Μανώλης Κασσώτης: Η ιστορία του Καρπάθιου μετανάστη Γιάννη Κοκκινίδη (1901-2003)

Μανώλης Κασσώτης: Η ιστορία του Καρπάθιου μετανάστη Γιάννη Κοκκινίδη (1901-2003)

Μανώλης Κασσώτης: Η ιστορία του Καρπάθιου μετανάστη Γιάννη Κοκκινίδη (1901-2003)

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 873 ΦΟΡΕΣ

Γράφει ο
Μανώλης Κασσώτης
στα «Καρπαθιακά Νέα»

 

Η Κάρπαθος στις αρχές του περασμένου αιώνα μέσα από τα μάτια ενός παιδιού.

Με την ευκαιρία οργάνωσης μεταπτυχιακών μαθημάτων Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών στην Κάρπαθο (6-12 Νοεμβρίου) θεωρούμε επίκαιρο να παρουσιάσουμε την Κάρπαθο στις αρχές του περασμένου αιώνα μέσα από τα μάτια ενός παιδιού.

Ένας από τους πιο πετυχημένους Καρπάθιους επιστήμονες και επιχειρηματίες της Αμερικής υπήρξε ο Γιάννης Κοκκινίδης, που γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1901 στο Όθος της Καρπάθου.

Τον Σεπτέμβρη του 1918 πήγε στην Αθήνα, κοντά στον θείο του Γεώργιο Πρωτόπαπα, για δουλειά και σπουδές και στις 13 Δεκεμβρίου 1920 ξεκίνησε για την Αμερική, με το υπερωκεάνιο «Μεγάλη Ελλάς». Μετά από τρεις εβδομάδες μέσα στον Ατλαντικό, έφτασε στην Νέα Υόρκη, πέρασε από το Ellis Island και στις 21 Ιανουαρίου 1921, μόνος και απροστάτευτος, «πάτησε» το πόδι του στην Αμερική.

Στη χώρα των μεγάλων ευκαιριών, ο Κοκκινίδης, μαζί με τις μικρές του αποσκευές, κουβάλησε και τις μεγάλες του φιλοδοξίες για επιτυχία και καθιέρωση. Άνθρωπος άκαμπτης θέλησης, αγωνίστηκε, όχι απλά για επιβίωση, αλλά για στόχους υψηλούς, από τους οποίους ποτέ δεν παρέκκλινε. Και τους πέτυχε!

Από το Όθος της Καρπάθου έφυγε γεμάτος όνειρα
Από το Όθος της Καρπάθου έφυγε γεμάτος όνειρα

Ήταν ο πρώτος Έλληνας που φοίτησε στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πανεπιστημίου Columbia κι όταν αποφοίτησε λάμπρυνε το πτυχίο του, καθώς αναδείχθηκε σ’ έναν από τους πλέον επιτυχημένους αρχιτέκτονες της Αμερικής. Τη Νέα Υόρκη κι άλλες πόλεις της Αμερικής κοσμούν δικά του δημιουργήματα, δείγματα υψηλής αρχιτεκτονικής, αισθητικής και κάλλους.

Παράλληλα, με τις επιτυχίες του, ο Κοκκινίδης παρουσίασε πλούσια φιλανθρωπική δράση: μεταξύ των άλλων, δημιούργησε φιλανθρωπικό ίδρυμα και έδωσε αρκετές υποτροφίες σε Καρπάθιους φοιτητές.

Το 2003, πλήρης ημερών, πέθανε στο Palm Beach FL, φρόντισε όμως προτού αφήσει την τελευταία του πνοή να γράψει τα απομνημονεύματα της ζωής του (My Story).

Μεταξύ των άλλων περιγράφει τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο νησί. Στην ελεύθερη μετάφραση και στις παρεμβάσεις που κάμαμε, κρατήσαμε το πρώτο πρόσωπο και προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε το ύφος του συγγραφέα, αλλά και να το προσαρμόσουμε (γλωσσικά) στο αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθυνόμαστε.

Μέσα από τα μάτια ενός παιδιού βλέπουμε πώς ήταν η ζωή στην Κάρπαθο στις αρχές του 20ου αιώνα.

... και αφού τα πραγματοποίησε, άφησε την τελευταία του πνοή στο Palm Beach
... και αφού τα πραγματοποίησε, άφησε την τελευταία του πνοή στο Palm Beach

Όμως το συγκινητικό και πλέον ενδιαφέρον αυτής της «εκ βαθέων» εξομολόγησης, είναι η διαπίστωση πως το παιδί που έφτασε κάποτε στην Αμερική, φτωχό και αβοήθητο (θεωρητικά), θωρακισμένο στην πραγματικότητα με τις αρχές και τις αξίες που εμφύσησε η πληρότητα της αληθινής αγάπης που βίωσε στο χωριό του από τους αμέσους συγγενείς του, αυτό το παιδί δεν «πέθανε» ποτέ μέσα στην ψυχή του Κοκκινίδη.

Ο κατοπινός λαμπρός αρχιτέκτονας, κράτησε μέσα του την παιδικότητά του, μ’ όλη της την αθωότητα, την χωρίς συμπλέγματα ειλικρίνειά του, που του επέτρεψε να περιγράψει τις συνθήκες ζωής και το περιβάλλον, ακριβώς όπως ήταν την εποχή εκείνη κι έτσι να γίνει – για εμάς – πηγή πολύτιμων λαογραφικών πληροφοριών.

Μια δεύτερη, όμως, «βαθύτερη» ματιά στις εξομολογήσεις αυτές αποκαλύπτει τη «μακρόσυρτη» νοσταλγία ενός ανθρώπου που αγάπησε τον τόπο και τους δικούς του τόσο πολύ, που ο ξεριζωμός του από το αγαπημένο περιβάλλον, δημιούργησε και διατήρησε μέσα του κρυφή κι ανεπούλωτη πληγή. Όλα, όσα αγάπησε, έμειναν μέσα στην ψυχή του ζωντανά, «φρέσκα» και παλλόμενα μαζί με τους κτύπους της καρδιάς, στις εξάρσεις της νοσταλγίας.

Γι’ αυτό η αφήγησή του έχει τόση αμεσότητα, έτσι που θαρρείς πως μυρίζεις το μελισσοκέρι και το άρωμα του φουρνισμένου ψωμιού και πως ακούς τη «καταδραή» των ζώων στον αχερώνα.

Το σπίτι
«Το σπίτι μας, που ήταν κτισμένο από πέτρες και λάσπη και σοβατισμένο με ασβέστη, θα ήταν πάνω από εκατό χρονών. Δεν είχε ντουλάπες, εκτός από ένα σεντούκι που βάζαμε τα ρούχα μας. Το σπίτι δεν είχε τρεχούμενο νερό. Με πήλινες στάμνες, παίρναμε νερό από τη μοναδική πηγή του χωριού, κάτω από την εκκλησία. Δεν υπήρχε αποχέτευση ούτε και εξωτερικό αποχωρητήριο, αρκούσε κάποιο μέρος, που δεν το ‘φτανε μάτι ανθρώπου.

Το «μεγάλο σπίτι» είχε μία πόρτα με δύο μικρά παράθυρα και το δάπεδο ήταν σκεπασμένο με λεπτό χαλίκι ανακατεμένο με γύψο. Τα στρώματα του ύπνου ήταν στρωμένα στον σοφά, πάνω από τον αποκρήατο, που χρησίμευε και για αποθήκη. Το πάτωμα του «μικρού σπιτιού» ήταν φτιαγμένο από πηλό επιστρωμένο από πρασινωπό μείγμα φτιαγμένο από τις βουτσές των βοδιών. Η γιαγιά μου συνήθιζε να λέγει ότι ήταν «υγιεινό και μύριζε καλά».

Υπήρχε ακόμη ένας αχερώνας για τα ζώα (τέσσαρες προβατίνες, μια κατσίκα, ένας – δύο γάιδαροι, ένας χοίρος, αρκετές κότες) και τόπος για τα άχερα, την τροφή των ζώων. Μέσα στον αχερώνα οι κότες έφτιαχναν τη κασσά τους για να γεννούν τα αυγά τους. Δίπλα στο χώρο που στάβλιζαν τα ζώα, είχαμε ένα φούρνο, που κάθε Σάββατο φουρνίζαμε τα ψωμιά.

Στην μια άκρη του φούρνου υπήρχε ένα μικρό βαθούλωμα όπου μαζευόταν η στάχτη. Μια φορά τον μήνα, η μητέρα μου με έβαζε μέσα στον φούρνο να μαζέψω τη στάχτη για την μπουγάδα. Στο νησί δεν υπήρχε ηλεκτρισμός, μόνο λάμπες πετρελαίου και κεριά από ντόπιο μελισσοκέρι».

Το σχολείο
«Το σχολείο του χωριού “πήγαινε” μέχρι την τετάρτη τάξη, καμιά φορά μέχρι και την εβδόμη. Οι πρώτες τέσσαρες τάξεις είχαν ένα δάσκαλο σε ξεχωριστό δωμάτιο. Ο δάσκαλος (ποτέ δεν είχαμε δασκάλα) πληρωνόταν από τους γονείς των μαθητών. Το σχολείο δεν διέθετε νερό, αποχωρητήρια, γυμναστήριο, βιβλία, και σχολική ύλη. Για φωτισμό είχε ένα παράθυρο για να μπαίνει το φως της ημέρας.

Ο κάθε μαθητής αγόραζε τα βιβλία, τα τετράδια, τις πένες, τα μολύβια και μερικές φορές και τις κιμωλίες. Υπήρχε ένα τραπέζι και μία καρέκλα για τον δάσκαλο, σκαμνιά για τα παιδιά, και ένας μαυροπίνακας. Στους τοίχους υπήρχαν μερικές εικόνες από τη Βίβλο.

Ο δάσκαλος είχε απόλυτη εξουσία μέσα στην τάξη και η πειθαρχία ήταν αδιαπραγμάτευτη: κανένας μέσα στο χωριό δεν αμφισβητούσε τα διδασκαλικά του δικαιώματα. Ο Κυριακάτικος εκκλησιασμός θεωρείτο απαραίτητος για μικρούς και μεγάλους. Τον μόνο παπά που γνώρισα ήταν ο παπά -Σταυράκης, που ήταν και ο παπουτσής του χωριού. Μόλις άρχισα να διαβάζω, έμαθα και πότε γεννήθηκα.

Εσωτερικά στο σκέπασμα του μπαούλου, και κάτω από την ημερομηνία γέννησης της αδελφής μου, ο πατέρας μου είχε γράψει: “Σήμερα, Τρίτη, 7:00 .μ., 15 Οκτωβρίου 1901 (Ιουλιανού ημερολογίου), γεννήθηκε ο υιός μου Ιωάννης σε καλή και ευλογημένη ώρα”».

Η οικογένεια
«Όπως ήταν καθιερωμένο από τα παλιά, κάθε άνοιξη έφευγαν οι κτίστες και οι μαραγκοί του νησιού και γύριζαν τον Οκτώβρη. Μαζί με τους πιο μεγάλους τους γιους και άλλους συγγενείς, πήγαιναν στο Αϊδίνι και σε άλλα μέρη της Τουρκίας, να δουλέψουν, να εξασφαλίσουν συμπληρωματικό εισόδημα για να τα βγάλουν πέρα.

Μόλις άρχιζαν οι βροχές επέστρεφαν στο νησί, να σπείρουν τα χωράφια τους και να ξεχειμωνιάσουν. Το ίδιο έκαμνε και ο πατέρας μου, όμως αυτή τη χρονιά έφυγε, αμέσως μετά το Πάσχα, για την Αίγυπτο.

Ήμουν μόλις πέντε μηνών, ήταν η τελευταία φορά που τον “είδα”, και στη συνέχεια δεν τον γνώρισα, ούτε κι από την φωτογραφία. Έφυγε πικραμένος από την Κάρπαθο, για κάποια κληρονομική διαφορά που είχε με τον αδελφό του.

Ο Γιάννης, ο πατέρας της μητέρας μου, ορφάνεψε μικρός και τον μεγάλωσε η θεία του η Φραγκουλιά, που είχε κληρονομήσει μεγάλη κτηματική περιουσία και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στο χωριό, αν και παράμεινε υφάντρια σε όλη της τη ζωή. Η Φραγκουλιά έδωσε μεγάλη σημασία στη μόρφωση του ανεψιού της (πάππους μου).

Με τις προσπάθειές της εξελέγη δήμαρχος του χωριού και διορίστηκε γραμματέας στη Μητρόπολη, σε μικρή ηλικία. Παντρεύτηκε τη γιαγιά μου την Ερνιά και από τον γάμο τους απέκτησαν τρία παιδιά την Άννα, τον Γιώργο και τη μητέρα μου τη Φραγκουλιά, την πιο μικρή.

Σε ηλικία 26 ετών, όταν ακόμη ήταν δήμαρχος στο Όθος και καθόταν στο καφενείο με την παρέα του, κάποιος ανισόρροπος τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε στο χέρι.

Στο νησί δεν υπήρχε γιατρός και μέχρι να έλθει από την Κάσο έπαθε γάγγραινα και πέθανε, αφήνοντας τρία μικρά παιδιά ορφανά. Η Ερνιά, η γιαγιά μου, αντιμετώπισε τα προβλήματα όσο καλύτερα μπορούσε. Πάντρεψε την θεία μου την Άννα στα 12 της, το ίδιο και τη μητέρα μου, που της έδωσε κάποιον από καλή οικογένεια με τα διπλά της όμως, χρόνια.

Προτού κλείσει χρόνος σκοτώθηκε ο άνδρας της μητέρας μου από δυστύχημα, ενώ ψάρευε. Μόλις η χήρα έκλεισε τα 15, την πάντρεψαν με τον Μηνά, τον πατέρα μου, 12 χρόνια μεγαλύτερό της».

Δύσκολα χρόνια
«Η μητέρα μου, η αδελφή μου, η γιαγιά Ερνιά και η προγιαγιά μου δεν είχαν καμιά οικονομική ευχέρεια. Το λίγο λάδι από τα ελαιόδεντρά μας, γύρω στα 800 λίτρα, κρασί από τα αμπέλια μας και τα λίγα δημητριακά από την ενοικίαση των χωραφιών μας δεν ήταν αρκετά για να ζήσουμε, όση οικονομία κι αν κάνανε.

Η διατροφή μας περιλάμβανε κρέας οκτώ φορές τον χρόνο και ψάρι τέσσαρες. Πολύ σπάνια αυγά, εκτός από το Πάσχα και γάλα από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Μάιο. Συντηρούμαστε κυρίως από χόρτα, όσπρια και πατάτες.

Είχαμε αρκετές σταφίδες και ξερά σύκα και το καλοκαίρι φρούτα. Για τα σχολικά μου έξοδα και τα εισαγόμενα είδη όπως ρύζι, ζάχαρη, καφέ, αλεύρι και υφάσματα (η θεία Άννα ήταν καλή μοδίστρα) δανειζόμασταν από τον Σολομών (Εβραίο έμπορο που, με τη γυναίκα του Ρεβέκκα, είχε μαγαζί στο χωριό), βάζοντας ενέχυρο την περιουσία του πατέρα μου. Πολλές φορές έβλεπα τη μητέρα μου να κλαίει, ιδιαίτερα όταν έφτανε ο καιρός να πληρώσει το σχολείο μου.

Μεγάλωσα μεταξύ γυναικών -τη μητέρα μου, τη θεία μου, τη γιαγιά μου και την αδελφή μου. Αισθανόμουνα την μεγάλη αγάπη που ένιωθαν για μένα και ποτέ στη ζωή μου δεν στέρεψε η ευγνωμοσύνη και η αγάπη μου γι’ αυτές.

Την αίσθηση τιμής και αξιοπρέπειας που απέκτησα τη χρωστώ στη μητέρα μου και στη θεία Άννα. Και τις αξίες μου για τη ζωή και τον άνθρωπο, αυτές τις διαμόρφωσαν. Πάντοτε αισθανόμουν την παρουσία τους κοντά μου, ακόμη και τώρα, είναι στη σκέψη μου.

Όταν έγινα 12 χρονών, η αδελφή μου παντρεύτηκε και, σύμφωνα με το τοπικό έθιμο, έπρεπε να πάρει όλη την περιουσία της μητέρας μου, ακόμη και το σπίτι που μέναμε. Από εκείνη τη μέρα, η μητέρα μου, η γιαγιά μου κι εγώ περιοριστήκαμε σ’ ένα μέρος του σπιτιού και η ζωή μας έγινε ακόμη πιο δύσκολη».

Στο σχολείο
«Τα πρώτα επτά χρόνια πήγα στο σχολείο του χωριού μου και τα πέρασα με διαφορετικό δάσκαλο κάθε χρόνο. Σχεδόν πάντοτε ήμουν μεταξύ των τριών πρώτων. (Ο Αριστοτέλης Σταυράκης ήταν πάντα πρώτος). Τις Κυριακές, στην εκκλησία, βοηθούσα τον ψάλτη, έλεγα το “Πιστεύω” και συχνά διάβαζα τον Απόστολο.

Αιτία για το ενδιαφέρον μου για τα βιβλία, ήταν ένας τυφλός, ο οποίος αγόραζε βιβλία, κυρίως μυθιστορήματα, και τα έφερνε στο σπίτι μας να του τα διαβάσει η αδελφή μου. Καθίζαμε γύρω από το τζάκι και με πολύ ενδιαφέρον, παρακολουθούσαμε την εξέλιξη της ιστορίας.

Την επόμενη μέρα όταν οι άλλοι κοιμόντουσαν, εγώ διάβαζα τη συνέχεια, απ’ εκεί που είχε σταματήσει η αδελφή μου. Η μητέρα μου δεν το ενέκρινε, γιατί φοβόταν μήπως επηρεαστούν οι αρχές μου. Ένα από τα βιβλία που διάβασα, όταν ακόμη ήμουν δέκα ετών, ήταν “Οι Άθλιοι” του Victor Hugo.

Τις περισσότερες φορές, εκτός τις Κυριακές, τις γιορτές και τις κρύες μέρες του χειμώνα, σαν όλα τα παιδιά του χωριού, ήμουν ξυπόλυτος. Όταν πηγαίναμε για επίσκεψη στα γύρω χωριά, κρατούσα τα παπούτσια μου στο χέρι και τα έβαζα μόλις φθάναμε κοντά στο σπίτι που θα επισκεπτόμασταν. Στην επιστροφή γινόταν το αντίθετο. Όταν έφτασα στην ογδόη τάξη έπρεπε να πάω στο Απέρι, πέντε χιλιόμετρα από το Όθος.

Μαζί με άλλα δύο αγόρια κάναμε τη διαδρομή, με βροχή ή με λιακάδα. Μέσα σε ένα καλαθάκι η μητέρα μου έβαζε μία φέτα ψωμί κι ένα φλιτζάνι με ένα τηγανητό αυγό που έπλεε μέσα στο λάδι κι αυτό ήταν το μεσημεριανό μου φαγητό. Μερικές φορές μου έδινε μία πεντάρα να αγοράσω μερικές σαρδέλες από τον μπακάλη του χωριού.

Μια φέτα ψωμί και κρύο νερό από την πηγή του χωριού συμπλήρωνε το γεύμα μου.
Στο μεσημεριανό διάλειμμα παίρναμε τα καλαθάκια μας και πηγαίναμε πίσω από το ιερό της εκκλησίας, που ήταν δίπλα στο σχολείο, για να φάμε το φαγητό μας. Μέχρι να έλθει το μεσημέρι, αφήναμε τα καλαθάκια στο πρεβάζι του παραθυριού.

Αυτό δεν εμπόδιζε τα μερμήγκια, που ήθελαν να δοκιμάσουν το φαγητό μας να φτάνουν σ’ αυτό, με αποτέλεσμα, καμιά δεκαριά, να πέφτουν μέσα στο λάδι και να πνίγονται. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή, παρά να γίνουν κι αυτά μέρος του φαγητού μου. Ευτυχώς δεν πείραζαν την υγεία μου, ίσως να την ωφελούσαν κιόλας».

Έρχεται πόλεμος
«Το καλοκαίρι του 1915, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, που στο μεταξύ είχε επεκταθεί και στην Ανατολική Μεσόγειο, έκλεισε τα σχολεία του νησιού. Μερικοί γονείς προσλάβανε ένα φοιτητή της νομικής – πρόσφυγα από την Τουρκία – για να κάνει μάθημα στα παιδιά και να μη γυρίζουν άσκοπα μέσα στους δρόμους.

Ο δάσκαλος ήταν ένας ευχάριστος τύπος που έπαιζε και καλή τσαμπούνα. (Πολλές φορές, μέσα στην ησυχία της σεληνόφωτης νύκτας, το χωριό απολάμβανε τη μελωδία της). Ο κάθε μαθητής έπρεπε να φέρνει στο σχολείο και το σκαμνί του.

Ο νεαρός δάσκαλος, μέσα σ’ ένα κατέλυμα, κρέμασε ένα άδειο τενεκέ του πετρελαίου, που στο κάτω μέρος πρόσθεσε ένα ραντιστήρι, για να κάνει ντους. Ο καθένας μας, με τη σειρά του, έφερνε νερό από την πηγή για να γεμίζει τον τενεκέ, κάθε φορά που ο δάσκαλος ήθελε να κάνει μπάνιο.

Από το Μάη του 1916 μέχρι τον Οκτώβρη του 1918 δεν πήγα στο σχολείο. Περνούσα τον καιρό μου, σκάβοντας και καλλιεργώντας τον κήπο και τ’ αμπέλια μας και φρόντιζα τα οικόσιτα ζώα μας.

Έμαθα να αρμέγω την κατσίκα και τις προβατίνες και να καβαλικεύω τα γαϊδούρια σαμαρωμένα ή ασαμάρωτα. Στην κατάλληλη εποχή του χρόνου βοηθούσα στο μάζεμα και στο πάτημα των σταφυλιών. Είχαμε πραγματικά, εξαιρετικής ποιότητας σταφύλια και σύκα.

Η εμφάνιση γερμανικών υποβρυχίων στην Ανατολική Μεσόγειο δημιούργησε έλλειψη τροφίμων και άλλων αναγκαίων αγαθών. Ο γανωματής του χωριού, για να εξοικονομήσει τα αναγκαία για την οικογένεια του, αποφάσισε να πάει στον Αφιάρτη, όπου οι τσοπάνηδες, για να βράσουν το γάλα τους, χρησιμοποιούσαν μπρούτζινα καζάνια, που κάθε δύο-τρία χρόνια χρειαζόντουσαν γάνωμα.

Στα 15 μου, με πήρε μαζί του για να τρίβω και να καθαρίζω το εσωτερικό των καζανιών. Τα έπαιρνα στην κοίτη ενός ξεροπόταμου και με λεπτό χαλίκι, άμμο και νερό τα έτριβα με τα χέρια και τα πόδια, να τα ετοιμάσω για τον γανωματή.

Οι τσοπάνηδες μας πρόσφεραν στέγη στους στάβλους τους. Κοιμόμασταν στο πάτωμα πάνω σ’ ένα αχυρένιο στρώμα με μία κουβέρτα για σκέπασμα. Το μόνο φαγητό που μας πρόσφεραν, ήταν ζεστό γάλα με λίγο αλάτι και μελαζένιο ψωμί, τρεις φορές την ημέρα.

Κάθε βδομάδα, μέναμε στον Αφιάρτη τρεις-τέσσαρες μέρες προτού επιστρέψουμε στο χωριό. Για πληρωμή οι τσοπάνηδες έδιναν στον γανωτζή μέλαζη και τυρί για την οικογένειά του. Ποτέ δεν έμαθα ποια ήταν η δική μου πληρωμή, γιατί αυτό το κανόνιζε η μητέρα μου με τον... εργοδότη μου.»

Ανταλλαγή
«Αργότερα, τον ίδιο χρόνο, η μητέρα μου κι εγώ με δύο γαϊδούρια πήγαμε στον Αφιάρτη για να συναντήσουμε ένα-δύο γνωστούς μας τσοπάνηδες. Πήραμε μαζί μας τρεις-τέσσερις τενεκέδες λάδι για να το ανταλλάξουμε με τραχανά και τυρί. Αργά το βράδυ, μόλις ετοίμασαν οι τσοπάνηδες τον τραχανά, ξεκίνησα με τον πιο μεγάλο γάιδαρο από τον Αφιάρτη για το χωριό.

Η διαδρομή θα κρατούσε πέντε ώρες και θα έφτανα στο Όθος, όταν όλοι θα κοιμούνταν κι έτσι δεν θα ‘βλεπαν εμένα και το πολύτιμο φορτίο μου. Η μητέρα μου θα ερχόταν την άλλη μέρα με τον άλλο γάιδαρο.

Το μονοπάτι ήταν στενό και ελικοειδές, περνούσε μέσα από απότομα βουνά και έπρεπε να προσέχω, ιδιαίτερα τη νύχτα. Ευτυχώς ήταν πανσέληνος. Στην κορφή του βουνού σταμάτησε ο γάιδαρος και αρνιόταν να προχωρήσει γιατί δεν υπέφερε την κάψα από τον ζεστό ακόμη τραχανά.

Στην απελπισία μου, φορτώθηκα εγώ τον τραχανά και μόνο τότε ξεκίνησε ο γάιδαρος. Μόλις φτάσαμε στον ίσιο δρόμο, ξαναφόρτωσα τον τραχανά στον γάιδαρο και κάποτε, περασμένα μεσάνυκτα, φτάσαμε στο χωριό.

Επικρατούσε ησυχία, όλοι κοιμόντουσαν, εκτός της αδελφής μου που ξαγρυπνούσε και με περίμενε. Χωρίς να χάσουμε καιρό ξεφορτώσαμε τον γάιδαρο. Πρώτη μας δουλειά ήταν να πάρουμε τη σακούλα με τον τραχανά κάτω από ένα ελαιόδεντρο. Έσκαψα ένα βαθύ λάκκο, σκέπασα την σακούλα με καναβάτσο και τον έθαψα.

Μετά από δύο μέρες, η αδελφή μου έκρινε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος να πάρει είδηση η γειτονιά. Ξεθάψαμε τον τραχανά και τον φέραμε στο σπίτι. Με τέτοιες προσπάθειες και τρόπους, προσπαθούσαμε να επιβιώσουμε.

Η οικονομική κατάσταση της μητέρας μου δεν επέτρεπε να συνεχίσω το σχολείο στο Γυμνάσιο, στη Ρόδο. Έτσι, όταν οι πρώην συμμαθητές μου γύρισαν το καλοκαίρι από τη Ρόδο, καλοντυμένοι με πουκάμισο, γραβάτα και καπέλο, γινόντουσαν δεκτοί ως τακτικοί πελάτες στο καφενείο του χωριού. Εγώ, ξυπόλυτος με πρόχειρα ρούχα, δεν είχα τα προσόντα να γίνω δεκτός. Ήταν η μεγαλύτερη ταπείνωση που ένιωσα στη ζωή μου.

Έξι χρόνια αργότερα, όταν έγινα δεκτός στο Columbia της Νέας Υόρκης, μου έφυγε το αίσθημα της πίκρας και της ταπείνωσης που ένιωσα τότε».

Γιατροσόφια
«Η γιαγιά μου φρόντιζε ιδιαίτερα την υγεία μου, γιατί συχνά πρησκόντουσαν οι αμυγδαλές μου. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ζητούσε τη βοήθεια της Σταματούλας, μιας γριάς γειτόνισσας, που στις δύσκολες περιπτώσεις ξεγεννούσε τις γυναίκες του χωριού. Είχε βγάλει φήμη στο γιάτρεμα μικρών τραυμάτων και ιδιαίτερα πρησμένων αμυγδαλών.

Αυτή, πάντοτε, κρατούσε, μέσα σ’ έναν κόμπο στην άκρη του τσεμπεριού της, ψιλοκοπανισμένο κάρβουνο ανακατεμένο με κονιορτοποιημένη στύψη. Κάθε φορά που πρησκόντουσαν οι αμυγδαλές μου, η Σταματούλα έλυνε τον κόμπο του τσεμπεριού της μέχρι να φανεί το περιεχόμενό του, σιάλωνε τον δείκτη του χεριού της και τον ακουμπούσε μέσα στο μείγμα.

Συγχρόνως με διάτασσε ν’ ανοίξω διάπλατα το στόμα μου και με μία καλοϋπολογισμένη κίνηση έβαζε το δάκτυλό της βαθιά μέσα στο στόμα μου και το έτριβε δυνατά στις πρησμένες αμυγδαλές μου. Μετά από δύο μέρες οι αμυγδαλές πήγαιναν πίσω στη θέση τους.

Τον χειμώνα, όταν ήμουν μικρός, εκτός από τις αμυγδαλές μου, υπέφερα κι από συνάχι. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η γιαγιά μου ήταν πάντοτε έτοιμη να προσφέρει τις υπηρεσίες της.

Με τη μασιά έπαιρνε από το τζάκι μερικά αναμμένα κάρβουνα και τα έβαζε μέσα στην κουτάλα της σούπας και από το εικονοστάσι έπιανε μερικά φύλλα ελιάς και βάγια από την Κυριακή των Βαΐων και τα τοποθετούσε πάνω στα ολοκόκκινα κάρβουνα.

Μόλις άρχιζαν να καίονται και να βγάζουν ένα αψύ καπνό, με διέτασσε να σκύψω το κεφάλι μου, καθώς περνούσε την κουτάλα κάτω από τη μύτη μου, ενώ συγχρόνως μουρμούριζε κάτι ακατάληπτα λόγια. Κάθε λίγο σταματούσε για να φτύσει αριστερά και δεξιά, ξορκίζοντας τον πειρασμό να φύγει από πάνω μου.

Μετά από μερικά τέτοια τελετουργικά, έριχνε τα κάρβουνα μέσα σ’ ένα τσουκάλι με κρύο νερό και άκουγε με προσοχή τον συριγμό που έβγαζαν καθώς έσβηναν, γιατί ακριβώς αυτός ο συριγμός ήταν και η απόδειξη ότι έφυγαν τα πονηρά πνεύματα από πάνω μου και, για αρκετές μέρες, σταματούσαν να τρέχουν οι μύξες μου.

Πάνω στο εικονοστάσι, εκτός από τα βάγια και τα φύλλα της ελιάς, υπήρχε και ένα μικρό μπουκαλάκι γεμάτο με ένα λασπώδες μείγμα που η ίδια είχε παρασκευάσει, από λάδι και ποντικό, για την ακρίβεια, από το σώμα νεογέννητου ποντικιού, που ακόμη δεν είχε βγάλει τρίχες.

Όταν κάποιος από εμάς είχε κάποιο τραύμα που αιμορραγούσε ή χιονίστρες, η γιαγιά, με ένα κομμάτι βαμβάκι, έβαζε λίγο από το μείγμα πάνω στην πληγή, που γρήγορα θεραπευόταν.

Η γιαγιά ήταν απόλυτα σίγουρη για τις θεραπευτικές ιδιότητες του θαυματουργού φαρμάκου της και, μόλις κόντευε να τελειώσει, φρόντιζε να το ανανεώσει με κάποιο άλλο νεογέννητο ποντικάκι και λίγο λάδι.

Πολλά χρόνια, αργότερα όταν ανάφερα το περιστατικό σε κάποιο γιατρό, στην Αμερική, μου είπε ότι ίσως το μείγμα επιδρούσε ως πρωτόγονη πενικιλίνη.
Πολύ συχνά τα μάτια της γιαγιάς τσίμπλιαζαν.

Ο τρόπος θεραπείας τους – κατά τη γιαγιά μου πάντα – ήταν να τα επαλείψει με τα φρέσκα ούρα ενός μικρού αγοριού, όχι πάνω των έξι χρόνων. Γι’ αυτή τη δουλειά, η πιο εύκολη λύση, ήμουν εγώ.

Με μερικά παρακάλια και μερικές σταφίδες με έπειθε να κατουρήσω λίγο από το θαυματουργό υγρό στη φούχτα του αριστερού της χεριού και με τον δείκτη του δεξιού της χεριού έπαιρνε λίγο από το ζεστό ακόμη “φάρμακο” και άλειφε τα μάτια της.

Με τις ευχές της και ένα ζεστό φιλί, μου εκδήλωνε την ευγνωμοσύνη της. Αισθανόμουν ικανοποίηση και υπερηφάνια, που χωρίς μεγάλο κόπο συνέβαλα στη θεραπεία της καλής μου γιαγιάς».

Οι μεγάλες μου απώλειες
«Στην Κάρπαθο συνήθιζαν αρκετά μέλη μιας οικογένειας να κοιμούνται στο ίδιο στρώμα πάνω στο σοφά ή και στο πάτωμα. Σε μία τέτοια περίπτωση κοιμήθηκαν στο ίδιο στρώμα η γιαγιά μου με τη μάνα μου και τις δύο μου αδελφές.

Συνήθως η γιαγιά μου σηκωνόταν πρώτη, από την αυγή, για ν’ ανάψει τη φωτιά και να βράσει το φρασκόμηλο ή το διοσμαρί. Εκείνο το πρωινό, όλες σηκωθήκανε εκτός από εκείνη. Όταν προσπάθησαν να την ξυπνήσουν, τη βρήκαν παγωμένη.

Έμαθα τα νέα, όταν ετοιμαζόμουν να μπω στο Columbia. Πόνεσα τόσο πολύ. Ένιωσα σαν κάποιος να πήρε κομμάτι της ψυχής μου. Ποτέ δεν με εγκατέλειψε αυτή η τρομερή αίσθηση: Αγαπημένη μου γιαγιά!»

Διαβάστε ακόμη

Πήρε εξιτήριο η 68χρονη Ειρήνη Ταχλιαμπούρη

Η εορτή του Αγίου Σάββα του Νέου του εν Καλύμνω στο Σίδνεϋ

Πέθανε ο Πήτερ Άγγελος, ο Καρπάθιος δικηγόρος που έφτιαξε αυτοκρατορία στις ΗΠΑ

Η 77η Χοροεσπερίδα της κοινότητας Λέρου στην Αμερική

Εορτάστηκε στη Βαλτιμόρη η 76η επέτειος της Ενσωμάτωσης της Δωδεκανήσου

Την 76η επέτειο της Ενσωμάτωσης της Δωδεκανήσου γιόρτασαν οι Δωδεκανήσιοι στην Αμερική

«Την ουσία να είσαι Έλληνας» γιόρτασαν οι Δωδεκανήσιοι της Μελβούρνης

Εκδήλωση στην Αυστραλία για την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου