Αγαπητός Ξάνθης: Λίγα λόγια για τον Διονύση Σαββόπουλο
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 345 ΦΟΡΕΣ
Γράφει ο Αγαπητός Ξάνθης, αρχιτέκτονας
«Όταν νικάς τον εσωτερικό εχθρό σου, τον θυμό σου, τότε κατανοείς και συμπονάς τον κόσμο σου» λόγια σοφά από ένα τραγουδοποιό της γενιάς μας. Πριν από λίγες ήμερες αποχαιρετήσαμε τον Διονύση Σαββόπουλο, τον τροβαδούρο.
Δεν ανήκω στη γενιά που παθιαζόταν με ακραίες αριστερές προκλήσεις και δεξιές μπηχτές. Ανήκω στην ομάδα που μεγάλωσα με το ΠΑΣΟΚ, το κραταιό τότε Κίνημα, το μεγάλο κοινωνικό ρεύμα για την αλλαγή. Τότε στα νιάτα μας, αναπτυσσόταν ένας διάλογος μεταξύ Ευρώπης και εθνικής κυριαρχίας, σκέψης και αντισκέψης, μεταρρύθμισης και σταθερότητας. Συχνές κομματικές εκδηλώσεις γεμάτες ουσία και προβληματισμό, για ένα κόσμο δίκαιο και ελεύθερο. Ήταν η λεγόμενη ζύμωση για να μπορούμε να διακρίνουμε, να ατενίζουμε το μέλλον μακριά από τη «συντήρηση» και την «καθεστωτική τάξη».
Κάπου εκεί ακουγόταν ο Λοΐζος, ο Μικρούτσικος, ο Μαρκόπουλος, ο Θεοδωράκης, ο Χατζηδάκης, ο Ξαρχάκος και ο Ξυλούρης με τον Νταλάρα και την Αλεξίου. Ο Σαββόπουλος σπάνια έφτανε στα αυτιά μου, χωρίς βέβαια να διεκδικώ την αυθεντία και τη φανατική φιλομουσική κατάσταση. Βέβαια γνωρίζω παράλληλα ότι με την αρχιτεκτονική, η μόνη τέχνη που πάλλεται και μορφοποιείται είναι η μουσική προσφέροντας και οι δύο, την αισθητική ως κομμάτι της φιλοσοφίας και της ποιοτική ζωής.
Ο Σαββόπουλος έξω από τη λαϊκότητα των τραγουδιών του, εμφανιζόταν και ως μια ζεστή ανθρώπινη παρουσία που μπορούσε κανείς να τον καταλάβει, να τον αισθανθεί. Παρουσιάζεται δυναμικά στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 στην Αθήνα αλλά και στα 200 χρόνια για τη σύσταση του ελληνικού κράτους, με το «Ελλάδα 2021».
Εκείνο το τραγούδι «ας κρατήσουν οι χοροί» ακόμα και σήμερα προσφέρει τον παλμό της ελληνικής ψυχής. Είναι μοναδικό, αντιπροσωπευτικό τραγούδι που εκφράζει τόσο πειστικά τη διαχρονική πορεία του ελληνισμού και παρουσιάζει αυτά που μας ενώνουν κάτω από τον καταγάλανο ουρανό και παράλληλα υπενθυμίζει το τι είμαστε, από πού ερχόμαστε και πόσα περάσαμε για να φτάσουμε μέχρι και εδώ.
Ήταν «πλάστης λέξεων και συνθημάτων» που άγγιζαν την καρδιά και άφηναν πίσω μικροψυχίες και αναστολές.
« Ήμουν αριστερός όταν οι περισσότεροι δεν ήταν, και μετά είχα τη δύναμη της κρίσης να κοιτάζω το κόσμο μέσα από το βλέμμα, του καραγκιόζη» έλεγε σημειολογικά.
Για τον «Θάνατο» έλεγε, ότι η ζωή και μετά από αυτόν συνεχίζεται με το μυστήριο της αγνοίας στον χώρο και στον χρόνο. Πίστευε στον Θεό, με την ομολογία του όμως ότι δεν ήξερε τι είναι τελικά. Και ευτυχώς συμπλήρωνε ενδεικτικά ότι τον Θεό δεν τον έχουμε συναντήσει αλλιώς θα τον βάλαμε και Αυτόν στο τσεπάκι μας. Αυτή η παραμονή Του, ως μυστήριο είναι και η πίστη στο αναφερόμενο διαρκές αίνιγμα.
Ήταν ασυμβίβαστος, προκλητικός, καθρέπτιζε τη ζωή μας και ταυτόχρονα την ειρωνευόταν ως άλλος και σύναμμα «Διόνυσος» θεός της αρχαίας Ελλάδας.
Η προίκα που μας άφησε είχε δύο πλευρές. Την άυλη, την πνευματική αλλά και τη ρεαλιστική, την πεζή όπως αποκάλυψε και στον επικήδειο ο γιος του, Κορνήλιος.
Ποτέ δεν έγινε ο άλλος, κριτίκαρε αλλά δεν πρόβαλλε, μιλούσε «για το Φορτηγό» και «τα τραπεζάκια» αλλά και τους «Κωλλοέλληνες», εκμυστηρεύονταν σε όλους μας τα στοιχεία της διαφθοράς, της σήψης και της αναξιοκρατίας που όμως στο βάθος διέκρινε κανείς την αγάπη του για τη χώρα μας σαν άλλος μάντης «Κάλχας».
Τον παρομοίωσαν με τον νομπελίστα Ντίλαν και τον Ιταλό τραγουδοποιό Λούτσιο Ντάλα, όμως ήταν ιδιαίτερα αυθεντικός για αυτό και η κηδεία του έγινε θέμα προς συζήτηση. Ακόμη και στο τελευταίο του ταξίδι άφησε πίσω την εθνική κριτική για τον διαχωρισμό αριστερός/δεξιός.
Θαρρείς και η Τέχνη γνωρίζει κομματικές ταμπέλες και αριστερόστροφες αυθεντίες.
Ενοχλούσε με την αλήθεια του και τους στίχους του περιγράφοντας όλη την εικόνα της μεταπολεμικής Ελλάδας καταρρίπτοντας την εξουσία και την κομματική επετηρίδα. Το πρόσωπό του είτε το εκτιμάς σήμερα, είτε το ξεπερνάς.
Εγώ πάντως δεν μπορώ να το ξεπεράσω γιατί απλά ήταν λάτρης της χώρας που τον γέννησε. Με λόγια μεστά, ποιητικά και πάντως όχι αλγοριθμικά. Ξεπέρασε διαχωρισμούς και όρια, ένιωσε το χρώμα της Ελλάδας μέσα του πιστεύοντας στα παιδιά που δεν μπορεί κανείς να τα κοροϊδέψει.
Μέσα από την πληθώρα των τεχνών που εκπροσωπούσε ως πολυτάλαντος εκδήλωσε την καυστική «αλήθεια» στη δημόσια σφαίρα ακόμη και στο στάδιο της αρρώστιάς του παραμερίζοντας τα ασήμαντα για να περάσει στη φάση της καθολικής αγάπης, της ενσυναίσθησης, της κατανόησης για τον/την/το άλλο με όλες τις ιδιοτροπίες του.
Και αυτό φάνηκε ακόμη και στην ημέρα του θανάτου του!
Είμαστε ακόμη πίσω από: «Αυτόν, τον Νιόνιο της μουσικής»…

Ακολουθήστε τη Ροδιακή στο Google News