Νεκτάριος Γιαννούλης: «Τα χρήματα των Αλβανών μένουν πια στη Ρόδο, άλλαξαν τα πράγματα…»!

Νεκτάριος Γιαννούλης: «Τα χρήματα των Αλβανών μένουν πια στη Ρόδο, άλλαξαν τα πράγματα…»!

Νεκτάριος Γιαννούλης: «Τα χρήματα των Αλβανών μένουν πια στη Ρόδο, άλλαξαν τα πράγματα…»!

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 7833 ΦΟΡΕΣ

Ήρθε με τα πόδια το 1993 κι έζησε δουλεύοντας σκληρά όπως όλοι οι Αλβανοί όπου κι αν πήγαν

Συνέντευξη στη Ροδούλα Λουλουδάκη

Τον βλέπω χρόνια, τον ξέρω χρόνια! Να πηγαίνει σφεντόνα από το ένα μαγαζί στο άλλο, να καθαρίζει τις τζαμαρίες, το καλοκαίρι να δουλεύει στα ξενοδοχεία και πάντα να κάνει δυό και τρεις δουλειές. Γιατί όποιος θέλει να δουλέψει στη Ρόδο, βρίσκει. Εκτός από εμάς τους ντόπιους!

Ο Νεκτάριος Γιαννούλης, που βαπτίστηκε Χριστιανός σχεδόν μόλις ήρθε, άλλαξε το όνομά του και πήρε πριν έναν χρόνο την ελληνική ιθαγένεια. Είναι από τους πρώτους Αλβανούς που έφυγαν από την περίκλειστη χώρα μόλις αυτή άνοιξε, μετά την πτώση του Χότζα.

Από εκείνους που μπήκαν από τα σύνορα με τα πόδια, μετά από αμέτρητες ταλαιπωρίες και δούλεψαν, γνώρισαν κόσμο εδώ έγιναν αγαπητοί και καθόλου η ζωή τους δεν διαφέρει πια από του Ροδίτη.
Έτσι τον πέτυχα πάλι, με τον κουβά πάνω στο μηχανάκι να τρέχει και να τα προλαβαίνει, όλα!

«Στη Ρόδο βρίσκομαι από τον Σεπτέμβρη του 1997 και στην Ελλάδα από το 1993, μου λέει. Τα πρώτα τρία χρόνια που μπήκα στην Ελλάδα δούλευα στη Βέροια, σε εποχικές δουλειές.

Είμαστε επτά αδέλφια, μπήκαμε στην Ελλάδα και οι επτά και ήρθαμε στη Ρόδο όλοι. Από το 1990, με την αλλαγή του καθεστώτος του Χότζα, όλοι έφευγαν από την Αλβανία για Ιταλία, για Ελλάδα, όπου έβρισκε ο καθένας.

Εγώ επέλεξα την Ελλάδα, γιατί ήταν πιο εύκολο να έρθω, ήταν πιο κοντά και νωρίτερα είχαν μπει, κι άλλα αδέλφια μου. Μπαίναμε με τα πόδια, σε ομάδες τέσσερα με έξι άτομα! Δεν ήταν εύκολο να μπεις, υπήρχε στρατός που σε γύριζε πίσω.

Ο ένας μου αδελφός το επιχείρησε δέκα φορές για να τα καταφέρει, εγώ δύο. Μας έπιαναν και μας γύριζαν πίσω. Περπατούσαμε μέσα από τα βουνά, κυρίως τον χειμώνα που είχε λιγότερα μπλόκα, μέσα σε κακοκαιρίες και χιόνια, παίρνοντας μαζί μας μόνο μια μικρή τσάντα με λίγο ψωμί, φέτα, ελιές, λίγο νερό και ένα κομμάτι νάιλον για τη βροχή.

Κοιμόμασταν την ημέρα και περπατούσαμε τη νύχτα. Θυμάμαι ότι από το πολύ κρύο μια φορά, έκλαψα. Είχαμε αποκλειστεί πάνω σ’ ένα βουνό με χιόνια και δεν μπορούσαμε να βρούμε τον δρόμο. Έτρεμε το πηγούνι μου, δεν ήξερα τι να κάνω. Φλώρινα, Νάουσα, Βέροια…

Και μετά να σε πιάνουν, να σε κρατάνε μέχρι να πιάσουν κι άλλους, να γεμίζουν ένα λεωφορείο και να σε γυρίζουν πίσω. Πέντε μέρες που περπατούσες ασταμάτητα πήγαιναν χαμένες. Όταν φτάνεις στον προορισμό σου, καμιά φορά τα ξεχνάς, αλλά αυτά δεν ξεχνιούνται».

Πώς ήταν μέχρι τότε η ζωή στην Αλβανία;
Μετά τον Χότζα μάθαμε τι υπήρχε έξω, στα άλλα κράτη. Μέχρι τότε, η τηλεόραση έκανε μία προπαγάνδα που έλεγε ότι εμείς είμαστε καλά και αλλού υπήρχαν και χειρότερα. Το πιστεύαμε! Όταν έπεσε το καθεστώς, καταλάβαμε ότι δεν ήταν έτσι. Και τότε, ο καθένας ήθελε να δοκιμάσει την τύχη του και πήρε τον δρόμο του, κυρίως οι νέοι άνθρωποι.

Εγώ και τα αδέλφια μου ξεκινήσαμε από την πόλη Μπεράτ, μία αρχαία πόλη, στην οποία οι άνθρωποι ασχολούνταν με τη γη. Τα πρώτα χρόνια, καθόμουν τρεις μήνες στη Βέροια, δούλευα στα ροδάκινα, τα μήλα, τα αχλάδια και όταν τελείωνε η δουλειά, γύριζα στην Αλβανία. Ξανά με τα πόδια.

Στη Ρόδο τι βρήκατε όταν ήρθατε;
Η Ρόδος ήταν πολύ ωραία, όλα ήταν ωραία. Δεν είχαμε ακόμα άδεια παραμονής μέχρι το 1998 που αποφάσισε το ελληνικό κράτος να μας δώσει. Είχαμε τον φόβο. Επειδή ήμασταν από την Αλβανία μας θεωρούσαν μουσουλμάνους.

Εμείς, όμως, δεν είχαμε θρησκεία, δεν λειτουργούσε κάποιο θρήσκευμα. Δουλειά βρήκαμε αμέσως. Ο ένας αδελφός μου ως σερβιτόρος και οι υπόλοιποι στην εταιρεία του Σάββα Γεραβέλη, που έκανε δημόσια έργα. Έσκαβε τους δρόμους κι έβαζε σωλήνες αποχέτευσης.

Λένε ότι οι Αλβανοί ήρθατε στην Ελλάδα και ρίξατε τα μεροκάματα!
Είναι και λογικό. Ρίξαμε τα μεροκάματα, γιατί είχαμε ανάγκη να δουλέψουμε και πηγαίναμε με λιγότερα χρήματα. Όταν ο ντόπιος έπαιρνε, ας πούμε, 50 ευρώ μεροκάματο σημερινά λεφτά, κι εμείς πηγαίναμε και με 30 ευρώ…

Όπως γίνεται τα τελευταία χρόνια με τους Πακιστανούς που πάνε για δουλειά με 15 και 20 ευρώ. Μπορεί να ήταν κακό για τους ντόπιους, αλλά η ανάγκη σε κάνει να πας.

Υπάρχει η φήμη ότι είσαστε δουλευταράδες. Είστε κιόλας;
Είμαστε, κι έχουμε κάνει τις πιο δύσκολες δουλειές και με λίγα λεφτά. Εγώ θυμάμαι ότι τότε που δούλευα με το Σάββα Γεραβέλη που σκάβαμε και βάζαμε σωλήνες μέσα στον δρόμο για την αποχέτευση, την ύδρευση, τα όμβρια… σκάβαμε μέχρι έξι μέτρα βάθος και φάρδος ούτε ένα μέτρο.

Κι όταν μας έβλεπε κάποιος από πάνω έλεγε «πώς είναι δυνατόν… Με πενήντα χιλιάρικα δεν μπαίνω μέσα…», κι εμείς μπαίναμε μέσα με επτάμιση χιλιάρικα. Η ανάγκη… Όμως ήμασταν τυχεροί που η Ρόδος είχε πολλή δουλειά και είχε και για εμάς που ήρθαμε εδώ και μάθαμε και τέχνες… Λίγοι ήταν μαστόροι από πριν. Οι περισσότεροι γίναμε εδώ. Ή γυψοσανιδάδες, ή σοβατζήδες… «Ξέρεις αυτό…;», « ξέρω…», έλεγες. Και μάθαινες. Γι αυτό βλέπεις τώρα πολλούς συμπατριώτες μου να πηγαίνουν πολύ καλά και να έχουν επιχειρήσεις στις οποίες δουλεύουν πολλά άτομα.

Ισχύει ότι οι Αλβανοί εργάζονται εδώ και φεύγουν και παίρνουν τα λεφτά τους στην Αλβανία;
Μέχρι πριν λίγα χρόνια αυτή ήταν η νοοτροπία, γινόταν αυτό. Παίρνω τα λεφτά, και χτίζω εκεί ένα σπίτι για να πάω πίσω. Αυτός ήταν και ο σκοπός. Όμως, το μετανιώσαν. Έφτιαξαν το σπίτι εκεί, αλλά μεγαλώσανε τα παιδιά τους εδώ, σπουδάζουν εδώ, δεν τους παίρνει πια να πάνε πίσω. Κάποιοι πούλησαν το σπίτι εκεί και πήρανε σπίτι εδώ.

Λογικό ήταν. Την περίοδο του κορωνοιού, πολλοί Αλβανοί έφυγαν. Τώρα που πήραν χαρτιά ελληνικής ιθαγένειας, μπορούν να πάνε όπου θέλουν, όχι μόνο στην Ευρώπη. Πάνε Καναδά, Αμερική… Αλλά ειδικά Γερμανία έχουνε πάει πολλοί.

Πόσο δύσκολο είναι να πάρει κάποιος ελληνική ιθαγένεια;
Τώρα την ιθαγένεια την παίρνεις σε λιγότερα χρόνια, αλλά είναι πολύ δύσκολο να πάρεις πιστοποιητικό ελληνομάθειας. Διαβάζεις σαν να δίνεις πανελλήνιες. Είναι μεγάλος ο βαθμός δυσκολίας. Δίνουν ογδόντα άτομα και περνάνε πέντε!

Εσύ πέρασες;
Ναι και εδώ και έναν χρόνο είμαι Έλληνας πολίτης. Βέβαια δεν μπορώ να ξεχάσω την Αλβανία. Εκεί ζουν οι γονείς μου. Έρχονται κι εκείνοι καμιά φορά, πάμε κι εμείς για διακοπές. Αλλά όπου ζεις είναι πατρίς.

Αλβανικά μαθαίνετε στα παιδιά σας;
Εγώ του γιου μου που είναι εννιά χρονών του μιλάω. Οι περισσότεροι τους μιλάνε.

Αδικημένος λαός, όπως όλοι οι Βαλκάνιοι!
Πολύ αδικημένος. Αυτά τα χρόνια να μην ξαναέρθουν ποτέ. Πολύ κακές συνθήκες. Δούλευες για το κράτος στα χωράφια, σε συνθήκες μηδέν. Δεν είχες μπότες, δεν είχες κάλτσες. Έπλεκαν κάτι οι γυναίκες για να φορέσουμε…

Μεικτοί γάμοι έχουν γίνει;
Έγιναν, αλλά όσο καλός κι αν ήσουν λέγανε « Αλβανός είναι…»! Δυστυχώς, παντού υπάρχει. Εγώ το 1997 πήρα βίζα και άλλαξα το όνομά μου. Το 1996 γνώρισε ο αδελφός μου κάποιον, ο οποίος μας βάπτισε χριστιανούς Ορθόδοξους και μάλιστα το «Νεκτάριος» είναι το όνομα του παιδιού του νονού μου το οποίο πέθανε όταν ήταν τριών μηνών. Μου λέει «αν έχεις σκοπό ν’ αλλάξεις το όνομά σου, πάρε του παιδιού μου σε παρακαλώ». Και το πήρα.

Διαβάστε ακόμη

Ελευθερία Βασιλειάδη - Άθενα: "Τα προβλήματα των μηχανικών βρίσκονται πέρα και πάνω από τα κόμματα"

Ιάκωβος Γρύλλης: Το ΤΕΕ Δωδεκανήσου χρειάζεται ένα νέο ξεκίνημα

Χατζής (πρόεδρος ΠΟΞ): Ποιότητα δεν σημαίνει μόνο τετράστερα ή πεντάστερα ξενοδοχεία

Δήμαρχος Μεγίστης: «Έχουμε ανάγκη για έναν τουλάχιστον γιατρό γενικής ιατρικής»

Βάιος Καλοπήτας: «Εμείς παλεύουμε για το νησί μας κι εκείνοι παλεύουν για τις καρέκλες τους»

Ο 89χρονος Ροδίτης που έχει 6 παιδιά, 66 εγγόνια και δισέγγονα

Γιάννης Παππάς: «Οι Eυρωεκλογές δεν είναι επίδειξη επαναστατικής γυμναστικής»

Νίκος Παντελής: Ο κωμικός από τη Ρόδο, είναι το πιο «φρέσκο» πρόσωπο της ελληνικής stand-up σκηνής