κάθισε στο χαλί του, έβαλε το χέρι στην καρδιά, έσκυψε λίγο το κεφάλι και πρόφερε αργά κάποιες λαρυγγικές λέξεις που ο κύριος Gandon, μας μετέφρασε έτσι:

ΚΑΛΩΣ ΗΡΤΑΤΕ
-Καλώς ήρτατε στα μέρη μου, ο Αλλάχ να σας έχει καλά!
Αμέσως, όλα τα χέρια έβαλαν, μπροστά στο μουσουλμάνο, ψωμί, πατέ και κοτόπουλο, αλλά αυτός αρνήθηκε.
Του πρόσφερα λοιπόν, το ποτήρι μου λέγοντας:
-«Πιείτε το κρασί των Χριστιανών, που ενσαρκώνει την καρδιά και κάνει τον άνθρωπο να αγαπάει τα έργα του Αλλάχ».

Μου έσπρωξε ελαφριά τα μπράτσα και απάντησε:
-«Πρέπει να νηστέψω μέχρι το βράδυ. Ο προφήτης απαγόρευσε το κρασί στους πιστούς».
-«Αφού ο Θεός, έβαλε το αμπέλι στη γη, δεν είναι για να πίνει ο άνθρωπος το χυμό του;»
-«Ο Θεός», ξανάπε ο Τούρκος, ήρεμα, «τοποθέτησε το σταφύλι στις χώρες της Ευρώπης και δεν απαγόρευσε το κρασί στους Χριστιανούς. Στην Ανατολή, όμως, αντί για αμπέλι, ο Αλλάχ κάνει να ωριμάζουν τα πορτοκάλια, τα λεμόνια και τα καρπούζια, που είναι μικρές πηγές δροσιάς, κάτω από το φλογισμένο ήλιο μας. Ο Αλλάχ δεν θέλησε να έχουμε κρασί, που είναι πηγή θερμότητας για το κρύο κλίμα σας.

Ο γέροντας γέμισε το ναργιλέ του και τον έδωσε στο νέγρο. Αυτός έβαλε ένα καρβουνάκι πάνω στον καπνό, τράβηξε μερικές ρουφηξιές για να τον ανάψει, και σκουπίζοντας την κεχριμπαρένια άκρη με το χέρι του, τον πρόσφερε στον αφέντη του, ο οποίος αφού τον κράτησε μερικά λεπτά, μου τον πρόσφερε σαν ένδειξη φιλίας.
Ο σκλάβος μάζεψε στη συνέχεια, πλατιές πέτρες, τις σκέπασε με ζεστές στάχτες και ετοίμασε τον καφέ, που μας σέρβιραν οι γιοι του γέροντα,

ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ
Αυτό το δασωμένο βουνό, τα καταπληκτικά χωράφια, τα καστέλα, σπαρμένα μέσα στους ελαιώνες, που εξουσιάζουμε με το βλέμμα, ανήκαν σ’ αυτό τον Τούρκο. Αφοσιωμένος Μουσουλμάνος, δεν είχε παρά ένα πόθο, να πάει στη Μέκκα με τα παιδιά του και να μπορέσει να φορέσει το πράσινο σαρίκι, διακριτικό σημάδι αυτών που έχουν εκπληρώσει το ιερό προσκύνημα.

Μας πρότεινε να μας πουλήσει αυτό το πλούσιο μέρος για οκτώ χιλιάδες πιάστρε, περίπου χίλια σκούδα. Αυτός ο άνθρωπος δεν καλλιεργούσε τίποτα, δεν θέριζε, δεν δούλευε ποτέ. Το καλοκαίρι, ακολουθούμενος από τα παιδιά του ανέβαινε στο λόφο και έχτιζε μια καλύβα κάτω από τις δροσερές σκιάδες, κοντά σε ένα ρυάκι.

Οι γιοι του, σαν γιοι πατριάρχη, τον έθρεφαν με το κυνήγι τους. Όταν οι προμήθειες τελείωναν, έκοβαν ένα δέντρο. Ο σκλάβος φόρτωνε το γαϊδούρι του και πήγαινε να πουλήσει τα ξύλα στην πόλη, απ’ όπου έφερνε ρύζι, καπνό και καφέ.

ΓΟΝΑΤΙΣΤΟΙ ΣΤΟ ΘΕΟ
Οι ηλιόλουστες ώρες της μέρας περνούσαν μέσα σε έκσταση της προσευχής ή μέσα στην ενατένιση των θαυμάσιων θεαμάτων που παρουσιάζουν οι ήσυχες κοιλάδες, η θάλασσα που σβήνει στην ακρογιαλιά και τα συναθροισμένα νησιά στον ορίζοντα σαν καράβια ξαφνιασμένα από τη γαλήνη.

Τον χειμώνα, κατέβαιναν στην πεδιάδα και έβρισκαν καταφύγιο κάτω από κάποια φεουδαρχικά ερείπια. Βλέποντας τον εαυτό του ξαπλωμένο πάνω σε χαλιά, μπροστά σ’ αυτήν την ερημιά, την τόσο ευχάριστη και ευωδιαστή, κοντά σ’ αυτήν την ευτυχισμένη οικογένεια, που πήγαινε σαν την κλώσα με τα κλωσόπουλα να καθίσει, ανάλογα με τις εποχές, πάνω σε κάθε ανθισμένο κλαδί, αναρωτιόμουνα αν αυτός ο πατριαρχικός λαός δεν θα είχε μια καλύτερη μοίρα, πάνω στη γη.

Η Ευρώπη, ακούραστη εργάτρια και η Ανατολή, γονατιστή μπροστά στο Θεό της, μου θύμιζαν τη Μάρθα και τη Μαρία, δύο αδελφές του Ευαγγελίου και χωρίς να το θέλω έπιανα τον εαυτό μου να ζηλεύει αυτές τις φιλήσυχες υπάρξεις που δεν είναι παρά μια συνεχής ανύψωση προς τις μυστηριώδεις θρησκείες, όπου η ψυχή οφείλει να χαθεί σε μια ανόθευτη ευτυχία.

Μας έμενε, να σκαρφαλώσουμε το ένα τρίτο του βουνού. Όταν, όμως, ήρτε η στιγμή να απομακρυνθούμε από τη δροσερή σκιά της πηγής, οι σύντροφοί μου, δεν μπορούσαν να αποφασίσουν να αφήσουν εκεί το ναργιλέ τους, ούτε να εγκαταλείψουν την όαση πρασίνου που τους καλούσε για ύπνο. Έκλεισαν τα μάτια, μου ευχήθηκαν καλό ταξίδι και έφυγα μόνος. Δεν υπήρχε κανένα μονοπάτι χαραγμένο.

Τα πόδια μου μπλέκονταν στα βάτα και τις δάφνες ανάμεσα από τα οποία ξεπηδούσαν έβενοι, κέδροι και συκιές που τα φρούτα τους, διεκδικούσαν τα πουλιά. Πότε-πότε, ακουμπισμένος σε ένα κούτσουρο, κοιτούσα πίσω και το τοπίο που εμφανιζόταν μου έδινε δυνάμεις. Μερικές φορές, μέσα στα χαλάσματα και τις πέτρες, που τα βήματά μου έκαναν να κατρακυλούν, έψαχνα άπληστα για σημάδια του ελληνικού πνεύματος. Μπήκα τελικά στην αρχαία Ρόδο. Από το άνοιγμα ενός τείχους, τόσο κουρασμένος, αλλά σχεδόν το ίδιο περήφανος με αυτόν που κάποτε μπήκε πρώτος μετά την έφοδο.

ΣΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ
Βρισκόμουν πάνω σε ένα οροπέδιο, γεμάτο από ερείπια τμημάτων τειςχών και πύργων. Ανάμεσα σ’ αυτά τα χαλάσματα, στα οποία επέμενα πάντα να ψάχνω ίχνη της αρχαιότητας, φύτρωναν δέντρα.

Σε λίγο ανακάλυψα ένα γοητευτικό παρεκκλήσι γοτθικού ρυθμού, που στεκόταν ολόκληρο σχεδόν όρθιο. Αυτή η θέα διέλυσε τις αμφιβολίες μου. Η αρχαία Ρόδος δεν ανήκε στην Ελλάδα. Βρέθηκα στη μέση ενός κτίσματος του Μεσαίωνα, τον οποίο, όμως, οι αναλογίες και τα στοιχεία ήταν εντελώς διαφορετικά απ’ αυτή των κομψών πύργων που είχαμε δει στο δρόμο

Πήγαινα να καθίσω στο πάνω μέρος του παρεκκλησιού, κάτω από μια συκιά που ’χε τρυπήσει το θόλο και παρατηρούσα αυτές τις μεγάλες ακρωτηριασμένες πέτρες. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτό το οχυρωμένο ύψωμα, κοντά στη θάλασσα, με ένα παρεκκλήσι κλεισμένο μέσα στα τείχη, ήταν ένα κτίσμα που το είχαν ιδρύσει οι αδελφού του Ελέους, όπως τόσα άλλα στην Ευρώπη. Γύρω απ’ αυτά τα κτίρια, που έμοιαζαν πότε με μοναστήρι, πότε με ακρόπολη και πότε με δεσποτικό πύργο, συγκεντρώνονταν οι υποτελείς του Τάγματος και καλλιεργούσαν τη γη.

Στη Ρόδο, τα ιπποτικά χτίσματα, δεν μπορούσαν παρά να είναι φρούρια, που προστάτευαν τους αγρούς από τους Τούρκους, οι οποίοι αποβιβάζονταν στην ακτή, λεηλατούσαν τον τόπο βιαστικά, και έφευγαν με τα λάφυρά τους. Οι ιππότες έκαναν αντεπιθέσεις, και οι γαλέρες τους, που βρίσκονταν διαρκώς σε κίνηση, πλησίαζαν στη στεριά, όταν έπεφτε το σκοτάδι, πετούσαν την άγκυρα στο βυθό των όρμων και έφερναν την καταστροφή σε όλες τις μεριές της Αυτοκρατορίας. Ήταν οι φοβερές πειρατείες των χριστιανών στα παράλια και μέχρι και κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, που έκαμναν τον Σουλεϊμάν να πάρει τη Ρόδο από τους Αδελφούς του Ελέους, που την κατείχαν εδώ και διακόσια χρόνια.

ΑΥΡΙΟ: Το Τέλος

Φιλέρημος
Φιλέρημος
Μπονιάτης χωρικός,  χαρακτηριστικός τύπος. 20ός αιώνας, τέλος  του Μεσοπολέμου
Μπονιάτης χωρικός, χαρακτηριστικός τύπος. 20ός αιώνας, τέλος του Μεσοπολέμου
Ροδίτισσα χωρική
Ροδίτισσα χωρική
Δρομίσκος στο Μόντε Σμιθ που οδηγεί στα Τριάντα-19ος αιώνας
Δρομίσκος στο Μόντε Σμιθ που οδηγεί στα Τριάντα-19ος αιώνας
Φιλέρημος, η αρχαία Ρόδος. Φωτό των μέσων  του 20ού αιώνα
Φιλέρημος, η αρχαία Ρόδος. Φωτό των μέσων του 20ού αιώνα
Φιλέρημος-Γράφημα του 19ου αιώνα-Ροττιέ
Φιλέρημος-Γράφημα του 19ου αιώνα-Ροττιέ
Η κοιλάδα των Τριαντών-Αρχές 20ού αιώνα,  περιοδικό “LIFE”
Η κοιλάδα των Τριαντών-Αρχές 20ού αιώνα, περιοδικό “LIFE”
1862 Φιλέρημος
1862 Φιλέρημος

Διαβάστε ακόμη

Η Παλιά και η Νέα Αγορά της Ρόδου (Γ' Μέρος)

Η Παλιά και η Νέα Αγορά της Ρόδου (β' μέρος)

Η Παλιά και η Νέα Αγορά της Ρόδου

Η Ρόδος, ο Γρίβας και ο απελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου

Δωδεκάνησα: Η Ενσωμάτωση, η ημερομηνία που δεν άλλαξε και μια προσωπική μαρτυρία

Η ιστορία της Αρχαγγελίτισσας Παρασκευής Γιακουμάκη: Στη Στράτα του Προφήτη Ηλία

Σελίδες Ιστορίας: Ο δρόμος των Παθών με τα γλυπτά, ο Σταυρός του Φιλερήμου και η κατάληψη της Μονής στις 20 Σεπτεμβρίου 1947

Τήλος: Οι πρώτοι γάμοι ομοφύλων το 2008, όπως τους έζησαν 3 από τους πρωταγωνιστές τους