Ο Λευτέρης Καβαλιέρος, μιλά για τα 35 χρόνια της πορείας του στη ζωή και στα βιβλία

Ο Λευτέρης Καβαλιέρος, μιλά για τα 35 χρόνια της πορείας του στη ζωή και στα βιβλία

Ο Λευτέρης Καβαλιέρος, μιλά για τα 35 χρόνια της πορείας του στη ζωή και στα βιβλία

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 8133 ΦΟΡΕΣ

Συνέντευξη στη Ροδούλα Λουλουδάκη

Υπάρχει μόνο μία αριστοκρατία, αυτή του πνεύματος. Και ο Λευτέρης Καβαλιέρος είναι ψηλά στην κλίμακα.
Ο άνθρωπος που συνέδεσε τη ζωή του με το βιβλίο, που το έφερε πιο κοντά μας για να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, που στα 35 χρόνια βιβλιοπώλης- που κλείνει φέτος -έκανε 700 εκδηλώσεις, βάζοντας τη δική του σφραγίδα και στα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου, μιλά σήμερα για τη ζωή και την πορεία του. Για τα «πάνω» του, τα χρόνια που το βιβλιοπωλείο «Το Δέντρο» έζησε μεγάλες δόξες και για τα «κάτω» του που ήταν τα χρόνια της οικονομικής δυστοκίας που τον έφεραν σε προσωπικά αδιέξοδα.

Σήμερα, στην καλύτερη περίοδο των τελευταίων του χρόνων, μόλις βγήκε στη σύνταξη, διαβάζει ακόμη με μανία, συνεχίζει να έχει την ίδια ευγένεια και τους τρόπους που είχε και στα καλά και στα δύσκολα και ανοίγει την καρδιά του.

«H γιαγιά μου ήταν από τη Σμύρνη, μου λέει, εκεί όπου είχαν κάτι σαν τις σημερινές λέσχες βιβλίου όπου μαζεύονταν και διάβαζαν βιβλία κυρίως θρησκευτικά ή ιστορικού περιεχομένου. Η γιαγιά μου είχε μία πολύ μεγάλη αγάπη όσον αφορά το βιβλίο, αν και η ίδια δεν είχε πάει σχολείο, αλλά διάβαζε και είχε μεγάλη αδυναμία σ’ αυτό. Θυμάμαι τα λόγια της ότι «ανοίγει το μυαλό του ανθρώπου…».

Θυμάμαι τα λόγια της που μου έλεγε «όταν μεγαλώσεις να μη γίνεις δημόσιος υπάλληλος, αλλά να ανοίξεις μια δική σου δουλειά». Αγαπούσε το εξωσχολικό βιβλίο. Θυμάμαι στη γ’ Δημοτικού περνούσα έξω από το βιβλιοπωλείο του Χατζηιωάννου και είχα δει πολλά βιβλία αραδιασμένα απ’ έξω. Λέω «μαμά, αυτά είναι τα βιβλία που μου λέει η γιαγιά να διαβάσω;».

Λέει «αυτά είναι…»! «Θα μου αγοράσεις, ένα;». Και μου αγόρασε. Ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα από τις εκδόσεις Πεχλιβανίδη, ο Τομ Σώγιερ. Ό,τι πιο κλασικό θα μπορούσα να διαβάσω και να κάνω το ξεκίνημά μου. Μπορεί να το διάβασα και πέντε φορές σ’ ένα μήνα.

Η γιαγιά όταν είδε ότι πήρα το πρώτο μου βιβλίο, πήρε θάρρος. Δεν ξέρω που έβρισκε τα χρήματα. Ίσως της τα έδιναν τα άλλα παιδιά της γιατί σύνταξη δεν έπαιρνε ως Μικρασιάτισσα που ήτανε, και κάθε μήνα μου έδινε το χαρτζιλίκι μου για να αγοράσω κι ένα βιβλίο.

Οπότε κάθε μήνα είχα κι ένα βιβλίο. «Τα Χρυσά Πατίνια», «Μεγάλες Προσδοκίες». Κλασικά βιβλία κυκλοφορούσαν τότε. Της Πηνελόπης Δέλτα, του Καρκαβίτσα… Κι έτσι μπήκα στον κόσμο του βιβλίου, με την προτροπή μιας αγράμματης γιαγιάς που είχε όμως ανοιχτό μυαλό. Ενώ όλοι τότε θέλανε να γίνουνε δημόσιοι υπάλληλοι εμένα μου έλεγε «μη γίνεις δημόσιος υπάλληλος, να πας και ν’ ανοίξεις μια δική σου δουλειά»!

Στο Δημοτικό φάνηκε ότι ήμουν δυσλεκτικός σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε σήμερα γιατί τότε δεν ξέραμε. Ήμουν πολύ καλός στα προφορικά, πολύ κακός στα γραπτά, κι έκανα απαίσια γράμματα όταν μ’ έβγαζαν στον πίνακα, τόσο που έτρωγα δούλεμα από τα παιδιά. Πήγαινα στο 8ο Δημοτικό Σχολείο που τότε δεν ήταν αυτό που είναι σήμερα στο συγκρότημα της Ακαδημίας.

Ήταν στην Παπαλουκά, το νεοκλασικό κτήριο εκεί που είναι σήμερα η Σχολή Νοσοκόμων. Ένα σχολείο που πήγαιναν παιδιά από τις λαϊκές γειτονιές, από το Μόντε Σμιθ, από την πάνω του πλευρά, παιδιά από την Παλιά Πόλη, από το Ρολόι…

Γυμνάσιο δεν πήγα ποτέ την ημέρα, ξεκίνησα το νυχτερινό και τελείωσα το νυχτερινό γιατί υπήρχε ανάγκη στην οικογένεια κι έπρεπε να δουλέψω. Δούλευε ο πατέρας μου, η μάνα μου, αλλά έπρεπε να δουλέψω κι εγώ. Αυτό με απελευθέρωσε. Είχα τα δικά μου χρήματα για ν’ αγοράζω βιβλία. Δούλευα στον φωτογράφο Αντώνη Πάχο, αξιόλογος άνθρωπος, δάσκαλος, όχι αστεία.

Παράλληλα διάβαζα. Συνήθως λογοτεχνία, αλλά τα προεφηβικά μου χρόνια ήταν το 1974, δηλαδή στη μεταπολίτευση, τότε που οι περισσότεροι κάπου οργανωνόμασταν. Εγώ οργανώθηκα στην ΚΝΕ, κι έγινα και στέλεχος στην πορεία. Ειδικά τα αριστερά κόμματα είχανε μια στενή σχέση με το βιβλίο. Κατευθυνόμενη μεν γιατί έπρεπε να διαβάσεις, Μάρξ, Λένιν… Σοβιετική Λογοτεχνία, εγώ ήμουν έτοιμος να ανταποκριθώ σ’ αυτή την απαίτηση της Οργάνωσης γιατί ήμουν ήδη έτοιμος.

Και ξεκίνησα με ένα κατευθυνόμενο διάβασμα που σιγά-σιγά άρχισα να το «ανοίγω» μόνος μου, διαβάζοντας κλασική ελληνική λογοτεχνία, Ροΐδη, Παπαδιαμάντη, Καρκαβίτσα, Θεοτόκη και άλλους, και είχε γίνει μια εξάρτηση πια για εμένα το βιβλίο. Έφτιαξα μία οργανωμένη δική μου βιβλιοθήκη και ήταν οργανωμένη γιατί περιελάμβανε και ιστορικά βιβλία και φιλοσοφικά.

Βιβλιοπώλης τι σας ώθησε να γίνετε;
Μια φράση του Σβάιχ που είχα διαβάσει όταν ήμουν 17 ετών, έλεγε ότι κάποιος που αγοράζει περισσότερα βιβλία απ’ όσα διαβάζει, έχει ταλέντο να γίνει βιβλιοπώλης! Το άρπαξα εγώ. Το κείμενο αυτό δεν το ξαναβρήκα, όσο κι αν το έψαξα, λες και ήταν όνειρο, τόσο που δεν ξέρω αν το είχα δει στο όνειρό μου ή αν το διάβασα από τον Σβάιχ, δεν μπορώ να το ξεκαθαρίσω μέχρι τώρα. Αλλά επειδή δεν πιστεύω σε μεταφυσικές καταστάσεις, μπορεί να το διάβασα.

Το κράτησα λοιπόν και είπα στη μάνα μου «εγώ θ’ ανοίξω βιβλιοπωλείο σε δέκα χρόνια». Δεν υπήρχε οικονομική δυνατότητα ώστε να με βοηθήσουν, κι έτσι αυτό που ζήτησα ήταν ένα μέρος από το μισθό μου να μην το δίνω στη μαμά, αλλά να το αποταμιεύω για να ανοίξω βιβλιοπωλείο.

Έκανα διάφορες δουλειές, είχα περάσει διάφορα, το μεροκάματο δεν ήταν καλό, γι’ αυτό δούλεψα και ένα διάστημα ως οικοδόμος, για να παίρνω περισσότερα χρήματα και μετά διάβαζα τα βιβλία, έπαιρνα τα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής εκείνης για να ενημερώνομαι, κι επειδή ήμουν και στέλεχος της ΚΝΕ πήγαινα συχνά στην Αθήνα, κι επισκεπτόμουν εκδοτικούς οίκους στους οποίους έλεγα «εγώ θ’ ανοίξω βιβλιοπωλείο. Κι επειδή θ’ ανοίξω βιβλιοπωλείο, στα τόσα πολλά βιβλία που αγοράζω από εσάς, απαιτώ να μου κάνετε την έκπτωση που κάνετε στους βιβλιοπώλες».

Αυτοί γελούσαν, οι περισσότεροι δεν μου κάνανε την έκπτωση, και μια φορά ανεβαίνοντας στις εκδόσεις Gutenberg, ακούω τη γραμματέα του εκδότη να του λέει «άντε πάλι ήρθε το ψώνιο από τη Ρόδο που θέλει ν’ ανοίξει βιβλιοπωλείο…». Της λέει ο Δαρδανός «Αυτό μην το ξαναπείς γιατί αυτός και βιβλιοπωλείο θ’ ανοίξει, και τα γυαλιά θα μας βάλει»!

Την περίοδο της στρατιωτικής μου θητείας διάβασα και τι δεν διάβασα. Κατάφερα να πηγαίνω από το πρωί σε μία σκοπιά που ήταν ξεχασμένη από πολλά χρόνια και μου δώσανε κάτι κιάλια να βλέπω μήπως έρθουν οι Τούρκοι. Κι έτσι από τις 7 το πρωί το καλοκαίρι, μέχρι τις 8 το απόγευμα έπαιρνα τα βιβλία μου, διάβαζα και έτσι διάβασα περίπου όλη τη νεοελληνική λογοτεχνία των εκδόσεων Εστία.

Πέρασα υπέροχα. Μια χρονιά υπέροχη για εμένα γιατί είχα όλο το χρόνο, την ηρεμία και την ησυχία να διαβάζω βιβλία. Μία εσωστρέφεια και μία εξάρτηση για το βιβλίο. Μετά το στρατό πήγα να δουλέψω στο Μίρα Μάρε σερβιτόρος γιατί είχε καλά χρήματα. Έμεινα πέντε χρόνια κι όταν μου είπε ο μετρ αν ήθελα να με αναβαθμίσει από σερβιτόρο του είπα «όχι γιατί θέλω ν’ ανοίξω βιβλιοπωλείο...»!

Πότε ανοίξατε λοιπόν, πρώτη φορά;
Άνοιξα το πρώτο μου βιβλιοπωλείο το 1987 στην οδό Χειμάρας, σ’ ένα μικρό χώρο 50 τ.μ. Τότε για ν’ ανοίξεις βιβλιοπωλείο χρειαζόσουν περίπου 1,5 εκατομμύριο δραχμές. Είχα μαζέψει 350.000, αυτά μπόρεσα. Αλλά επειδή ήξερα το βιβλίο μπορούσα να κάνω καλές επιλογές βιβλίων. Το βιβλίο είναι χιλιάδες τίτλοι και πρέπει να διαλέξεις τι μπορεί να αρέσει στον κόσμο και τι αξίζει να βάλεις στο βιβλιοπωλείο σου. Εγώ το είχα σπουδάσει το βιβλίο, ώρες ατελείωτες, μόνος μου.

Το όνομα πώς το επιλέξατε;
Ήθελα να το βγάλω «Υπατεία», τη μαθηματικό που την είχανε κάψει στην Αίγυπτο. Ήθελα να το βγάλω «Επίκουρο», αλλά και πάλι κάτι με κρατούσε και το έβγαλα «Το Δέντρο».

Ερχόταν ο κόσμος;
Όχι, δεν ερχόταν ο κόσμος. Να σκεφτείς ότι πελάτη έπιασα τη δεύτερη εβδομάδα. «Το Δέντρο», ό,τι και να λέμε πέρασε δόξες μεγάλες. Δεν τις θυμάμαι αυτές καθόλου. Θυμάμαι την εβδομάδα εκείνη. Ήταν τραγική. Και τότε οικονομικά ήταν σκληρά τα πράγματα, κι εγώ ήμουν 26 και 27 ετών και θα είχα μια καταστροφή που θα ήταν ολική, κι άντε να σηκωθείς. Και δεν ήταν το οικονομικό μόνο, ήταν ότι το όνειρό μου ναυάγησε, αυτό πίστευα.

Τη δεύτερη εβδομάδα λες και κάτι έγινε και έμπαιναν ένας-δυό άνθρωποι την ημέρα. Παρότι φτιάχτηκε με πολύ λίγα χρήματα, αισθητικά ήταν όμορφο, με πολύ σεβασμό φτιαγμένο και αγάπη. Η πρώτη χρονιά ήταν δύσκολη, δραματική. Είχα αποφασίσει ότι αν και τη δεύτερη δεν πήγαινε καλά έπρεπε την τρίτη να το κλείσω γιατί έμπαινα μέσα οικονομικά. Αλλά κατά περίεργο τρόπο, τη δεύτερη χρονιά άρχισε μία άνοδος.

Τότε ποιοι άλλοι ήταν;
Ήταν τριανταεπτά βιβλιοπωλεία, μαζί με τα χωριά. Ήταν όμως και βιβλιοχαρτοπωλεία ενώ το δικό μου ήταν μόνο βιβλιοπωλείο, κι αυτό δεν το δέχτηκε ο κόσμος. Έτσι πρόσθεσα και χαρτοπωλείο και την τέταρτη χρονιά πήρα και το διπλανό μαγαζί. Ήμασταν ήδη παντρεμένοι με την Ευαγγελία που ήταν νηπιαγωγός, κι ερχόταν και με βοηθούσε τ’ απογεύματα.

Εκείνες τις εποχές είχε εξωστρέφεια. Σε συνεργασία που έκανα με τους εκδοτικούς οίκους φέρναμε σημαντικούς συγγραφείς και πηγαίναμε στα σχολεία. Και σιγά-σιγά αρχίσαμε και τις εκδηλώσεις γιατί τον πέμπτο-έκτο χρόνο είχα πάρει και το υπόγειο, ένα μεγάλο χώρο τον οποίο είχα στόχο από την αρχή. Μου λέγανε πια ότι «Το Δέντρο» ήταν το καλύτερο βιβλιοπωλείο στην Ελλάδα.

Οι άλλοι το λέγανε, όχι εγώ. Φέτος που κλείνουμε 35 χρόνια έχουμε κάνει συνολικά γύρω στις 700 εκδηλώσεις, δηλαδή έχουμε μία συμμετοχή στα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου, το λιθαράκι μας, κι εμείς το βάλαμε.

Και το βιβλιοπωλείο της Χειμάρας έχτισε το βιβλιοπωλείο της οδού Σοφούλη!
Ο χώρος άρχισε να με κουράζει. Ήθελα πάντα ένα δικό μου τόπο, κι έτσι όπως περπατούσα μια μέρα είδα εδώ στη Σοφούλη, μπροστά από αυτό το σημείο που ήταν χωράφι, ένα χαρτόνι που έγραφε «Πωλείται». Ήταν ένα οικόπεδο-χωράφι με ένα παλιό, τούρκικο σπίτι στην άκρη. Ήταν το 2.000, έχτισα το μαγαζί το συγκεκριμένο χωρίς δάνεια, για ένα διάστημα είχα και τα δύο, αλλά το 2010, μέσα στην οικονομική κρίση, έκλεισα το βιβλιοπωλείο της Χειμάρας.

Για μία τριετία τότε ήταν τραγικά τα πράγματα, οικονομικά. Βρεθήκαμε σε αδιέξοδο και οικονομικό και ψυχολογικό την εποχή εκείνη και μες την ανασφάλεια πού θα πάμε, τι θα κάνουμε. Είχα οκτώ υπαλλήλους και με πολύ μεγάλη μου λύπη και σε αντίθεση με τις αξίες τις ιδεολογικές που έχω, αναγκάστηκα να τους απολύσω, κράτησα μία τη Μαρία και συνεχίσαμε εδώ.

Οι άνθρωποι με τα βιβλία γίνονται καλύτεροι άνθρωποι; Τι συμπέρασμα βγάλατε εσείς;
Ναι, γίνονται καλύτεροι. Όχι στον βαθμό που λένε, αλλά το βιβλίο σε βοηθάει. Όπως το στομάχι χρειάζεται τροφή και το μυαλό χρειάζεται το βιβλίο. Το θέμα είναι πώς διαβάζουμε και τι διαβάζουμε. Δηλαδή κάθε σπίτι πρέπει να έχει τη βιβλιοθήκη του. Με τη μόνη διαφορά ότι πρέπει να είναι οργανωμένη βιβλιοθήκη. Δεν μπορείς να έχεις μόνο λογοτεχνικά βιβλία.

Υπάρχει κι η φιλοσοφία, κι η ψυχολογία, κι η κοινωνιολογία, οι θετικές επιστήμες. Στην Ελλάδα οι άνθρωποι διαβάζουν περισσότερο λογοτεχνία και δυστυχώς μες στην κρίση διαβάζαμε ελαφριά λογοτεχνία. Όταν σε κυνηγά η ΔΕΗ, σε κυνηγούν Θεοί και Δαίμονες δεν μπορείς να διαβάσεις Παπαδιαμάντη. Πώς να τον διαβάσεις.

Αυτό ήταν καταστροφή για τους εκδοτικούς οίκους. Είχαν επιβιώσει οι μεγάλοι εκδότες και το είδος που επιβίωσε ήταν το best seller με πάρα πολλές σελίδες για ν’ ανεβαίνει και η τιμή και θεματολογία τους έρωτες, τους χωρισμούς, στη σκληρότερή τους μορφή για να τραβούν την προσοχή.

Γιατί μέσα στη δεκαετία της κρίσης επικράτησε η γυναικεία λογοτεχνία;
Γιατί οι άνθρωποι προσπαθούσαν να βρουν παρηγοριά. Πιο μεγάλη δυστυχία από τη δική τους, ίντριγκες, τρίγωνα, όπως και στα σήριαλ. Δεν έχουμε καλή λογοτεχνία πάντως.

Τι διαβάζετε τώρα;
Ήθελα πάντοτε να ξεκινήσω την ιστορία του Ελληνικού Έθνους που είχε βγάλει η Εκδοτική Αθηνών. Ένα μνημειώδες έργο, δεκαεπτά χοντρών τόμων που μόνο που τους έβλεπες τρόμαζες. Εγώ τους θαύμαζα σαν ένα ωραίο πίνακα. Τους άφηνα πάντα για αργότερα γιατί ήταν ένα διάβασμα ζωής.

Διαβάζω εδώ κι έξι μήνες και χρειάζομαι άλλους έξι μήνες για να τους τελειώσω. Ήθελα να διαβάσω άλλα βιβλία και έλεγα όταν πάρω τη σύνταξή μου, και πήρα φέτος τη σύνταξή μου, οπότε λέω «Λευτέρη, ξεκινάμε Εκδοτική Αθηνών»!

Αν δεν γινόσασταν βιβλιοπώλης;
Μπορεί να γινόμουν Ιστορικός.

Διαβάστε ακόμη

Ελευθερία Βασιλειάδη - Άθενα: "Τα προβλήματα των μηχανικών βρίσκονται πέρα και πάνω από τα κόμματα"

Ιάκωβος Γρύλλης: Το ΤΕΕ Δωδεκανήσου χρειάζεται ένα νέο ξεκίνημα

Χατζής (πρόεδρος ΠΟΞ): Ποιότητα δεν σημαίνει μόνο τετράστερα ή πεντάστερα ξενοδοχεία

Δήμαρχος Μεγίστης: «Έχουμε ανάγκη για έναν τουλάχιστον γιατρό γενικής ιατρικής»

Βάιος Καλοπήτας: «Εμείς παλεύουμε για το νησί μας κι εκείνοι παλεύουν για τις καρέκλες τους»

Ο 89χρονος Ροδίτης που έχει 6 παιδιά, 66 εγγόνια και δισέγγονα

Γιάννης Παππάς: «Οι Eυρωεκλογές δεν είναι επίδειξη επαναστατικής γυμναστικής»

Νίκος Παντελής: Ο κωμικός από τη Ρόδο, είναι το πιο «φρέσκο» πρόσωπο της ελληνικής stand-up σκηνής